Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θείος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θείος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΗΨΟΥΛΑ...

Στα παγκάκια σε κεντρική πλατεία - πέρασμα της πόλης καθότανε ο Βασίλης, μαζί με μερικούς γέρους που αράζανε εκεί καθημερινά για ώρες, πρωί κι απόγευμα...

Σε μια στιγμή περνά μια ωραία νέα κοπέλα, που φάνηκε γνωστή του Βασίλη, πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο αντιλήφτηκε πως ήταν η ανηψιά του από το χωριό που δεν βλεπότανε δα και τόσο συχνά...

Η κοπέλα φτάνοντας στα παγκάκια χαιρέτησε και μίλησε με τους γέρους, μα δεν έβγαλε μιλιά στον θείο της που πρέπει να τον γνώρισε κι αυτή...

- Ποια είναι αυτή η όμορφη που την ξέρετε όλοι; ρώτησε τους άλλους όταν απομακρύνθηκε η κοπέλα.

- Καλά, εσύ δεν κάθεσαι συχνά εδώ και δεν ξέρεις...Μεγάλη πουτάνα η μικρή, κάνει βίζιτες με διαλεγμένους γενναιόδωρους κι εχέμυθους πελάτες κάποιας ηλικίας και οικονομικής κατάστασης...

- Έτσι, έ; και την έχετε πάρει όλοι και σας γνωρίζει καλά, έ...

- Όποτε μπορούμε τη βοηθάμε οικονομικά, μα παίρνει αρκετά. Εμένα που είμαι συνταξιούχος του ΟΓΑ μου φεύγει η μισή σύνταξη στο τάκα - τάκα. Άμα όμως έχεις λεφτά θέλει περισσότερα, να ο απατεώνας που έχει το μαγαζί με τα καλλυντικά εκεί πίσω και βγάνει 10.000 ευρώ τη μέρα, δίνει ως και 500 ευρώ να τη πάρει για ένα βράδυ...

Τι άκουγε ο Βασίλης εκεί που κάθισε λιγάκι να ξαποστάσει στην πλατεία ένα σούρουπο. Η μικρή κι όμορφη ανηψούλα του πασίγνωστη πουτάνα και να τη ξέρουν όλοι με λεπτομέρειες κι αυτός και οι δικοί της νόμιζαν πως δούλευε υπάλληλος στο μαγαζί με τα καλλυντικά.

Δούλευε δηλαδή εκεί μερικά χρόνια τώρα, μα μέσα στα αρώματα, τις βαφές μαλλιών και τα λοιπά αξεσουάρ μόδας, είδε πως μπορούσε να κάνει και να κερδίζει περισσότερα κι έτσι άρχισε με τους γέρους που την κοίταζαν λαίμαργα όταν καθάριζε τα τζάμια έξω...

Αποδείχτηκαν πρόθυμοι να πληρώσουν κάτι για να έχουν το κάτι παραπάνω που λιγουρεύονταν, δεν είχε και τίποτα να χάσει με γέρους που τέλειωναν αμέσως με λίγο τρίψιμο, κανείς δεν ξέρει με πόσους το έκανε και για πόσα, μα απόκτησε λίαν συντόμως ένα κουκλίστικο ολοκαίνουριο αμάξι να πηγαινοέρχεται στον Βατόλακο αντί να κυνηγά τα λεωφορεία ή ν' αγγαρεύει τον πατέρα της να την φέρνει στη δουλειά όπως παλαιότερα.

Που νόμιζε ο αφελής πως η κόρη του, απόφοιτος ΤΕΕ αισθητικής έπαιρνε τόσο καλό μισθό και φρόντιζε την αδελφή της που σπούδαζε στην Θεσσαλονίκη και τον αδελφό της που ήταν στρατιώτης τώρα και μερικούς μήνες...

Ενώ αυτός έβλεπε τα πορτοκάλια του στα δέντρα να σαπίζουνε απούλητα και το λάδι του να μην έχει αξία, αυτή πλούτιζε κάνοντας μερικά ραντεβού εδώ κι εκεί...

Και η μάνα της που καθάριζε καμπινέδες σε ένα ξενοδοχείο κι έστρωνε τα κρεβάτια για να κερδίσει ένα μεροκάματο με ιδρώτα, όπως της έμαθαν οι δικοί της από το σπίτι της κι έλιωσε μια ζωή στη βιοπάλη, πότε στη δουλειά και πότε στα χωράφια μα λεφτά δεν χόρτασε...

Δεν θα τους έλεγε τίποτα ο Βασίλης, θα τους άφηνε στον κόσμο τους αμέριμνους, μα θα επωφελούνταν με την ανηψούλα του. Εδώ την χρησιμοποιούσαν όλοι οι πορνόγεροι της πόλης που τη σύστηναν μεταξύ τους να τους την τρίβει για λίγα λεπτά και αυτός δεν έπαιρνε χαμπάρι...

