Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χωριό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα χωριό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΞΑΝΘΑ ΜΑΛΛΙΑ (Η ΤΑΙΝΙΑ)...



Ελληνική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου, από το 1969.

Μία νέα και όμορφη δασκάλα διορίζεται σε ένα απομακρυσμένο χωριό την Κρυόβρυση, λίγο πριν ξεσπάσει ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος...

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Ο ΨΥΛΛΟΣ (Η ΤΑΙΝΙΑ)...




Ελληνική ταινία σε σενάριο - σκηνοθεσία Δημήτρη Σπύρου, από το 1990.

Ψύλλος είναι ο τίτλος μια χειρόγραφης εφημεριδούλας, που εκδίδει και συντάσσει ένας δωδεκάχρονος μαθητής, σ' ένα απομονωμένο χωριό της ορεινής Ολυμπίας. ο Ηλίας Σεϊτανίδης.

«Ψύλλος» είναι όμως κι ο ίδιος ο μικρός Ηλίας, γιατί είναι τόσο πολύ ταυτισμένος με την εφημερίδα του, ώστε κανείς πια να μην τον φωνάζει με το πραγματικό του όνομα. Κι όπως γράφει ο ίδιος σ' ένα φύλλο της εφημερίδας του, «ο Ψύλλος είναι ένα όνειρο, τα ταξίδια που θέλω να κάνω, είναι το σπάσιμο των συνόρων του μικρού χωριού μου, είναι τα φτερά που με βοηθούν να πετάξω μακριά...».

Μια διεισδυτική ματιά στην ελληνική επαρχία στα τέλη της δεκαετίας του '60.
Πολυβραβευμένη ταινία σε παγκόσμιο επίπεδο και πρώτη κινηματογραφική απόπειρα του σκηνοθέτη, με απολαυστικές ερμηνείες...

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

ΑΝΕΡΓΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ...

Αν ήσουν άνεργος χωρίς ιδιαίτερα προσόντα (υπάρχουν πολλοί τέτοιοι, δεν είναι όλοι κάτοχοι πτυχίων και λοιπών χαρτιών επιστημοσύνης) και ζούσες σε επαρχία σαν γιος αγρότη, θα καθόσουν όλη μέρα στο καφενείο και δεν θα πήγαινες στη γη να δουλέψεις;

Μόνο και μόνο επειδή ο τοπικός βουλευτής σου "έχει τάξει"από παλιά, τότε που που μπορούσε κι εσύ είσαι φτιαγμένος για άλλα και περιμένεις, μα η άτιμη κενωνία σε έκανε να μένεις στο χωριό ελπίζοντας πως οι κομματικοί στρατοί πάντα βολεύονται...

Στο χωριό που ζούνε οι συγγενείς μου δίνουν 35 ευρώ + φαγητό για 6 - 7:30 ώρες δουλειάς στις ελιές κάθε χειμώνα που τις μαζεύουν. Και δεν μπορεί να δουλέψει υπερωρία κανείς με τα ίδια λεφτά παραπάνω γιατί η συγκομιδή δεν γίνεται νύχτα, ούτε "υπό κακές καιρικές συνθήκες" αφού δεν μαζεύονται όταν βρέχει ή το καλοκαίρι με τους καύσωνες. Πολλές φορές, όταν έχει πάχνη ή έχει βρέξει τη νύχτα περιμένουνε να βγει ο ήλιος, γιατί αλλιώς γίνονται μούσκεμα.

Κάθε χρόνο οι δικοί μου και οι άλλοι κάτοικοι δεν βρίσκουν Έλληνες να δουλέψουν ούτε για 2 μήνες που διαρκεί το λιομάζεμα. Ανθρώπους κάτοικους από την περιοχή ψάχνουν πρώτα για εργατικά χέρια και δεν βρίσκουν, παρά μόνο Αλβανούς, Πακιστανούς, ακόμη κι αραπάδες Αφρικανούς τελευταία.

Τους ταΐζουν ότι τρώμε κι εμείς, μαζί τους τρώνε και τους πληρώνουν αμέσως μετρητά. 100 ευρώ μεροκάματο για μια οικογένεια Αλβανών, πατέρας, μάνα, μεγάλος γιός και τα άλλα 2 μικρά να πηγαίνουν κανονικά στο σχολείο...

Το ίδιο συμβαίνει και τον (ίδιο σχεδόν) καιρό των πορτοκαλιών, των σταφυλιών, των κηπευτικών, των πεπονιών και καρπουζών. Των ροδάκινων, των φράουλων και του καπνού αλλού...

Είναι γεγονός πως για χιλιάδες ανθρώπους στην περιφέρεια υπάρχουν διαδοχικές εποχιακές δουλειές, από τις οποίες θα μπορούσαν να βγάλουν ένα αξιοπρεπές μεροκάματο και δεν αξιώνουνε να πάνε.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Η ΣΥΝΤΑΓΗ...

Από τα ορεινά χωριά κατέβηκε ένας χωρικός στην πόλη, μια φορά τα χρόνια κείνα που οι μετακινήσεις γινόταν μόνο με γαϊδάρους, αφού δεν υπήρχανε αυτοκίνητα...

Φτάνοντας στην πόλη και σέρνοντας τον γάιδαρο του, ο χωριάτης βλέπει ένα μαγαζί "Εδώδιμα - Αποικιακά" γεμάτο προϊόντα κρεμασμένα μέσα κι έξω.

- Θα μου κόψεις λιγάκι πετσί για σόλες, λέει του εμπόρου και του δείχνει μερικά ξερά τομάρια που κρεμότανε σε ένα γάντζο.

- Αυτά που δείχνεις δεν είναι πετσιά, του λέει ο έμπορος, μα μπακαλιάρος...

- Μπακαλιάρος; του αντιγυρίζει ο χωριάτης...Και ίντα είναι τουτονά;

- Μεγάλο ψάρι, παστό, δεν έχεις ξαναδεί; του απαντά ο έμπορος.

- Όι μπρέ, δεν έχω δει τέτοιο ούτε έχω φάει ακόμη. Πως το ψήνουνε;

Του εξηγεί ο έμπορος πως τον βάνουνε στο νερό πολλές ώρες, τον κόβουνε και τον τηγανίζουνε και γίνεται πεντανόστιμος με σκορδαλιά.

Στο τέλος αγοράζει ο χωριάτης ένα κομμάτι παστό μπακαλιάρο, τον κρεμά σε ένα από τα πίσω σκαρβέλια του σομαριού του γαιδάρου, κι αφού έκανε τις υπόλοιπες δουλειές του κίνησε να γυρίσει στο χωριό του, καβάλα στο ζώο του...

Κοντεύοντας να φτάσει και περνώντας από άλλο χωριουδάκι, ένας κούλουκας λυτός που γύριζε στον δρόμο μυρίστηκε το παστό ψάρι και ζυγώνοντας τον γάιδαρο που περπατούσε αργά, θέτει μια στιγμή έναν καμπανό και αρπά στα δόντια του το κομμάτι, που ξεσύρθηκε από το σκαρβέλι και γλακά να φύγει με τη λεία του.

Ο χωριάτης που με το τράνταγμα του καμπανού γύρισε να δει τι συμβαίνει, βλέπει τον κούλουκα ν' απομακρύνεται και πριν χαθεί ολότελα από τα μάτια του, προλαβαίνει και του φωνάζει:

- Που πας μωρέ κακομοίρη, δεν είναι κρέας τουτονά μα μπακαλιάρος και την συνταγή να το φάεις δεν την κατέεις, μα εμένα μου την είπε ο έμπορος στην πόλη!

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Η ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΩΝ (Η ΤΑΙΝΙΑ)...



Ελληνική ταινία του Δήμου Αβδελιώτη από το 1999.

Νήσος Χίος, 1960. Μετά το θάνατο του αγροφύλακα του χωριού και την απροθυμία που παρατηρείται ως προς τη διαδοχή του, το κοινοτικό συμβούλιο προσφέρει ένα πρόσθετο οικονομικό κίνητρο.

Έτσι ο προιστάμενος αγρονόμος Ροδοκανάκης βρίσκει τελικά αντικαταστάτη του αποθανόντος...

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΧΡΥΣΑ ΑΥΓΑ...

Σε ένα χωριό κυκλοφόρησε μια φήμη πώς κάποιος αγρότης είχε μια κότα που γεννούσε χρυσά αυγά...

Έτρεχε λοιπόν ο κόσμος στο χωριό του ιδιοκτήτη της κότας να τη δει, αυτός περήφανος την έβαζε σ'ένα τραπέζι του καφενείου και σε λίγες στιγμές έβγαινε το χρυσό αυγό μπροστά στα κατάπληκτα μάτια όλων.

Έφτασε η είδηση στο νομάρχη, αρχικά δεν το πίστεψε, μετά τον έπεισαν να πάει να δεί. Πήγε και δεν πίστευε στα μάτια του.

Ειδοποίησαν και τον περιφερειάρχη, πήγε κι αυτός στο χωριό, στήθηκε η κότα μπροστά του και να ένα ακόμη χρυσό αυγό...

Τρελάθηκαν όλοι,  ειδοποίησαν το Υπουργείο στην Αθήνα, ήρθε ο υπουργός με μια επιτροπή από 15 τεχνοκράτες και 23 συμβούλους, μελέτησαν την κότα, εξέτασαν τα χρυσά αυγά και εντυπωσιάστηκαν...
Λένε στο αφεντικό της κότας:

- Εδώ μιλάμε για κάτι συγκλονιστικό, θέμα Εθνικής σημασίας, θα πρέπει να μας παραδώσεις την κότα να την πάρουμε στην Αθήνα να την μελετήσουμε...

