Ελληνική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, από το 1969.
Μία νέα και όμορφη δασκάλα διορίζεται σε ένα απομακρυσμένο χωριό την Κρυόβρυση, λίγο πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος...
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Επανερχόμαστε σε προηγούμενες δεκαετίες.
Οι δείκτες της ιστορίας πάνε πίσω, αφού μισθοί και συντάξεις σήμερα με τις άγριες περικοπές δεν επαρκούν. Καλές είναι λοιπόν, και οι δουλειές "αλλού", εδώ γύρω στα χωράφια που οι ίδιοι είχαν παρατήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Ντόπιοι είναι πια οι περισσότεροι εργάτες της γης, με έδρα όμως τις πόλεις που ζούσαν ως τώρα. Καλλιεργούν οι ίδιοι ότι θέλουν να τρώνε σε μικρές ποσότητες, μερικοί μάλιστα εμπορεύονται τα περισσεύματα της συγκομιδής τους σε γνωστούς και φίλους, αν και όχι "κατά κύριο επάγγελμα αγρότες". Μοιράζουν τον χρόνο τους σε δουλειά (αν έχουν ακόμη) και αγροτικά.
Η επιστροφή λοιπόν στα πατρώα εδάφη, στη μάνα γη, είναι καθημερινό φαινόμενο και στο νομό μας όπως διαπίστωσα σε πρόσφατη εξόρμηση στην ύπαιθρο.
Υπάλληλοι και συνταξιούχοι ξαναθυμούνται τα χωράφια τους. Επίσης οι ίδιοι οι επαγγελματίες αγρότες που μέχρι τώρα έβαζαν αλλοδαπούς να κάνουν την ελαιοσυλλογή ή το μάζεμα των πορτοκαλιών επιστρέφουν στο μεροκάματο.
Αποφάσισαν να κάνουν πράξη το λεχθέν υπό (σοφού) μαντιναδολόγου:
Όποιος στην κρίση πού 'χουμε
δεν θέλει να πεινάσει,
τα χωράφια των προγόνων του
ας πάει να ξερημάσει...
Στα παγκάκια σε κεντρική πλατεία - πέρασμα της πόλης καθότανε ο Βασίλης, μαζί με μερικούς γέρους που αράζανε εκεί καθημερινά για ώρες, πρωί κι απόγευμα...
Σε μια στιγμή περνά μια ωραία νέα κοπέλα, που φάνηκε γνωστή του Βασίλη, πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο αντιλήφτηκε πως ήταν η ανηψιά του από το χωριό που δεν βλεπότανε δα και τόσο συχνά...
Η κοπέλα φτάνοντας στα παγκάκια χαιρέτησε και μίλησε με τους γέρους, μα δεν έβγαλε μιλιά στον θείο της που πρέπει να τον γνώρισε κι αυτή...
- Ποια είναι αυτή η όμορφη που την ξέρετε όλοι; ρώτησε τους άλλους όταν απομακρύνθηκε η κοπέλα.
- Καλά, εσύ δεν κάθεσαι συχνά εδώ και δεν ξέρεις...Μεγάλη πουτάνα η μικρή, κάνει βίζιτες με διαλεγμένους γενναιόδωρους κι εχέμυθους πελάτες κάποιας ηλικίας και οικονομικής κατάστασης...
- Έτσι, έ; και την έχετε πάρει όλοι και σας γνωρίζει καλά, έ...
- Όποτε μπορούμε τη βοηθάμε οικονομικά, μα παίρνει αρκετά. Εμένα που είμαι συνταξιούχος του ΟΓΑ μου φεύγει η μισή σύνταξη στο τάκα - τάκα. Άμα όμως έχεις λεφτά θέλει περισσότερα, να ο απατεώνας που έχει το μαγαζί με τα καλλυντικά εκεί πίσω και βγάνει 10.000 ευρώ τη μέρα, δίνει ως και 500 ευρώ να τη πάρει για ένα βράδυ...