Που εδώ που τα λέμε ήταν και νέα, μόλις πέρασε τα 21 και όμορφη με τις μπούκλες της τις ξανθές και πονηρή να κρατήσει ένα μυστικό μεταξύ τους...

Καλύτερα να πάρει εκείνη τα λεφτά να μείνουν στην οικογένεια, παρά κάποιες αραπίνες που γούσταρε επίσης, εκείνη η Βουλγάρα που περνούσε από την ίδια πλατεία τα βράδια, η Βίκυ από το outlet που ψοφά για λεφτά και λούσα, η Στέλλα στο μπιστρώ που γονατίζουν μπροστά της εκλεγμένοι αυτοδιοικητικοί σύμβουλοι και χειροφιλούν μπροστά σε όλους για την εύνοια της, η μικρή τσιγγάνα που του πρότεινε να πάνε κάπου ήσυχα μαζί, ή η μικροσκοπική Φιλιππινέζα που καθάριζε το σπίτι του μια φορά την εβδομάδα, υπήρχαν πολλές και διάφορες που έκαναν το ίδιο για κάποια φράγκα παραπάνω σε καιρό φτώχειας...

Που είχανε ότι ακριβώς και η Τζούλια, μα δεν είχαν την τύχη της να ζητούν και να λαμβάνουν χιλιάρικα για να πηδιούνται με εφοπλιστές ή σκατάδες γιούς άχρηστων πολιτικάντηδων...

Τι είχαν να ντραπούν άλλωστε, τι θα πουν στο χωριό μερικοί αγαμίες κατσικοκλέφτες, ή οι γράδες τα λαδικά που πλέκουν μαζεμένες στο σκιανιό και παρακολουθούν τα πάντα τριγύρω τους, αποκαλώντας "πουτάνα" όποια τύχαινε να δούν έξω μετά τις 10.00μμ και η μόνη τους ερωτική ζωή ήταν όταν γαστρώθηκαν για να τεκνοποιήσουν, ίδια όπως τα ζωντόβολα.

Τι να τους λογαριάζουν όλους αυτούς/ες τους ξοφλημένους και να μην επωφεληθεί τώρα που η ανηψούλα ήταν νέα, όμορφη κι επιθυμητή, αργότερα όταν μεγάλωνε και σαβούρευε κάποιος μαλακομπακούρης και "καλό παιδί" θα βρισκόταν να τη ζητούσε σε γάμο κανονικά και θα της κουβαλούσε τα πάντα στο σπιτικό που θα της έφτιαχνε, ακόμη και ξοφλημένες πουτάνες από παλαιά μπουρδέλα παντρεύτηκαν και νοικοκυρεύτηκαν με ανέραστους που δεν θα έβαζαν αλλιώς γυναίκα στο κρεββάτι τους, η δική τους θα απόμενε ρέστη;

Τώρα όμως είναι διαθέσιμη στον καθένα σε προσιτή τιμή κι όποιος προλάβει την έχει.
Έτσι έγινε και περάσανε κάποιες στιγμές μαζί θείος κι ανηψούλα. Δεν είπανε ποτέ ούτε πως ούτε γιατί συνέβηκε...

Ούτε θα βρεθεί κανείς να επιβεβαιώσει αν του τραγουδούσε στο αυτί εκείνο το:

Κάνε θείε τη δουλειά σου
μα εγώ θάμαι πάλι ανηψιά σου

σαν προκαταρκτικό!

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

ΔΕΝ ΕΦΑΓΕΣ ΠΑΙΔΑΚΙ ΜΟΥ...


Να σου βάλω λίγο από το τσικάλι ακόμη; Θα πεινάς...

Η θεία επέμενε να συνεχίσω το φαϊ και ο θείος έδωσε και τα ρέστα του σε μια τυχόν άρνηση μου:

- Τι τον ακούς, βάλε του μια κουταλιά ακόμη τώρα που είναι ζεστό, μα θα τη φάει...

Τι κι αν είχα ήδη φάει ένα μεγάλο πιάτο αχνιστό πιλάφι με στάκα και δυο διαλεγμένα κομμάτια ψαχνό από τον βραστό τράγο που στο ζουμί του έβρασε μετά το ρύζι, είχα πει δυο ποτήρια παλιό κόκκινο κρασί με το γεύμα και κατόπιν μερικά καλιτσούνια μυζήθρα με σπανάκι ανάμεικτα που μου αρέσουνε πολύ, συν ένα κομμάτι γλυκό που είχανε...

Ενώ είχα βοσκηθεί (χορτάσει) πλήρως με το λιπαρό φαγητό κι έψαχνα να βρω ήσυχο τόπο να θέσω λίγο όπως συνηθίζω κάθε μεσημέρι να καταλαγιάσω και να χωνέψω, οι συγγενείς επέμεναν πως θα έφευγα από το σπίτι τους το απόγευμα και θα ήμουν νηστικός...

Όπως γίνεται κάθε φορά που τους επισκέπτομαι, χρόνια τώρα από την εποχή που ήμουνα μικρό κοπέλι. Έπρεπε να φάω καλά κι αν υπήρχε περίσσευμα (πάντα υπήρχε και στο φαϊ και στην καρδιά τους) ήταν κάθε φορά φυλαγμένο για μένα...