Με τα πολλά δέχτηκε να την πουλήσει στο κράτος για ένα αστρονομικό ποσό, πήρε λοιπόν η επιτροπή την κότα στην Αθήνα και την παρέδωσε στον "Δημόκριτο" για να την μελετήσουν.

Σε λίγες μέρες παίρνουν έξαλλοι τον αγρότη τηλέφωνο και του λένε:

- Απατεώνα μας γέλασες, από τότε που την φέραμε στην Αθήνα η κότα δεν έχει κάνει ούτε ένα χρυσό αυγό...

Τι να κάνει αυτός, παίρνει το αγροτικό και βούρ για την Αθήνα, όπου πάει στον "Δημόκριτο" και βρίσκει την κότα:

- Βρέ κοτούλα μου της λέει, τι έπαθες; Θες να με εκθέσεις; Γιατί έπαψες να γεννάς χρυσά αυγά;
Και του απαντάει η κότα:

- Σιγά που θα κάτσω να ξεσκίζομαι τώρα που βολεύτηκα στο Δημόσιο!

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΟΠΛΟΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ...


Κάποιοι και μάλιστα αρκετοί εκμεταλευόμενοι την ιστορία και τα έθιμα των παλιών Κρητικών κάνουν του κόσμου τα αίσχη στο όνομα της Κρητικής παράδοσης και λεβεντιάς.

ΠΙστεύω όμως ότι δεν πρέπει να στρογγυλεύομε τα πράγματα. Γιατί συνήθως τα κατηγορητήρια για όπλα συνδυάζονται με ζωοκλοπές, ναρκωτικά και αρχαιοκαπηλεία...Δεν μπορούμε να δεχόμαστε τους οπλοφορούντες χασισοκαλιεργιτές και τους κάθε λογής κακοποιούς η και τους διάφορους φιγουρατζήδες που ξεκουμπουρώνουν στα πανηγύρια και κοινωνικές εκδηλώσεις και τρομοκρατούν τον κόσμο με τους άσκοπους πυροβολισμούς, σαν μέρος της Κρητικής παράδοσης.

Ουδεμία σχέση μεν τα κρητικά έθιμα έχουν οι άσκοποι πυροβολισμοί. Οι πυροβολισμοί στην παράδοση της Κρήτης είχαν πάντα κάποιο
σκοπό.

Για παράδειγμα όταν έφευγε η νύφη από το σπίτι του πατέρα της την αποχαιρετούσαν με κάποιους πυροβολισμούς (κάποιους, όχι πόλεμο) η όταν έπιανε τον χορό η νύφη η οι κουμπάροι, αλλά πάντα είχαν συμβολικό χαρακτήρα και όχι συναγωνισμό ποιός θα ρίξει τις περισσότερες η ποιός θα δείξη ότι έχει το καλύτερο πιστόλι.

Η φανερή και επιδεικτική οπλοφορία ήταν πάντα κατακριτέα στην παλιά Κρήτη. Από την άλλη όμως δεν μπορούμε να βάνουμε στο ίδιο τσουβάλι όποιον έχει ένα όπλο στο σπίτι του η κρυμένο κάπου χωρίς να το επιδεικνύει και κάποια στιγμή, μόνος του η με φίλους του πηγαίνει σε κάποιο βουνό και κάνει σκοποβολή, η το χρησιμοποιήσει πέντε φορές στην ζωή του σε κοινωνικές εκδηλώσεις.

Μια φορά οι άνθρωποι είχαν τα όπλα, τα φύλαγαν καλά και τα χρησιμοποιούσαν στις επαναστάσεις. Δεν τα κουβαλούσαν όπου πήγαιναν, δε βάραγαν στο γάμο του Καραγκιόζη, δε σκότωναν τους συνανθρώπους τους για πλάκα στα γλέντια, δεν τρομοκρατούσαν τους άλλους, δε χαλούσαν τα γλέντια, δεν στήνανε ενέδρα στους "εχθρούς" τους, δεν μέθαγαν πίνοντας κρασί από κούπες του 1 λίτρου κι όποιον πάρει ο Χάρος...

Η οπλοκατοχή έπρεπε να επιτρέπεται, όμως να τιμωρείται με παραδειγματικό τρόπο η κακή χρήση των όπλων και η επιδεικτική οπλοφορία. Δεν πιστεύω ότι είναι επικίνδυνα τα όπλα αλλά ο λάθος τρόπος σκέψης του κάθε ανθρώπου και ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει επικίνδυνος με το αυτοκίνητο, με τσεκούρι, με μαχαίρι και με χιλιάδες άλλους τρόπους, αλλά και με τα κυνηγετικά όπλα που επιτρέπονται από το νόμο.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η αγάπη των Κρητικών για τα όπλα και η γνώση και εξεικοίωση τους με αυτά προκαλούσε και προκαλεί τρόμο στους εχθρούς της Κρήτης και του Ελληνισμού. Γιαυτό με κάθε τρόπο επιζητούν να την αφοπλίσουν πάλι...

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ...


Αδέρφια ήταν ο Γιάννης και ο Γιώργης, μα ενώ ο πρώτος είχε παντρευτεί νωρίς ο άλλος ζούσε μοναχός του ακόμη κι όταν πέρασε τα 45 του χρόνια.

Συχνά μιλούσανε για αυτό τα δυο αδέρφια τα τελευταία χρόνια, που σχεδόν πάντα κατέληγε σ' ένα μικροτσακωμό για το ποιός στάθηκε πιο τυχερός στη ζωή του.

Θύμιζε ο Γιώργης στον Γιάννη πως είχε γνωρίσει την γυναίκα του πριν χρόνια, όταν μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό όπου υπηρέτησε μόνο για ένα χρόνο καθότι πρώτο παιδί της πολύτεκνης οικογένειας του και την έβγαλε καθαρά και ξεκούραστα σαν οδηγός του στρατηγού διοικητή του ΠΒΚ, ενώ ο άλλος υπηρέτησε λοκατζής στην Σάμο πριν επιλεγεί τσολιάς για την προεδρική φρουρά, όπου έγραψε αμέτρητες ώρες σε σκοπιές στο μέγαρο της Ηρώδου Αττικού κι εκπαίδευση όση γλίτωσε ο άλλος...

Μόλις απολυμένος ο Γιάννης κι έψαχνε για δουλειά, όταν του πρότειναν να βάψει τα κάγκελα στο γυμνάσιο του Βάμου, να κάνει καμπόσα μεροκάματα που είχε ανάγκη. Τρείς βδομάδες του πήρε να τα τρίψει και να τα βάψει, περίοδο που τη περνούσε καθημερινά στην αυλή του σχολείου.

Όπου γρήγορα έγινε το επίκεντρο της προσοχής των κοριτσιών, καθότι παιδί ψηλό και λεπτό με χυτό κορμί στα 22 του, ίδιος ο Τραβόλτα τότε που έκανε επιτυχία το "Greeze", ίδιο το κούρεμα και τα στενό πατελόνι που ήρθε τότε στη μόδα μετά τις καμπάνες του '70. Και με την κίτρινη Yamaha 125 που αγοράσανε μαζί με τον αδερφό του, θα έσκιζε στις κατακτήσεις αν δεν ήταν ντροπιάρης να τις κοιτά από απόσταση και να μην ξέρει να μιλήσει γρι...

Ευτυχώς για αυτόν στό ίδιο σχολείο πήγαινε τότε και η ξαδέρφη του η Νεκταρία που δεν γνώριζε ντροπές και ταμπού, που του πήγε εκεί στα κάγκελα που έβαφε και του σύστησε την Στέλλα, που της είχε εκφράσει την επιθυμία να γνωρίσει το λεπτό αγόρι.


Έτσι βρέθηκε παρέα με την 15χρονη ξανθιά Στέλλα, που μέχρι τα 16 της την πήρε στο σπίτι του, από όπου εκείνη δεν έφυγε ποτέ. Ξετρελλάθηκε δε ακόμη περισσότερο με τον καλό της, όταν είδε ιδίοις όμμασι πως στο κατώι του σπιτιού τους τα αδέρφια λειτουργούσαν παράνομα τότε ερασιτεχνικό ραδιοφωνικό σταθμό, από όπου μπορούσε να κάνει και να δέχεται άπειρες αφιερώσεις από σαχλοτράγουδα που άκουγαν κατά κόρον οι νεολαίοι της εποχής...

Τι άλλο να θέλει μια χωριατοπούλα με πατέρα φτωχό και μισερό από ψάρεμα με δυναμίτη, που έμεναν σε τόπο άφορο με χαράκια και κακούς ανθρώπους και για να ζήσουν μάζευε τα μανουσάκια από τους αγρούς και τα πουλούσε τα βράδια στους μεθύστακες που γλεντούσανε στον "Κονταρο" και τον "Έσπερο". Παντρεύτηκαν χωρίς να ξέρει να μαγειρεύει καν και με προίκα που αυτοί της κάνανε σιγά - σιγά, έτσι πρόλαβε ο Γιάννης να γαμήσει μπουμπούκι όταν άνθιζε...

Γιατί η ανθοφορία δεν κράτησε και πολλά χρόνια όπως σε άλλες γυναίκες (Madonna, Halle Berry), αυτή εδώ με το που πέρασε τα 21 άρχισε να σπα, καθότι στο χωριό της τα καρακατσουλιά δεν ξέρανε ούτε από διατροφή, ούτε από άσκηση και τα φτηνιάρικα καλλυντικά της λαϊκής που χρησιμοποιούσε δεν είχανε καμμιά επίδραση στην φρεσκάδα και το τσίτωμα. Κάτι το κάπνισμα που έμαθε στο σπίτι του γαμπρού, κάτι το μοναδικό κοπέλι που αξιωθήκανε να κάνουνε από νωρίς, τους ήρθε καπάκι, με αποτέλεσμα όταν περνούσε τα 25 να έχει ζαρώσει τόσο που να μοιάζει με θειά του...