Τι άκουγε ο Βασίλης εκεί που κάθισε λιγάκι να ξαποστάσει στην πλατεία ένα σούρουπο. Η μικρή κι όμορφη ανηψούλα του πασίγνωστη πουτάνα και να τη ξέρουν όλοι με λεπτομέρειες κι αυτός και οι δικοί της νόμιζαν πως δούλευε υπάλληλος στο μαγαζί με τα καλλυντικά.
Δούλευε δηλαδή εκεί μερικά χρόνια τώρα, μα μέσα στα αρώματα, τις βαφές μαλλιών και τα λοιπά αξεσουάρ μόδας, είδε πως μπορούσε να κάνει και να κερδίζει περισσότερα κι έτσι άρχισε με τους γέρους που την κοίταζαν λαίμαργα όταν καθάριζε τα τζάμια έξω...
Αποδείχτηκαν πρόθυμοι να πληρώσουν κάτι για να έχουν το κάτι παραπάνω που λιγουρεύονταν, δεν είχε και τίποτα να χάσει με γέρους που τέλειωναν αμέσως με λίγο τρίψιμο, κανείς δεν ξέρει με πόσους το έκανε και για πόσα, μα απόκτησε λίαν συντόμως ένα κουκλίστικο ολοκαίνουριο αμάξι να πηγαινοέρχεται στον Βατόλακο αντί να κυνηγά τα λεωφορεία ή ν' αγγαρεύει τον πατέρα της να την φέρνει στη δουλειά όπως παλαιότερα.
Που νόμιζε ο αφελής πως η κόρη του, απόφοιτος ΤΕΕ αισθητικής έπαιρνε τόσο καλό μισθό και φρόντιζε την αδελφή της που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη και τον αδελφό της που ήταν στρατιώτης τώρα και μερικούς μήνες...
Ενώ αυτός έβλεπε τα πορτοκάλια του στα δέντρα να σαπίζουνε απούλητα και το λάδι του να μην έχει αξία, αυτή πλούτιζε κάνοντας μερικά ραντεβού εδώ κι εκεί...
Και η μάνα της που καθάριζε καμπινέδες σε ένα ξενοδοχείο κι έστρωνε τα κρεβάτια για να κερδίσει ένα μεροκάματο με ιδρώτα, όπως της έμαθαν οι δικοί της από το σπίτι της κι έλιωσε μια ζωή στη βιοπάλη, πότε στη δουλειά και πότε στα χωράφια μα λεφτά δεν χόρτασε...
Δεν θα τους έλεγε τίποτα ο Βασίλης, θα τους άφηνε στον κόσμο τους αμέριμνους, μα θα επωφελούνταν με την ανηψούλα του. Εδώ την χρησιμοποιούσαν όλοι οι πορνόγεροι της πόλης που τη σύστηναν μεταξύ τους να τους την τρίβει για λίγα λεπτά και αυτός δεν έπαιρνε χαμπάρι...
Που εδώ που τα λέμε ήταν και νέα, μόλις πέρασε τα 21 και όμορφη με τις μπούκλες της τις ξανθές και πονηρή να κρατήσει ένα μυστικό μεταξύ τους...
Καλύτερα να πάρει εκείνη τα λεφτά να μείνουν στην οικογένεια, παρά κάποιες αραπίνες που γούσταρε επίσης, εκείνη η Βουλγάρα που περνούσε από την ίδια πλατεία τα βράδια, η Βίκυ από το outlet που ψοφά για λεφτά και λούσα, η Στέλλα στο μπιστρώ που γονατίζουν μπροστά της εκλεγμένοι αυτοδιοικητικοί σύμβουλοι και χειροφιλούν μπροστά σε όλους για την εύνοια της, η μικρή τσιγγάνα που του πρότεινε να πάνε κάπου ήσυχα μαζί, ή η μικροσκοπική Φιλιππινέζα που καθάριζε το σπίτι του μια φορά την εβδομάδα, υπήρχαν πολλές και διάφορες που έκαναν το ίδιο για κάποια φράγκα παραπάνω σε καιρό φτώχειας...
Που είχανε ότι ακριβώς και η Τζούλια, μα δεν είχαν την τύχη της να ζητούν και να λαμβάνουν χιλιάρικα για να πηδιούνται με εφοπλιστές ή σκατάδες γιούς άχρηστων πολιτικάντηδων...