Σήμερα ο Γιάννης δεν έχει μεγάλη διαφορά από όταν ήταν 25άρης, μόνο γκρίζα μαλλιά και κάποια κιλά παραπάνω που τα κρύβει το μαύρο ποκάμισο όπως και το πιστόλι από κάτω στα πανηγύρια, μα κείνη ότι και να βάλει θέλει και μια μάσκα να κρύβει το ζαρωμένο πρόσωπο που έχει σπάσει κι έχει κρεμάσει για τα καλά, ζηλεύει κιόλας του αλλουνού και βγάνει του και γλώσσα σε κάθε ευκαιρία...

Αυτά βλέπει ο Γιώργης αφού ποτέ δεν χωρίσανε σαν οικογένεια και δεν θέλει να παντρευτεί νωρίς, μιας και δεν του κάνανε ποτέ προξενιό αυτουνού αν και το ίδιο καλός με τον αδερφό του στα νιάτα τους.

Μα στο μηχανουργείο που περνά τη ζωή του αυτός μετά την θητεία του, ποιά γυναίκα μπαίνει στα μηχανήματα και τα παλιοσίδερα, να πεις να την γνωρίσει μόνος του εν ώρα δουλειάς, ή εν ώρα ξεδώματος στα επαρχιακά κέντρα που μεθοκοπούνε με την χαμένη παρέα του για παρηγοριά, βλέποντας από απόσταση ασφαλείας φτηνούς αλλοδαπούς κώλους που έρχονται και φεύγουνε...

Αν υπάρχει μια γυναίκα επιτυχημένη που έχει κάνει κάτι στη ζωή της, βγάζει λεφτά κι επιθυμεί έναν γάμο, δεν πάει να πλύνει τα σώβρακα και τις κάλτσες του αλλουνού με τις μουτζούρες, όπως η μάνα του κάνει χρόνια τώρα...

Κι έχει πολλές τέτοιες το χωριό του, καθότι τόπος προνομιακής δράσης του Αι - Μαλακογιάννη του προστάτη των ρουσφετολόγων από όπου ουκ ολίγες έχουνε βολευτεί στην Αθήνα και όταν έρχονται φέρνουν και γαμπρούς πρωτευουσιάνους, τον πρώην τσολιά θα κοιτάζουν ακόμη; Ας τους την έπεφτε τότε που ήταν κούκλος, τώρα σαν την άδικη κατάρα που περιφέρεται, τι θέλει τι γυρεύει...

Του λένε όσοι τον αγαπούνε να πάρει μια από την άκρη όπου τη βρει πρόθυμη για γάμο, να "νοικοκυρευτεί" κι αυτός πριν περάσει τα 50 και γεράσει μοναχός, μα όλες το ίδιο έχουνε και στην ίδια θέση, ε, μα δεν φτάνει μόνο αυτό στην ολοκληρωμένη γυναίκα για να κάνει τη διαφορά που προσφέρει ποιότητα και διάρκεια σε μια σχέση, ακόμη και ο Γιώργης ο αγράμματος το ξέρει!

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ ΣΧΟΛΕΙΩΝ...

Mε αφορμή το θέμα των συγχωνεύσεων - καταργήσεων σχολικών μονάδων και τη χρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, πλήθος αντιδράσεων έχει ξεσπάσει σε πολλές περιοχές της χώρας.

Από μαθητές, γονείς και φορείς που δεν συμφωνούν με τις επίσημες αποφάσεις. Ορισμένοι δήμαρχοι, γονείς και εκπαιδευτικοί αποφασίζουν να διακόπτουν τα μαθήματα των σχολείων για να βγάλουν τα παιδιά στους δρόμους.

Η εκπαίδευση είναι ένα "χωράφι" που η συγκομιδή των καρπών του γίνεται πολλά χρόνια μετά τη σπορά. Πάντα όμως ό,τι σπέρνεις, θερίζεις.

Μόνο που όταν η συγκομιδή βγει σκάρτη και άχρηστη, δεν έχεις και πολλά περιθώρια να επανορθώσεις, αφού πάλι θα χρειαστούν χρόνια. Εδώ και καιρό έχουμε μπει στην "αγρανάπαυση" στον τομέα της εκπαίδευσης και όλα δείχνουν ότι εσκεμμένα από τους υπευθύνους της, θα καταντήσει σύντομα το χωράφι χέρσο και άγονο.

Ο νόμος ορίζει ότι η εννεάχρονη εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων είναι υποχρεωτική. Πώς τώρα αναγκάζουν με τις συγχωνεύσεις τους γονείς να μη στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, με αύξηση της μαθητικής διαρροής από τα σχολεία που θα κλείσουν και που οι μαθητές τους θα πρέπει να ταξιδέψουν 10 και 20 χιλιόμετρα να πάνε στο πλησιέστερο σχολείογιατί εκεί θα φτάσουμε.

Αφού θα είναι πολύ δύσκολο να μετακινούνται οι σημερινοί καλομαθημένοι μαθητές από το ένα χωριό στο άλλο (πριν χρόνια το κάνανε με τα πόδια από και προς τα χωριά), κάτω από άσχημες πολλές φορές καιρικές συνθήκες αλλά και με τόσους κινδύνους που απειλούν τα σημερινά άβουλα παιδιά. Βλέπετε δεν διαθέτουν όλοι οι Έλληνες οικιακές βοηθούς, για να πηγαίνουν και να φέρνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Χώρια η σπατάλη του χρόνου στις διαδρομές και άλλα πολλά.

Αντί να πηγαίνουμε μπροστά πάμε προς τα πίσω, στα χρόνια τότε που τα παιδιά έφευγαν στα δώδεκα χρόνια τους από το σπίτι για να νοικιάσουν σπίτι στην πόλη που διάθετε Γυμνάσιο για να φοιτήσουν. Κι έστελνε ο πατέρας και η μάνα την τσάντα με τα φαγώσιμα με την τρίκυκλη μηχανή "εκτελούνται μεταφοραί" κάθε βδομάδα και γύριζε πίσω τ' άπλυτα ρούχα τους...

Φαίνεται όμως ότι γενικά όχι μόνο υπάρχει μια τάση αφελληνισμού των Ελληνοπαίδων μέσα στα εκπαιδευτικά προγράμματα, άλλά επιχειρείται και η μη παροχή παιδείας σ' αυτά.

Οι εκπαιδευτικοί δεν πρόκειται να πετύχουν τίποτα πάλι με τις "κινητοποιήσεις" και τις συνδικαλιστικές κραυγές τους. αφού προτάσσουν τους συναδέλφους που θα μείνουν χωρίς δουλειά (κι ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο για επιβίωση οι "επιστήμονες").

Ως και οι δήμαρχοι που αντέδρασαν έντονα, με τοπικιστικά όμως κριτήρια και μόνο για την έδρα του εναπομείναντος σχολείου, είναι γνωστό από προηγούμενες αντιδράσεις του σε άλλα θέματα τι θα καταφέρουν να κερδίσουν στο τέλος, το αριστερό, το δεξί ή το μακρύ...

Με αυτά και με αυτά τα παιδιά των αυτόχθονων ιθαγενών θα ασχολούνται τώρα οι επικεφαλείς του υπουργείου, που έχουν φροντίσει για άλλη εκπαίδευση των δικών τους παιδιών στα κολέγια και το εξωτερικό;

Εναν απαίδευτο λαό μπορούν ευκολότερα να τον έχουν του χεριού τους και να τον κάνουν ό,τι θέλουν...

Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ ( Η ΤΑΙΝΙΑ)...


Hθογραφική ταινία του Ντίμη Δαδήρα από το 1965.

Οι κάτοικοι ενός χωριού έχουν έθιμο να κλέβουν ο ένας τον άλλο. Ο παπάς και ο αστυνόμος της περιοχής προσπαθούν μάταια να τους σταματήσουν.

Ακόμα κι όταν πείθονται ότι είναι αμαρτία να κλέβουν ο ένας τον άλλο, οι χωρικοί αποφασίζουν να κλέψουν το διπλανό χωριό...


Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ...

Επανερχόμαστε σε προηγούμενες δεκαετίες.

Οι δείκτες της ιστορίας πάνε πίσω, αφού μισθοί και συντάξεις σήμερα με τις άγριες περικοπές δεν επαρκούν. Καλές είναι λοιπόν, και οι δουλειές "αλλού", εδώ γύρω στα χωράφια που οι ίδιοι είχαν παρατήσει τα προηγούμενα χρόνια.

Ντόπιοι είναι πια οι περισσότεροι εργάτες της γης, με έδρα όμως τις πόλεις που ζούσαν ως τώρα. Καλλιεργούν οι ίδιοι ότι θέλουν να τρώνε σε μικρές ποσότητες, μερικοί μάλιστα εμπορεύονται τα περισσεύματα της συγκομιδής τους σε γνωστούς και φίλους, αν και όχι "κατά κύριο επάγγελμα αγρότες". Μοιράζουν τον χρόνο τους σε δουλειά (αν έχουν ακόμη) και αγροτικά.

Η επιστροφή λοιπόν στα πατρώα εδάφη, στη μάνα γη, είναι καθημερινό φαινόμενο και στο νομό μας όπως διαπίστωσα σε πρόσφατη εξόρμηση στην ύπαιθρο.
Υπάλληλοι και συνταξιούχοι ξαναθυμούνται τα χωράφια τους. Επίσης οι ίδιοι οι επαγγελματίες αγρότες που μέχρι τώρα έβαζαν αλλοδαπούς να κάνουν την ελαιοσυλλογή ή το μάζεμα των πορτοκαλιών επιστρέφουν στο μεροκάματο.

Αποφάσισαν να κάνουν πράξη το λεχθέν υπό (σοφού) μαντιναδολόγου:

Όποιος στην κρίση πού 'χουμε
δεν θέλει να πεινάσει,
τα χωράφια των προγόνων του
ας πάει να ξερημάσει...

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΗΨΟΥΛΑ...

Στα παγκάκια σε κεντρική πλατεία - πέρασμα της πόλης καθότανε ο Βασίλης, μαζί με μερικούς γέρους που αράζανε εκεί καθημερινά για ώρες, πρωί κι απόγευμα...

Σε μια στιγμή περνά μια ωραία νέα κοπέλα, που φάνηκε γνωστή του Βασίλη, πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο αντιλήφτηκε πως ήταν η ανηψιά του από το χωριό που δεν βλεπότανε δα και τόσο συχνά...

Η κοπέλα φτάνοντας στα παγκάκια χαιρέτησε και μίλησε με τους γέρους, μα δεν έβγαλε μιλιά στον θείο της που πρέπει να τον γνώρισε κι αυτή...

- Ποια είναι αυτή η όμορφη που την ξέρετε όλοι; ρώτησε τους άλλους όταν απομακρύνθηκε η κοπέλα.

- Καλά, εσύ δεν κάθεσαι συχνά εδώ και δεν ξέρεις...Μεγάλη πουτάνα η μικρή, κάνει βίζιτες με διαλεγμένους γενναιόδωρους κι εχέμυθους πελάτες κάποιας ηλικίας και οικονομικής κατάστασης...

- Έτσι, έ; και την έχετε πάρει όλοι και σας γνωρίζει καλά, έ...

- Όποτε μπορούμε τη βοηθάμε οικονομικά, μα παίρνει αρκετά. Εμένα που είμαι συνταξιούχος του ΟΓΑ μου φεύγει η μισή σύνταξη στο τάκα - τάκα. Άμα όμως έχεις λεφτά θέλει περισσότερα, να ο απατεώνας που έχει το μαγαζί με τα καλλυντικά εκεί πίσω και βγάνει 10.000 ευρώ τη μέρα, δίνει ως και 500 ευρώ να τη πάρει για ένα βράδυ...

Τι άκουγε ο Βασίλης εκεί που κάθισε λιγάκι να ξαποστάσει στην πλατεία ένα σούρουπο. Η μικρή κι όμορφη ανηψούλα του πασίγνωστη πουτάνα και να τη ξέρουν όλοι με λεπτομέρειες κι αυτός και οι δικοί της νόμιζαν πως δούλευε υπάλληλος στο μαγαζί με τα καλλυντικά.

Δούλευε δηλαδή εκεί μερικά χρόνια τώρα, μα μέσα στα αρώματα, τις βαφές μαλλιών και τα λοιπά αξεσουάρ μόδας, είδε πως μπορούσε να κάνει και να κερδίζει περισσότερα κι έτσι άρχισε με τους γέρους που την κοίταζαν λαίμαργα όταν καθάριζε τα τζάμια έξω...

Αποδείχτηκαν πρόθυμοι να πληρώσουν κάτι για να έχουν το κάτι παραπάνω που λιγουρεύονταν, δεν είχε και τίποτα να χάσει με γέρους που τέλειωναν αμέσως με λίγο τρίψιμο, κανείς δεν ξέρει με πόσους το έκανε και για πόσα, μα απόκτησε λίαν συντόμως ένα κουκλίστικο ολοκαίνουριο αμάξι να πηγαινοέρχεται στον Βατόλακο αντί να κυνηγά τα λεωφορεία ή ν' αγγαρεύει τον πατέρα της να την φέρνει στη δουλειά όπως παλαιότερα.

Που νόμιζε ο αφελής πως η κόρη του, απόφοιτος ΤΕΕ αισθητικής έπαιρνε τόσο καλό μισθό και φρόντιζε την αδελφή της που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη και τον αδελφό της που ήταν στρατιώτης τώρα και μερικούς μήνες...

Ενώ αυτός έβλεπε τα πορτοκάλια του στα δέντρα να σαπίζουνε απούλητα και το λάδι του να μην έχει αξία, αυτή πλούτιζε κάνοντας μερικά ραντεβού εδώ κι εκεί...

Και η μάνα της που καθάριζε καμπινέδες σε ένα ξενοδοχείο κι έστρωνε τα κρεβάτια για να κερδίσει ένα μεροκάματο με ιδρώτα, όπως της έμαθαν οι δικοί της από το σπίτι της κι έλιωσε μια ζωή στη βιοπάλη, πότε στη δουλειά και πότε στα χωράφια μα λεφτά δεν χόρτασε...

Δεν θα τους έλεγε τίποτα ο Βασίλης, θα τους άφηνε στον κόσμο τους αμέριμνους, μα θα επωφελούνταν με την ανηψούλα του. Εδώ την χρησιμοποιούσαν όλοι οι πορνόγεροι της πόλης που τη σύστηναν μεταξύ τους να τους την τρίβει για λίγα λεπτά και αυτός δεν έπαιρνε χαμπάρι...

Που εδώ που τα λέμε ήταν και νέα, μόλις πέρασε τα 21 και όμορφη με τις μπούκλες της τις ξανθές και πονηρή να κρατήσει ένα μυστικό μεταξύ τους...

Καλύτερα να πάρει εκείνη τα λεφτά να μείνουν στην οικογένεια, παρά κάποιες αραπίνες που γούσταρε επίσης, εκείνη η Βουλγάρα που περνούσε από την ίδια πλατεία τα βράδια, η Βίκυ από το outlet που ψοφά για λεφτά και λούσα, η Στέλλα στο μπιστρώ που γονατίζουν μπροστά της εκλεγμένοι αυτοδιοικητικοί σύμβουλοι και χειροφιλούν μπροστά σε όλους για την εύνοια της, η μικρή τσιγγάνα που του πρότεινε να πάνε κάπου ήσυχα μαζί, ή η μικροσκοπική Φιλιππινέζα που καθάριζε το σπίτι του μια φορά την εβδομάδα, υπήρχαν πολλές και διάφορες που έκαναν το ίδιο για κάποια φράγκα παραπάνω σε καιρό φτώχειας...

Που είχανε ότι ακριβώς και η Τζούλια, μα δεν είχαν την τύχη της να ζητούν και να λαμβάνουν χιλιάρικα για να πηδιούνται με εφοπλιστές ή σκατάδες γιούς άχρηστων πολιτικάντηδων...

Τι είχαν να ντραπούν άλλωστε, τι θα πουν στο χωριό μερικοί αγαμίες κατσικοκλέφτες, ή οι γράδες τα λαδικά που πλέκουν μαζεμένες στο σκιανιό και παρακολουθούν τα πάντα τριγύρω τους, αποκαλώντας "πουτάνα" όποια τύχαινε να δούν έξω μετά τις 10.00μμ και η μόνη τους ερωτική ζωή ήταν όταν γαστρώθηκαν για να τεκνοποιήσουν, ίδια όπως τα ζωντόβολα.

Τι να τους λογαριάζουν όλους αυτούς/ες τους ξοφλημένους και να μην επωφεληθεί τώρα που η ανηψούλα ήταν νέα, όμορφη κι επιθυμητή, αργότερα όταν μεγάλωνε και σαβούρευε κάποιος μαλακομπακούρης και "καλό παιδί" θα βρισκόταν να τη ζητούσε σε γάμο κανονικά και θα της κουβαλούσε τα πάντα στο σπιτικό που θα της έφτιαχνε, ακόμη και ξοφλημένες πουτάνες από παλαιά μπουρδέλα παντρεύτηκαν και νοικοκυρεύτηκαν με ανέραστους που δεν θα έβαζαν αλλιώς γυναίκα στο κρεββάτι τους, η δική τους θα απόμενε ρέστη;

Τώρα όμως είναι διαθέσιμη στον καθένα σε προσιτή τιμή κι όποιος προλάβει την έχει.
Έτσι έγινε και περάσανε κάποιες στιγμές μαζί θείος κι ανηψούλα. Δεν είπανε ποτέ ούτε πως ούτε γιατί συνέβηκε...

Ούτε θα βρεθεί κανείς να επιβεβαιώσει αν του τραγουδούσε στο αυτί εκείνο το:

Κάνε θείε τη δουλειά σου
μα εγώ θάμαι πάλι ανηψιά σου

σαν προκαταρκτικό!

Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΖΩΑ...

Ή αλλιώς όταν παιδιά από την Γερμανία που ζούνε σε διαμέρισμα που δεν επιτρέπονται από τον κανονισμό κάθε είδους ζώα, βρεθούνε σε Κρητικό χωριό όπου τα ζώα είναι μέλη της οικογένειας...

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Ο ΑΣΤΡΑΠΟΓΙΑΝΝΟΣ (Η ΤΑΙΝΙΑ)...


Ελληνική περιπέτεια του Νίκου Τζήμα από το 1970.

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους ο Αστραπόγιαννος γυρίζει στο χωριό του. Το όνομα του έχει γίνει θρύλος και τα κατορθώματά του τραγούδια.

Η κατάσταση που αντικρύζει τον γεμίζει πίκρα. Ο τσιφλικάς του χωριού έχει αντικαταστήσει τον Τούρκο Αγά και τυραννεί τους χωριανούς.

Μια άγρια σύγκρουση ξεσπά μεταξύ των τσιφλικάδων και του Αστραπόγιαννου...