Τι είχαν να ντραπούν άλλωστε, τι θα πουν στο χωριό μερικοί αγαμίες κατσικοκλέφτες, ή οι γράδες τα λαδικά που πλέκουν μαζεμένες στο σκιανιό και παρακολουθούν τα πάντα τριγύρω τους, αποκαλώντας "πουτάνα" όποια τύχαινε να δούν έξω μετά τις 10.00μμ και η μόνη τους ερωτική ζωή ήταν όταν γαστρώθηκαν για να τεκνοποιήσουν, ίδια όπως τα ζωντόβολα.
Τι να τους λογαριάζουν όλους αυτούς/ες τους ξοφλημένους και να μην επωφεληθεί τώρα που η ανηψούλα ήταν νέα, όμορφη κι επιθυμητή, αργότερα όταν μεγάλωνε και σαβούρευε κάποιος μαλακομπακούρης και "καλό παιδί" θα βρισκόταν να τη ζητούσε σε γάμο κανονικά και θα της κουβαλούσε τα πάντα στο σπιτικό που θα της έφτιαχνε, ακόμη και ξοφλημένες πουτάνες από παλαιά μπουρδέλα παντρεύτηκαν και νοικοκυρεύτηκαν με ανέραστους που δεν θα έβαζαν αλλιώς γυναίκα στο κρεββάτι τους, η δική τους θα απόμενε ρέστη;
Τώρα όμως είναι διαθέσιμη στον καθένα σε προσιτή τιμή κι όποιος προλάβει την έχει.
Έτσι έγινε και περάσανε κάποιες στιγμές μαζί θείος κι ανηψούλα. Δεν είπανε ποτέ ούτε πως ούτε γιατί συνέβηκε...
Ούτε θα βρεθεί κανείς να επιβεβαιώσει αν του τραγουδούσε στο αυτί εκείνο το:
Κάνε θείε τη δουλειά σου
μα εγώ θάμαι πάλι ανηψιά σου
σαν προκαταρκτικό!
Η μυρωδιά του φρεσκοσβησμένου ασβέστη που αρχή της μεγαλοβδομάδας, Δευτέρα πρωί η μάνα ασβέστωνε μέσα έξω το παλιό μας σπίτι, αφού μάζευε τα πράγματα σε μπόγους και ντάνες έξω στην απλόχωρη αυλή. Μυρωδιά που μεταφερόταν μέσα, έντονη το πρώτο βράδυ αναδυόμενη από τους νωπούς ακόμη τοίχους.
Δυο μέρες κρατούσε το άσπρισμα, αρχίζοντας απέξω και τελειώνοντας μετά από τα τέσσερα μεγάλα δωμάτια πάντα στην κουζίνα, Τρίτη βράδυ πια που η μάνα ξεσκόνιζε τα κάδρα πριν τα κρεμάσει ξανά στους στεγνούς άσπρους τοίχους, κοιτώντας για μια στιγμή την διήμερη δουλειά της ικανοποιημένη...
Για λίγο μόνο, γιατί έπρεπε να ετοιμάσει το μυρωδάτο μείγμα αποβραδίς ν' αναπιάσει, γιατί θα ξημέρωνε Τετάρτη, η μέρα που παραδοσιακά ζύμωνε τις
λαμπριάτικες κουλούρες. Πολλές τέτοιες, να χορτάσει η οικογένεια και κάποιοι συγγενείς που μην ξέροντας να ζυμώνουν, αρκούνταν σ' εκείνο το εγκάρδιο "γειά στα χέρια σου" όταν έπαιρναν από το σπίτι την καλά φυλαγμένη δική τους...Καλά φυλαγμένες ήταν και οι υπόλοιπες, μέχρι το βράδυ της Ανάστασης που θα κόβονταν και θα τρώγονταν. Εκτός από μια, πρόχειρη μικρή κουλούρα, που θυσιάζονταν για τα παιδιά φρεσκοψημένη, για "να μην λιγοψιχούνε Τετάρτη - Πέμπτη (Παρασκευή απαγορευόταν αυστηρά κάθε κατανάλωση πασχαλινού)". Οι μυρωδιές του κόλιαντρου και της χιώτικης μαστίχας όμως απλωνόταν σε όλα τα δωμάτια από κείνο το ψηλό τραπέζι που αναπαυόταν οι σπιτικές κουλούρες, προκαλώντας μικρούς πειρασμούς και προσμονή μέχρι να έρθει η ώρα τους.