Και σε πλήρη οθόνη:

http://video.google.com/googleplayer.swf?docid=-4765103935335089872&hl=el&fs=true

Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΑΛΛΟΤΙΝΑ ΣΠΙΤΙΑ...


Σε κάποιο χωριό στέκεται όρθιο ένα παλιό αρχοντικό, που τώρα είναι μισοερειπωμένο μα πριν χρόνια πολλά ήταν κατάμεστο από τ' αγαθά της ντόπιας γης. Αν το συναντήσετε σε μια βόλτα, θα θαυμάσετε την αρχιτεκτονική, την εργατικότητα, αλλά και την τέχνη της οικονομίας και της επάρκειας των ανθρώπων της εποχής εκείνης που το κατοικούσαν.

Μιλάμε γι' ανθρώπους που πέρασαν σκληρούς πολέμους και αγωνίστηκαν υπεράνθρωπα να σωθούν, εργάστηκαν εντατικά να ζήσουν και να δημιουργήσουν. Τ' όνειρό τους ήταν η μεγάλη οικογένεια. Γιατί τα πολλά παιδιά όπως έλεγαν, είναι ευτυχία. έτσι η μικρότερη οικογένεια είχε συνήθως 4 παιδιά και η πιο μεγάλη έφτανε και τα 12.

Ενας καταπράσινος κήπος με πολλά οπωροφόρα και άλλα δέντρα το αγκαλιάζει από την Ανατολή και όσο το αφήνει κατηφορίζει σε ένα άλλο μακρόστενο κήπο πολύ μεγάλο, που συνορεύει από Βορρά.

Από ένα μικρό καναλάκι σε μια μεγάλη αυλή κυκλική και ανώμαλη, περιτριγυρισμένη με απλό τοίχο 2,50 μ. ύψος. Ενα πέτρινο πεζούλι, κάτω από την κρεβατίνα ήταν "ο καναπές" των γερόντων. Το σπίτι είναι ισόγειο, αλλά πολύ μεγάλο "Δυο κατοικιές σπίθια", όπως έλεγαν τότε και το αχυρόσπιτο. Το ένα δίπλα στο άλλο. Ετσι έπρεπε γιατί ήταν μεγάλη οικογένεια 9 παιδιά, 6 κορίτσια και 3 αγόρια, το ζευγάρι και 2 από τους γονείς τους. Ολες οι πόρτες είναι σπαστές, καμαρωτές, βλέπουν στην αυλή και δέχονται το φως της Ανατολής. Δεξιά της πρώτης εισόδου,έξω, πάνω στον τοίχο σε μια εσοχή σαν ντουλαπάκι είναι ο μπακιρένιος μαστραπάς και μια πλάκα σπιτίσιο σαπούνι για να πλένονται οι κάτοικοι πριν μπούν μέσα στο σπίτι. Η είσοδος οδηγεί σε ένα μονόχωρο πολύ μεγάλο δωμάτιο.

Μαυρισμένα από το χρόνο δοκάρια με λίγους ξύλινους γάτζους, για τα σφάγια, κρατούν το λεπιδένιο σώμα. Αριστερά της εισόδου είναι το μαγεριό που το χωρίζει μια μικρή καμάρα από το μεγάλο δωμάτιο. Πάνω από την καμάρα η ψωμοσανίδα (ράφι) κρατά ζυμωτά στρογγυλά ψωμιά και μερικά ξερά τυράκια.

Δεξιά και αριστερά του μαγεριού είναι δύο πέτρινα πεζούλια στρωμένα με πολύχρωμες κουρελούδες. Απέναντι ο φούρνος κι από κάτω η παρασιά στη γωνίτσα, η φυσηχτήρα και η μασά για τα κάρβουνα. Δεξιά του φούρνου ψηλά είναι η ξύλινη πιατοθήκη, ντυμένη με ραφόκολλες ψαλιδισμένες σε όμορφες μαργαρίτες. Πάνω από τ' αριστερό πεζούλι ένα ράφι κρατά μερικά κουτιά με αρρωματικά βότανα για το στιφάδο του λαγού. Ενα μικρό διαδρομάκι μεταξύ του φούρνου και του εξωτερικού τοίχου διευκολύνει τη νοικοκυρά να πάρει το μπουκάλι το λάδι, το ξύδι, το αλάτι που βρίσκονται σε στρογγυλές τρύπες πάνω στο μεσότοιχο.

Δεξιά της κυρίας εισόδου ένα μικρό πέτρινο ντουλάπι, ο σταμνοστάτης κρατά την πήλινη στάμνα με στερνίσιο νερό, σκεπασμένη με το σταμναγκάθι. Δίπλα μια ξύλινη σκάλα με λίγα πλατιά σκαλοπάτια οδηγεί σ' ένα μεγάλο σοφά κλεισμένο με ξύλινα κάγκελα, ο οποίος φωτίζεται από 2 μικρά παράθυρα. Εκεί είναι η κρεβατοκάμαρα των κοριτσιών. Σιδερένια κρεβάτια ντυμμένα με κρεβατόγυρους τ' αργαλειού και χειροκέντητα μαξιλάρια. Και δύο ξύλινες κασέλες που βάζουν τα προικιά τους. Στα κάγκελα απλώνουν και πλουμιστές πατανίες τα κορίτσια.

Ακριβώς απέναντι δίπλα από το μαγεριό, είναι ο δεύτερος σοφάς και από κάτω το πατητήρι που χρησιμοποιείται μιά φορά το χρόνο για το πάτημα των σταφυλιών και όλο το άλλο διάστημα σαν αποθηκούλα, με τα απαραίτητα για το μαγείρεμα και για κέρασμα. Τσικουδιά, μέλι, καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, ξερή μουσταλευριά, παξιμάδια, ελιές, τουρσιά, λαδοτύρι, λουκάνικα, σύγκλινα, ξυνόχοντρο, πετιμέζι, ντοματάδα, όλα φτιαγμένα από τα χέρια τους. Στο τέλος του μεγάλου δωματίου δυτικά είναι ακουμπισμένος στον τοίχο ένας μεγάλος κυπαρισσένιος καναπές ντυμένος με δεξίματο καναμπελίκι και κεντημένες μαξιλάρες που μιλούν για όλη την τέχνη τ' αργαλειού.

Πάνω από τον καναπέ ένα μεγάλο πέτρινο ντουλάπι ανοιχτό κρατά στα ράφια του πολλά βάζα με διάφορα γλυκά του κουταλιού. Σταφύλι, κυδώνι, κίτρο, μελιτζανάκι, καρυδάκι, σύκο κ.α. Δεξιά του καναπέ μια πέτρινη σκάλα με 5 - 6 σκαλοπάτια οδηγεί στο υπόγειο. Ενας ολόδροσος χώρος με ένα μικρό παραθυράκι ασφαλισμένο με σιδερόβεργες. Εδώ επί Τουρκοκρατίας εφύλαγαν τα μεγάλα ζώα για να μη τους τα κλέψουν. Αργότερα έγινε αποθήκη για το λάδι, το κρασί. Εκεί κρατούν και τα διάφορα σπορικά για τη νέα σπορά. Στάρι, κριθάρι, ρόβι, λινάρι, όσπρια, σισάμι και σκούπα κ.λπ.

Ακριβώς την ίδια διαρρύθμηση, χωρίς το υπόγειο, έχει και το πάνω σπίτι. Στον πρώτο σοφά δεξιά της εισόδου είναι τοποθετημένος ο αργαλειός και τα απαραίτητα γι' αυτόν. Ο λυχνοστάτης, ένα στρογγυλό κλειστό δοχείο με λάδι, με τρία γλωσσίδια που βγαίνουν τρία φιτίλια και ανάβουν μαζί για να φωτίζει καλά όταν υφαίνουν κεντήματα με λεπτές κλωστές. Δίπλα στέκεται η ανέμη στερεωμένη σε πέτρα. Στον τοίχο κρέμεται ο άρδαχτος, το τυλιγάδι, η ρόκα και μια μεγάλη ζαβιδάτη τσάντα με μασούρια και σαΐτες. Στον ίδιο χώρο είναι σακιά με πολύχρωμα φάδια, κουκούλια από μετάξι και μπάλες ξασμένο λινάρι για ντορμπάδες. Στον άλλο σοφά είναι ένα διπλό κρεβάτι και κρεμαστές καλαμωτές για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα.

Σε κάποια γωνία του σπιτιού στέκεται η ζυμόσκαφη, η πινακοτή, το πάνιστρο, ο συντρίφτης και το φουρνόφτιαρο. "Ολα είναι χρειγιαζούμενα" όπως έλεγε η γιαγιά. Και το καλάθι και το κοφίνι και τα σχοινιά. Αυτό το σπίτι είναι γεμάτο από όλα τ' αγαθά της γης, από το ταβάνι ως το πάτωμα. Ερχεται βαρύς χειμώνας, χιόνια και δεν πρέπει να λείπει τίποτα. Γι' αυτό και τα δοκάρια είναι γεμάτα από κρεμανταλιές. Ξερές μπάμιες, αγκινάρες, κρεμαστοντομάτες, ρόδια, κυδώνια, δέματα από τσάγια του βουνού, ρίγανη και πλεξάνες από κρεμμύδια και σκόρδα.

Όσο για το πάτωμα δεν μπορείς να κάνεις βήμα, από τα γεμάτα σακιά. Δαφνόφυλλα που μάζευαν οι κοπελιές και τα πουλούσαν για το χαρτζιλίκι τους. Γεμάτος σακιά από όλα τα όσπρια και σταφίδες, καρύδια, αμύγδαλα, πατάτες και χαρούπια άφθονα. Γύρω - γύρω στον τοίχο στέκονται μεγάλα πιθάρια με φρέσκο κρασί (μούστο) γιατί εδώ θα καθαρίσει για να μεταφερθεί στα βαρέλια. μέσα σ' αυτό τον χώρο πνίγεται η αναπνοή μου από τη σύνθεση των αρ ωμάτων.Τούτο το μεσαίο πιθάρι προορίζεται για ρετσίνα, έχει ξεχειλίσει με το βράσιμο και μυρίζει την αναπνοή του δάσους. Ετσι με γεμάτο το σπίτι υποδέχονταν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης το χειμώνα και όχι μόνο, αλλά και τις δύσκολες καταστάσεις.Ακόμα και στα ζώα φρόντιζαν να μη λείψει τίποτα τις μέρες του χιονιά.

Δούλευαν με όρεξη όλοι, μικροί και μεγάλοι. Ο,τι χρειάζεται ένα νοικοκυριό περνούσε από τα χέρια τους. Και το ντύσιμο των ανδρών, των γυναικών, και των παιδιών. Από βελόνα ως κλωστή. Όλοι βρισκόταν σε κίνηση.

Χαρούμενοι, γελαστοί, με τ' αστεία τους και τα τραγούδια τους, με τα πανηγύρια τους και τις συντροφιές τους και τα κατάφερναν και με τα περιορισμένα μέσα της εποχής, γιατί αγαπούσαν τη γη, τη φύση, το περιβάλλον, και έβλεπες τους γέρους με τα γόνατα να ξελακκίζουν τ' αμπέλια και τους πιο νέους να κρατούν στην τσέπη τους τα μπόλια, για να κάνουν το άγριο ήμερο και αποδοτικό.

Δεν υπήρχαν ρημαγμένα χωράφια, καμένα δέντρα, ούτε γκρεμισμένα σπίτια, δεν πουλούσαν, αγόραζαν και δημιουργούσαν, γι' αυτό τα βρήκαμε και εμείς...

Κλείνω με μια μαντινάδα που άκουσα εκεί στο χωριό σχετικά με τα τωρινά χωράφια και την σύγχρονη εποχή:

Όποιος στην κρίση που έχουμε
δεν θέλει να πεινάσει
τα χωράφια των προγόνων ντου
ας πάει να ξερημάσσει.

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΙΑΤΙΚΕΣ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΚΑΙ ΗΧΟΙ...

Η μυρωδιά του φρεσκοσβησμένου ασβέστη που αρχή της μεγαλοβδομάδας, Δευτέρα πρωί η μάνα ασβέστωνε μέσα έξω το παλιό μας σπίτι, αφού μάζευε τα πράγματα σε μπόγους και ντάνες έξω στην απλόχωρη αυλή. Μυρωδιά που μεταφερόταν μέσα, έντονη το πρώτο βράδυ αναδυόμενη από τους νωπούς ακόμη τοίχους.

Δυο μέρες κρατούσε το άσπρισμα, αρχίζοντας απέξω και τελειώνοντας μετά από τα τέσσερα μεγάλα δωμάτια πάντα στην κουζίνα, Τρίτη βράδυ πια που η μάνα ξεσκόνιζε τα κάδρα πριν τα κρεμάσει ξανά στους στεγνούς άσπρους τοίχους, κοιτώντας για μια στιγμή την διήμερη δουλειά της ικανοποιημένη...

Για λίγο μόνο, γιατί έπρεπε να ετοιμάσει το μυρωδάτο μείγμα αποβραδίς ν' αναπιάσει, γιατί θα ξημέρωνε Τετάρτη, η μέρα που παραδοσιακά ζύμωνε τις λαμπριάτικες κουλούρες. Πολλές τέτοιες, να χορτάσει η οικογένεια και κάποιοι συγγενείς που μην ξέροντας να ζυμώνουν, αρκούνταν σ' εκείνο το εγκάρδιο "γειά στα χέρια σου" όταν έπαιρναν από το σπίτι την καλά φυλαγμένη δική τους...

Καλά φυλαγμένες ήταν και οι υπόλοιπες, μέχρι το βράδυ της Ανάστασης που θα κόβονταν και θα τρώγονταν. Εκτός από μια, πρόχειρη μικρή κουλούρα, που θυσιάζονταν για τα παιδιά φρεσκοψημένη, για "να μην λιγοψιχούνε Τετάρτη - Πέμπτη (Παρασκευή απαγορευόταν αυστηρά κάθε κατανάλωση πασχαλινού)". Οι μυρωδιές του κόλιαντρου και της χιώτικης μαστίχας όμως απλωνόταν σε όλα τα δωμάτια από κείνο το ψηλό τραπέζι που αναπαυόταν οι σπιτικές κουλούρες, προκαλώντας μικρούς πειρασμούς και προσμονή μέχρι να έρθει η ώρα τους.

Στις οποίες σύντομα προσθέτονταν κι εκείνη των κουλουρακιών σπιτικά ζυμωμένα κι αυτά, καθώς και των μετρημένων κόκκινων αυγών που ολοκλήρωναν τις ζυμωτές ετοιμασίες της Λαμπρής, μαζί με τα μπόλικα καλλιτσουνάκια που ετοίμαζε το μεσημέρι του Σαββάτου και καταναλώνονταν παρευθύς φρέσκα, την Δευτέρα του Πάσχα ελάχιστα την έφταναν.

Ακολουθούσε η προμήθεια κρέατος και φρέσκων σαλατικών, είτε χάρισμα από το χωριό ως ανταπόδωση για την κουλούρα, είτε από το παζάρι της Πέμπτης - Παρασκευής με τα ζωντανά αρνάκια και κατσικάκια που αραδιασμένα στην σειρά βέλαζαν ώσπου να σφαγούν επιτόπου λίγο παραπέρα, τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και με φωνές να ζητά τα πάντα, τα μαγαζιά να κάνουν χρυσές δουλειές όπως έβλεπαν με τα μάτια τους στον πηγαιμό και στην επιστροφή με τα πόδια στο παζάρι, φορτωμένοι τα πράγματα που πήραν οικογενειακώς.

Εκκλησία Πέμπτη βράδυ - Παρασκευή μεσημέρι γύρα σε μερικούς επιτάφιους, βράδυ σε αυτόν της ενορίας και την λιτανεία έπειτα, Σάββατο μεσάνυχτα, Κυριακή μεσημέρι για την δεύτερη Ανάσταση, από το ίδιο δρομάκι πάντα σχολαστικά, με τον ήχο των παπουτσιών στο πλακόστρωτο να προηγείται αυτών της ψαλμωδίας των 12 ευαγγελίων, των παθών, του επιτάφιου, των εγκωμίων στην μακρινή περιφορά καθότι μεγάλη ενορία, το θυμιατό που κρατούσε ο νεωκόρος, τα ψιλά που έπεφταν πρόθυμα στον δίσκο που περιέφερε κάθιδρος προηγουμένως μέσα στον κόσμο στη διάρκεια της λειτουργίας, τα παρατεταμένα "σσσσ" από τις ευλαβείς γιαγιάδες που αγωνίζονταν να καταλάβουν τα ευαγγέλια και τα έψαχναν στην "ιερά σύνοψις" που κρατούσαν μαζί τους όλη την βδομάδα, η επίμονη καμπάνα πένθιμη - χαρμόσυνη δυο μέρες μετά, τα αναμμένα κεριά και παιδικά φαναράκια με την πρέπουσα προσοχή για τον αέρα και τη πλάτη του μπροστινού, το αρωματισμένο ανθόνερο που έραιναν από τα μπαλκόνια όσοι δεν πήγαν στην εκκλησία μα περίμεναν να περάσει ο επιτάφιος από την γειτονιά τους, τα καψαλίδια από τους κάμποσους "Ιούδες" που συναντούσαν καιόμενους στην διαδρομή, τα μοσχοβόλα άνθη που την Παρασκευή τον κοσμούσαν κι όσα περίσσευαν τα έριχνε ο παπάς στον κόσμο την Κυριακή μεσημέρι, χωρίς να έχουν χάσει το άρωμα τους και τα μάζευαν τα παιδιά για τα εικονίσματα, η μυρωδιά της Απριλιάτικης άνοιξης από τα δέντρα και τα λουλούδια στις γλάστρες στον δρόμο κατά την επιστροφή στο σπίτι, τα τσουγκρίσματα των αυγών, το ψημένο κατσικάκι, με το ξύδι στο φρέσκο μαρούλι και κρεμμύδι στην σαλάτα...

Ήχοι και μυρωδιές που αν και δεν ακούγονται ως σήμερα όλοι, υπάρχουν καταχωρημένοι στο υποσυνείδητο των παιδικών χρόνων κι ανασύρονται με το διάβα στα ίδια σοκάκια, εξωραϊσμένα από τον δήμο σήμερα μα πάντα στο ίδιο μέρος...

Ήχοι και μυρωδιές της μεγαλοβδομάδας, που όμως ήθελαν ακόμη μια βδομάδα εδώ για να ολοκληρωθούν τη επόμενη Παρασκευή στο μοναστήρι της Χρυσοπηγής λίγα χιλιόμετρα παραπέρα ικανά να διανυθούν με ποδαρόδρομο στη φύση και στο Νιο Χωριό την Κυριακή με το πρωινό λεωφορείο για το πανηγύρι του Θωμά, παιδική ανάμνηση και συνήθεια της μάνας αυτό, όπου η κατάνυξη και η υμνολογία συνυπήρχε με τις μυρωδιές από τους άρτους, το μαλλί τη γριάς και τους λουκουμάδες στο καροτσάκι και τους ήχους των πλανόδιων εμπόρων με τους αμέτρητους πάγκους στη σειρά, των (διαχρονικών) ζητιάνων, τα άφθονα σουβλάκια και τα κρέατα στη σχάρα, την πρώτη δοκιμή μπύρας σε παιδικά λαρύγγια, του γλυκού - υποβρύχιου βανίλια για καλωσόρισμα στο συγγενικό σπίτι και τα μουσικά όργανα λύρες και λαούτα στην πλατεία με τραγούδια και χορούς για την αποκορύφωση του γλεντιού της Λαμπρής...