Στις οποίες σύντομα προσθέτονταν κι εκείνη των κουλουρακιών σπιτικά ζυμωμένα κι αυτά, καθώς και των μετρημένων κόκκινων αυγών που ολοκλήρωναν τις ζυμωτές ετοιμασίες της Λαμπρής, μαζί με τα μπόλικα καλλιτσουνάκια που ετοίμαζε το μεσημέρι του Σαββάτου και καταναλώνονταν παρευθύς φρέσκα, την Δευτέρα του Πάσχα ελάχιστα την έφταναν.
Ακολουθούσε η προμήθεια κρέατος και φρέσκων σαλατικών, είτε χάρισμα από το χωριό ως ανταπόδωση για την κουλούρα, είτε από το παζάρι της Πέμπτης - Παρασκευής με τα ζωντανά αρνάκια και κατσικάκια που αραδιασμένα στην σειρά βέλαζαν ώσπου να σφαγούν επιτόπου λίγο παραπέρα, τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και με φωνές να ζητά τα πάντα, τα μαγαζιά να κάνουν χρυσές δουλειές όπως έβλεπαν με τα μάτια τους στον πηγαιμό και στην επιστροφή με τα πόδια στο παζάρι, φορτωμένοι τα πράγματα που πήραν οικογενειακώς.
Εκκλησία Πέμπτη βράδυ - Παρασκευή μεσημέρι γύρα σε μερικούς επιτάφιους, βράδυ σε αυτόν της ενορίας και την λιτανεία έπειτα, Σάββατο μεσάνυχτα, Κυριακή μεσημέρι για την δεύτερη Ανάσταση, από το ίδιο δρομάκι πάντα σχολαστικά, με τον ήχο των παπουτσιών στο πλακόστρωτο να προηγείται αυτών της ψαλμωδίας των 12 ευαγγελίων, των παθών, του επιτάφιου,
των εγκωμίων στην μακρινή περιφορά καθότι μεγάλη ενορία, το θυμιατό που κρατούσε ο νεωκόρος, τα ψιλά που έπεφταν πρόθυμα στον δίσκο που περιέφερε κάθιδρος προηγουμένως μέσα στον κόσμο στη διάρκεια της λειτουργίας, τα παρατεταμένα "σσσσ" από τις ευλαβείς γιαγιάδες που αγωνίζονταν να καταλάβουν τα ευαγγέλια και τα έψαχναν στην "ιερά σύνοψις" που κρατούσαν μαζί τους όλη την βδομάδα, η επίμονη καμπάνα πένθιμη - χαρμόσυνη δυο μέρες μετά, τα αναμμένα κεριά και παιδικά φαναράκια με την πρέπουσα προσοχή για τον αέρα και τη πλάτη του μπροστινού, το αρωματισμένο ανθόνερο που έραιναν από τα μπαλκόνια όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία μα περίμεναν να περάσει ο επιτάφιος από την γειτονιά τους, τα καψαλίδια από τους κάμποσους "Ιούδες" που συναντούσαν καιόμενους στην διαδρομή, τα μοσχοβόλα άνθη που την Παρασκευή τον κοσμούσαν κι όσα περίσσευαν τα έριχνε ο παπάς στον κόσμο την Κυριακή μεσημέρι, χωρίς να έχουν χάσει το άρωμα τους και τα μάζευαν τα παιδιά για τα εικονίσματα, η μυρωδιά της Απριλιάτικης άνοιξης από τα δέντρα και τα λουλούδια στις γλάστρες στον δρόμο κατά την επιστροφή στο σπίτι, τα τσουγκρίσματα των αυγών, το ψημένο κατσικάκι, με το ξύδι στο φρέσκο μαρούλι και κρεμμύδι στην σαλάτα...Ήχοι και μυρωδιές που αν και δεν ακούγονται ως σήμερα όλοι, υπάρχουν καταχωρημένοι στο υποσυνείδητο των παιδικών χρόνων κι ανασύρονται με το διάβα στα ίδια σοκάκια, εξωραϊσμένα από τον δήμο σήμερα μα πάντα στο ίδιο μέρος...