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Ο ΤΖΟΥΓΚΡΟΣ...


Η ωραιότερη κοπελιά του χωριού της ήτανε. Ψηλή και κοκκινομάλλα με γαλάζια μάτια, σπάνια μορφή για τα δεδομένα της περιοχής, από τα 13 της άναβε τους άντρες και προκαλούσε φαντασιώσεις στο πέρασμα της...

Καλλιεργούσε κι αυτή τις φαντασιώσεις των νεαρών, ιδίως αυτουνού που δούλευε κάτω από το πατρικό της σπίτι, όταν ανεβαίνοντας την σκάλα του έδειχνε τι χρώμα βρακάκι φορούσε, κάθε φορά και διαφορετικό αφού άλλαζε 3 φορές τη μέρα, πότε άσπρο, πότε μαύρο, πότε κόκκινο...

Και πόσο μεγάλωσαν τα βυζιά της τελευταία του έδειχνε όποτε της ζητούσε, μα όταν ξεθαρρεμένος της ζήτησε να ενδώσει μαζί του ένα βράδυ για περισσότερα, του είπε ξεκάθαρα:

- Με σένα ρε θα πάω,που είσαι κοντός, χοντρός και βοηθός σε ξυλουργείο; βλέπε ότι σου δείχνω να χορταίνεις, μα δεν είμαι εγώ για σένα, εγώ είμαι ωραία...

Ωραία και ξεχώριζε στα πανηγύρια, ένας άλλος τολμηρότερος από ψηλότερο όμως κι ορεινό χωριό αυτός, ήθελε να την ζητήσει σε γάμο. Πλησίασε την μάνα της και της απαριθμούσε ότι μετρούσαν οι γύρω του χωριάτες ως παράγοντα επιτυχίας: Τόσα λιόδεντρα έχω φυτέψει, τόσους τόνους λάδι μου βγάζουν τον χρόνο, τόσα κιλά κρασί κάνει το αμπέλι μου, χώρια τα πρόβατα, τα κουνέλια, οι όρθες, ο κήπος με τα λαχανικά, πήρα κι αυτοκίνητο 4χ4, θα χτίσω και το σπίτι που μου άφησε κληρονομιά ο παππούς μου, θέλω την κόρη σου για γυναίκα μου, αρχόντισσα στο χωριό μου θάναι...

Πράγματα που συγκινούσαν την γριά, μα καθόλου τη νέα που απέρριψε ασυζητητί τον επίδοξο γαμπρό και νοικοκύρη άνθρωπο που καταγόταν από μικρό ορεινό χωριό όμως...

- Άσε με ρε μάνα να χαρείς...που θα πάρω τέτοιον τζούγκρο, να περάσω την ζωή μου στρώνοντας ανάπλες στα λιόδεντρα του, ή να του βοηθώ να σκάβει τα κρομμύδια...Να φύγω από το χωριό μας που είναι στον αφρό της θάλασσας για να πάω στο δικό του, να την βλέπω με τα κυάλια και να θέλω μιάμιση ώρα δρόμο για να πάω να ψωνίσω ότι θέλω από ένα μαγαζί...

Και του το ξέκοψε κατάμουτρα με τρόπο που δεν έκρυβε την απέχθεια της:

- Είσαι χωριάταρος ρέ, δεν είμαι για τα δόντια σου, εγώ είμαι ωραία και μπορώ να πάρω ακόμη και δημόσιο υπάλληλο!

Δεν θα την πάθαινε αυτή σαν την άλλη νεόνυμφη που γεννημένη και μεγαλωμένη σε χωριό ανάμεσα στα δυο προηγούμενα, χωρίς πολλές επιλογές στην ζωή της πέρα από ένα επιτυχημένο προξενιό, παντρεύτηκε ένα φιλότιμο μεν παιδί μα τζούγκρος κι αυτός σαν τον άλλο, πήγε νύφη στο ορεινό χωριό στο σπίτι που της έχτισε κι επίπλωσε, μα τώρα περνούσε τις μέρες της με τα 4 παιδιά που κάνανε, στην κουζίνα για το φαί και καθαρίζοντας ολημερίς ύστερα το σπίτι ή σκαλίζοντας για ώρες τον κήπο, μην έχοντας τι άλλο να κάνει...

Το να πάρει δημόσιο υπάλληλο με σίγουρο μισθό και κάποια μόρφωση, ήταν απωθημένο που είχανε πολλές, να ξεφύγουνε από τα χωράφια και την σκληρή χειρονακτική εργασία, χωρίς πολλά μηχανήματα τότε...

Στην περίπτωση της είχε μια ευκαιρία να γνωρίσει ένα τέτοιο και με στολή μάλιστα, που της προξένεψε μια άλλη φορά ένας θείος της, καραβανάς της αεροπορίας της είπε πως ήταν, αποσπασμένος σε μια βουνοκορφή να συντηρεί ένα radar, πολύ μακριά από την κύρια μονάδα του.

Σαν τον είδε τον αναμαζωξιάρη από την Στερεά Ελλάδα, κοντό, μαυριδερό κι άσχημο φτωχόπαιδο που βρήκε διέξοδο σαν μόνιμος καραβανάς κάποτε και κατέληξε εδώ πέρα και λογαριάζοντας σωστά πως ο δικός της ποτέ δεν θα γινόταν υψηλόβαθμος αξιωματικός ούτε διοικητής σε μονάδα σαν κατσαβιδάς που ήταν, τον έκανε πέρα κι αυτόν.

- Με τέτοιο σουλούπι γύφτισσα του πρέπει, εγώ μπορώ να χτυπήσω ως και γιατρό...
Αν ήταν σε πόλη ή στην Αθήνα βέβαια, δεν θα δυσκολευόταν να πλευρίσει κάποιο μαζεμένο γιατρουδάκι, να του δείξει ή να του προσφέρει ακόμη αυτό που έδειχνε και στους άλλους και να το έχει του χεριού της μετά, γινόμενη "σύζυγος ιατρού" και ξεχνώντας το όνομα του, καλή ώρα όπως το "ο γιατρός δεν δέχεται τώρα επισκέψεις" αντί γα το ορθότερο "ο άντρας μου κοιμάται το μεσημέρι" που άκουγαν οι κοινοί θνητοί όταν ενοχλούσαν τον επιστήμονα σε ακατάλληλες ώρες...

Γιατρό δεν μπόρεσε να πάρει αφού στο χωριό τον έβλεπε από κοντά μόνο σε ώρα ανάγκης και τύχαινε πάντα μεγάλος και παντρεμένος με καλή προίκα, μα βρέθηκε και ο άντρας που την συνάρπασε κι έγινε δική του...

Με κάποιους μικρούς συμβιβασμούς από την πλευρά της, αφού γιατρός δεν ήταν, πτυχιούχος της Ανωτάτης Εμπορικής όμως ήταν, χωράφια και περιουσία αρκετά είχε για να καλαρέσει και στην μάνα της, μα έβαζε άλλους να τα καλλιεργούνε σιμισιακά, από κοντινό χωριό καταγόταν για να έχουν κάτι κοινό μα δεν ήταν τελείως τζούγκρος σαν τους άλλους, καθότι αρκετά καλλιεργημένος κι έξυπνος να συζητήσει κάποιο θέμα όταν τους καλούσαν κάπου και με φινέτσα να διαλέξει ένα καθώς πρέπει κουστούμι για "καλό του" ώστε να μην πηγαίνει μαυροντυμένος και με τα ίδια άρβυλα που φορεί και στο χωράφι όπως ο πρώτος επίδοξος γαμπρός.

Ασχολούνταν δε και με τα κοινά, ως και δημοτικός σύμβουλος εκλεγόταν για δυο τετραετίες σε Καποδιστριακό δήμο, να καμαρώνει η ωραία του χωριού...

Που την αγαπούσε πραγματικά την γυναίκα του, ώστε να την συγχωρήσει και να την περιμένει υπομονετικά για μερικούς μήνες όταν τόσκασε με έναν καλοσκαρωμένο μπάτσο (άλλος μόνιμος δημόσιος υπάλληλος κι αυτός) που υπηρετούσε εκεί, μιας και "δεν έκανε καλά το νινί τζη" όπως απολογιόταν η μάνα της κατά την απουσία της...

Κι άλλες είχανε κι έχουνε περιπέτειες, που μείνανε αφανείς και μας ξενερώνουν τώρα τα media με το μπουκάλι της Τζούλιας!

Λίγους μήνες έλλειψε από την μόνιμη από τότε και μετά συζυγική τους εστία που την αυγατίσανε με 2 παιδιά, όσο διάστημα δηλαδή χρειάστηκε για να φάνε σε γλέντια και ταξίδια με τον λεβέντη ερωτοχτυπημένο μπάτσο το κομπόδεμα που μάζευε κι αυτός για να χτίσει το σπίτι του, κάτι που άφησε στην άκρη για μελλοντικούς χρόνους κι έσοδα, όταν την άκουγε αυτούς τους μήνες να του λέει:

- Τώρα που έχεις εμένα δίπλα σου, τι τα θες τα ντουβάρια;

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

ΑΓΡΟΤΙΚΑ...


Κάθε χρόνο τα ίδια και τα ίδια...

Φτάσαμε να έχουμε καταντήσει "Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνεια, Μπλόκα, Απόκριες, Πάσχα"...

Επίσης θυμάμαι τα Χριστούγεννα που μιλούσα σε ένα κοπέλι 19 χρονών από αγροτική περιοχή ο οποίος θεωρούσε αυτονόητο το ότι παράτησε το Γυμνάσιο για να ασχοληθεί με τα "χωράφια".

Για να μην τα πολυλογώ:

Η νοοτροπία που έχουν περάσει στην πλειονότητα των αγροτών, αυτή του αμόρφωτου τζάμπα μάγκα με τις εξασφαλισμένες ετήσιες επιδοτήσεις κι αποζημιώσεις, δε θα βγει σε καλό.

Πότε ακούσατε έναν αγρότη να μιλάει για καινούριες σπορές; Τεχνοτροπίες; Εφαρμοσμένες τεχνολογίες και μάνατζμεντ της δουλειάς του;

Ποιος "ειδικός" θα σταθεί κοντά τους να τους καθοδηγήσει στην παραγωγή, ποιος ικανός μάνατζερ θα κλείσει πρώτος (για ν' ακολουθήσουν κι άλλοι, αφού τολμήσει και τα καταφέρει ο πρώτος) συμφωνίες για την απορρόφηση των προϊόντων που απαξιώνονται, σαπίζουν στα δέντρα, πετιούνται κι αντικαθίστανται από εισαγόμενα τριτοκοσμικά;

Εδώ πήγανε να αλλάξουν θέση στις καρέκλες των υπαλλήλων της τοπικής Διεύθυνσης Γεωργία και ξεσηκωθήκανε οι πτυχιούχοι κοπρίτες να φάνε τον Νομάρχη που θα τους απομάκρυνε από τα καφενεία (και τα κομμωτήρια για τις σαβουροχαμούρες) από το κέντρο της πόλης και ζητάμε να σταθούνε κοντά στον αγρότη, βγαίνοντας από τα γραφεία;

Μόνο επιδοτήσεις, επιδοτήσεις, επιδοτήσεις που καταλήγουν στις αλλοδαπές πουτάνες, σε λαθραία κουμπούρια και φυσέκια και ενδιάμεσα για κανά 4θυρο αγροτικό με 2 αστέρια στο NCAP και παράνομη αναλογία καρότσας/καμπίνας, που έχουν γίνει οι Μερτσεντέ του χωριού κι όνειρο κάθε νεαρού χωριάτη...

Συζητάω καμιά φορά με έναν γνωστό μου γεωπόνο για καινούριες τεχνολογίες πάνω στην καλλιέργεια (πάντα με ενδιαφέρουν οι πάσης φύσεως τεχνολογικές εξελίξεις) και είναι να γελά κανείς με το επίπεδο των αγροτών στην Ελλάδα.

Κάποτε πρέπει να καταλάβουν ότι είναι επιχειρηματίες και αυτοί...Και μάλιστα με υψηλό ρίσκο!

Για να μην παρεξηγηθώ μένω σε κυρίως αγροτική και δευτερευόντως τουριστική περιοχή, ότι λέω δεν το λέω αφοριστικά για τους "κακούς" αγρότες, αλλά επιτέλους πρέπει κάποιος να τους μιλήσει έξω από τα δόντια.

Κάποιος πέρα από τους δημοκόπους - άεργους - αφισοκολλητές που πρωτοστατούν σε "κινητοποιήσεις" και τους λοιπούς απατεώνες που φάγανε τα λεφτά των συνεταιρισμών και των απανω-γραψιμάτων, γιατί οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στο μαρασμό. Και μαζί με αυτούς κοινότητες και τοπικές οικονομίες ολόκληρες...


Ίσως οι διοικούντες δεν έχουν αντιληφθεί το γεγονός ότι οι νέοι άνθρωποι και όχι μόνο, εγκαταλείπουν τις αγροτικές περιοχές σαν αποτέλεσμα της έλλειψης υποδομών στην ύπαιθρο, έλλειψη πληροφόρησης-ενημέρωσης, δυσλειτουργία θεσμικών παραγόντων, έλλειψη σχεδιασμού-προγραμματισμού, υποβαθμισμένες παρεχόμενες υπηρεσίες (υγεία, παιδεία, τηλ/νιες-συγκοινωνίες κλπ), γεγονός με σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις και στην αγροτική δραστηριότητα.

Οι κοινωνίες στην Ελληνική ύπαιθρο χαρακτηρίζονται σήμερα από υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, με έντονο το φαινόμενο της υψηλής ανεργίας.

Οι σημερινές τοπικές αγροτικές κοινωνίες , στην μεγάλη τους πλειοψηφία , δεν έχουν κανένα μέλλον εάν δεν υπάρξει μια στρατηγική για την ανασυγκρότηση των κοινωνιών της υπαίθρου που θα περιλαμβάνει το περιβάλλον, την αγροτική δραστηριότητα, τις ΑΠΕ, τον αγροτουρισμό και μια σειρά από υπηρεσίες όπως υγεία, εκπαίδευση, πολιτισμού και αναψυχής, συγκοινωνίες και τέλος έναν καταστατικό χάρτη για την ύπαιθρο.

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΠΙΤΙΚΗ ΜΟΥΣΤΑΛΕΥΡΙΑ...


Σεπτέμβριος, καιρός του τρύγου και η γριά μου θυμήθηκε πάλι την συνταγή που φτιάχνει κάθε χρόνο τέτοια εποχή:

Σπιτική μουσταλευριά...



Με μαύρα σταφύλια που διάλεξε από τη λαϊκή (μιας και οι συγγενείς στο χωριό που μας τροφοδοτούσαν παλαιότερα με μούστο γέρασαν κι αυτοί και δεν μπορούν)...

Που η ίδια μάδησε, έβρασε, έστυψε με τα χέρια να βγεί ο μούστος κι έφτιαξε τη μουσταλευριά:

Όπως πάντα με 2 συνεχόμενες μέρες ψήσιμο να πετύχει, βράζει καλά τον μούστο τη μια μέρα και την επόμενη προσθέτει το απαραίτητο αλεύρι κι ανακάτεμα να γίνει ζεστός πολτός κι αμέσως άδειασμα στα παραταγμένα στη σειρά από πρίν πιάτα, να στρώσει όσο είναι ζεστή...

Μα χαλάλι, αφού αποτελεί οικιακή μας παράδοση να μη περνά αυτός ο μήνας χωρίς να υπάρχει στο σπίτι τέτοιο πιάτο, για μας και τους επισκέπτες.

Με μπόλικα σπασμένα καρύδια και λίγο κύμινο μέσα, σισάμι και κανέλα από πάνω...

Σε περιόδους αφθονίας μούστου, φτιάχνει δεκάδες πιάτα.

Ξεραίνεται και στον ήλιο για να φαγωθεί αργότερα σε κομμάτια, πλούσια πηγή σύνθετων υδατανθράκων που διαρκεί σχεδόν όλο τον χειμώνα. Κανείς δεν μπορεί να φάει πολύ!

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ...


Ευχαριστώ τον φίλο που μου έστελε για δημοσιοποίηση το παρακάτω κείμενο που βρήκε:

Σ' ένα χωριό που ζει από τον τουρισμόαπό τον τουρισμό, λόγω της οικονομικής κρίσης σχεδόν τα πάντα έχουν νεκρωθεί.

Για να επιβιώσουν οι κάτοικοι ο ένας δανείζεται από τον άλλο...

Ο καιρός περνά μέσα σ' αυτή τηv θλιβερή ατμόσφαιρα, ώσπου μια μέρα έρχεται ένας τουρίστης και ζητάει ένα δωμάτιο για τρείς μέρες στο ξενοδοχείο του χωριού...

Ο ξενοδόχος του λέει την τιμή και εκείνος προπληρώνει με ένα χαρτονόμισμα των 100 ευρώ.

Πριν ακόμα ανέβει στο δωμάτιό του, ο ξενοδόχος πηγαίνει το χαρτονόμισμα στον χασάπη στον οποίο χρωστάει ακριβώς 100 ευρώ.

Ο χασάπης παίρνει το χαρτονόμισμα και τρέχει να το δώσει στον κτηνοτρόφο που τον εφοδιάζει με κρέας.

Ο κτηνοτρόφος παίρνει το χαρτονόμισμα και πηγαίνει να το δώσει στην ιερόδουλο του χωριού που της χρωστάει από παλιά κάποιες τρυφερές ώρες που πέρασαν μαζί.
Εκείνη με τη σειρά της τρέχει και το δίνει στον ξενοδόχο που του χρωστάει μερικές βραδιές που χρησιμοποίησε τα δωμάτιά του με τους πελάτες της...

Όπως άφηνε το χαρτονόμισμα στη ρεσεψιόν αφού ο ξενοδόχος ήταν στη κουζίνα, ο τουρίστης που μόλις κατέβηκε από το δωμάτιο του λέγοντας στον ξενοδόχο ότι δεν του αρέσει και άλλαξε γνώμη, βλέπει κι αρπάζει το χαρτονόμισμα του και φεύγει από το χωριό...

Παίρνοντας μαζί του το μοναδικό κεφάλαιο και εισόδημα που είδε ο τόπος, αφού όπως είδαμε έκανε τον αναζωογονητικό κύκλο του.

Τελικά τίποτα δεν ξοδεύτηκε, κανείς δεν έχασε, κανείς δεν κέρδισε και όλα τα χρέη ξεχρεώθηκαν!

Μήπως κάπως έτσι θα μπορέσουμε να βγούμε από την κρίση;