Ήχοι και μυρωδιές της μεγαλοβδομάδας, που όμως ήθελαν ακόμη μια βδομάδα εδώ για να ολοκληρωθούν τη επόμενη Παρασκευή στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής λίγα χιλιόμετρα παραπέρα ικανά να διανυθούν με ποδαρόδρομο στη φύση και στο Νιο Χωριό την Κυριακή με το πρωινό λεωφορείο για το πανηγύρι του Θωμά, παιδική ανάμνηση και συνήθεια της μάνας αυτό, όπου η κατάνυξη και η υμνολογία συνυπήρχε με τις μυρωδιές από τους άρτους, το μαλλί τη γριάς και τους λουκουμάδες στο καροτσάκι και τους ήχους των πλανόδιων εμπόρων με τους αμέτρητους πάγκους στη σειρά, των (διαχρονικών) ζητιάνων, τα άφθονα σουβλάκια και τα κρέατα στη σχάρα, την πρώτη δοκιμή μπύρας σε παιδικά λαρύγγια, του γλυκού - υποβρύχιου βανίλια για καλωσόρισμα στο συγγενικό σπίτι και τα μουσικά όργανα λύρες και λαούτα στην πλατεία με τραγούδια και χορούς για την αποκορύφωση του γλεντιού της Λαμπρής...
Έτρεχε λοιπόν ο κόσμος στο χωριό του ιδιοκτήτη της κότας να τη δει, αυτός περήφανος την έβαζε σ'ένα τραπέζι του καφενείου και σε λίγες στιγμές έβγαινε το χρυσό αυγό μπροστά στα κατάπληκτα μάτια όλων.
Έφτασε η είδηση στο νομάρχη, αρχικά δεν το πίστεψε, μετά τον έπεισαν να πάει να δεί. Πήγε και δεν πίστευε στα μάτια του.
Ειδοποίησαν και τον περιφερειάρχη, πήγε κι αυτός στο χωριό, στήθηκε η κότα μπροστά του και να ένα ακόμη χρυσό αυγό...
Τρελάθηκαν όλοι, ειδοποίησαν το Υπουργείο στην Αθήνα, ήρθε ο υπουργός με μια επιτροπή από 15 τεχνοκράτες και 23 συμβούλους, μελέτησαν την κότα, εξέτασαν τα χρυσά αυγά και εντυπωσιάστηκαν...
Λένε στο αφεντικό της κότας:
- Εδώ μιλάμε για κάτι συγκλονιστικό, θέμα Εθνικής σημασίας, θα πρέπει να μας παραδώσεις την κότα να την πάρουμε στην Αθήνα να την μελετήσουμε...
Με τα πολλά δέχτηκε να την πουλήσει στο κράτος για ένα αστρονομικό ποσό, πήρε λοιπόν η επιτροπή την κότα στην Αθήνα και την παρέδωσε στον "Δημόκριτο" για να την μελετήσουν.
Σε λίγες μέρες παίρνουν έξαλλοι τον αγρότη τηλέφωνο και του λένε:
- Απατεώνα μας γέλασες, από τότε που την φέραμε στην Αθήνα η κότα δεν έχει κάνει ούτε ένα χρυσό αυγό...
Τι να κάνει αυτός, παίρνει το αγροτικό και βούρ για την Αθήνα, όπου πάει στον "Δημόκριτο" και βρίσκει την κότα:
- Βρέ κοτούλα μου της λέει, τι έπαθες; Θες να με εκθέσεις; Γιατί έπαψες να γεννάς χρυσά αυγά;
Και του απαντάει η κότα:
- Σιγά που θα κάτσω να ξεσκίζομαι τώρα που βολεύτηκα στο Δημόσιο!