Να φάω να νετσουλώσω μεγαλώνοντας, αφού τα πρώτα μου χρόνια ήμουν αδύνατος σε σχέση με τα 4 παιδιά τους, με λίγη διαφορά στην ηλικία μεταξύ μας, αφού όλοι/ες γεννηθήκαμε σε 5 χρόνια, όταν σαν νέοι κι αυτοί και οι δικοί μου γέροι, αυγάτιζαν το σόι...

Το ίδιο επιμένουν ακόμη και τώρα στα γεράματα τους, που έχω ξεπεράσει μερικά κιλά σε βάρος τους σχεδόν δίμετρους γιούς τους και είμαι υπερδιπλάσιος από τις κόρες τους, μα δείχνω αρκετά χρόνια νεώτερος από όλους και σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση....

Επειδή αυτοί ασχολούνται με αγροτικές και οικιακές εργασίες κυρίως και μετά καφενείο και τσικουδιές οι αρσενικοί και τηλεόραση στο σπίτι οι θηλυκοί μετά των παιδιών τους, να περνάνε οι μέρες τους ήσυχα μεν, ανιαρά και προβλέψιμα δε...

Σε αντίθεση με μένα που φέτος συμπληρώνω 25 χρόνια βαριάς άσκησης τις καθημερινές, που τώρα αρχίζει στις 7.00 πμ περίπου και για μια εντατική ώρα με τα βάρη, τους ιμάντες και το αθάνατο bullworker μου, να έχω ελεύθερη την υπόλοιπη μέρα μου να δημιουργώ, να διαβάζω, να πηγαίνω σε εκδηλώσεις, να ταξιδεύω όταν μπορώ ή πρέπει...

Εκεί πηγαίνει ένα μέρος των σεβαστών θερμίδων που καταναλώνω καθημερινώς σε πολλά ισορροπημένα γεύματα...

Μικρό μέρος μόνο, το μεγαλύτερο καταναλώνεται ψάχνοντας θέματα σκεπτόμενος, ιδίως όταν κάποια στιγμή έρχεται η έμπνευση και δεν προλαβαίνω τις λέξεις...
Τότε είναι που τελειώνοντας ένα κείμενο ή βίντεο νοιώθω την υπερένταση και την αδρεναλίνη, συγκρινόμενη με ένα εξουθενωτικό workout μα κρατάει αυτή η αίσθηση υπεροχής περισσότερη ώρα μετά...

Η πνευματική εργασία καταναλώνει περισσότερη ενέργεια κι από σκάψιμο με την τσάπα στο αμπέλι, από όπου προερχόταν το κρασί του θείου κείνα τα χρόνια, που πρώτος το απολάμβανε άφθονο, το μεσημέρι στο χωράφι με την καραβάνα του και το βράδυ στο σπίτι με πλούσιο δείπνο μαζί με την αγαπημένη του παγωμένη γκαζόζα και πότε - πότε ρωτούσε και μένα:

- Να σου βάλω ένα ποτηράκι ακόμη;

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Η ΚΟΥΚΛΑ...


- Θείε, θα μου δείξεις την κούκλα σου;

- Ποιά κούκλα;

- Αυτήν τη μεγάλη σε φυσικό μέγεθος, που έχεις και κοιμάστε μαζί στο κρεββάτι, αφού δεν σταυρώνεις γυναίκα, όπως λένε όταν λείπεις οι άνθρωποι που έρχονται στην καφετέρια...

Με μερικές λέξεις η 8χρονη μπαμπούρα, αποκάλυψε στον θείο Χάρη όσα ψυθιρίζουν οι "φίλοι" του και τακτικοί πελάτες χειμώνα καλοκαίρι στην καφετέρια που διατηρεί σε τουριστική περιοχή.

Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Χάρης, εκεί περνά τη ζωή του χωρίς να κάνει κυριολεκτικά βήμα παραπέρα. Να πεις το καλοκαίρι που σφύζει η περιοχή απο τουριστομάνι και λειτουργεί η καφετέρια όλη μέρα από το πρωί ώς το βράδυ, έχει δικαιολογία πως "δουλεύει" ερχόμενος που και που για να επιτηρεί το προσωπικό που έχει προσλάβει επι τούτου.

Μα τους χειμερινούς μήνες που δεν λειτουργεί το μαγαζί δεν μπορούσε να πάει μια μακρινή βόλτα, να γνωρίσει μια γυναίκα όπως δικαιάται κι αυτός, να δεί κόσμο παραπέρα, να πάει έστω σε μια έκθεση του κλάδου του από τις πολλές που γίνονται τέτοια περίοδο πριν αρχίσει η νέα τουριστική σαιζόν και κονόμα;

Τίποτα απ' όλα αυτά δεν ένοιαζε τον Χάρη...

Αγαπούσε περισσότερο τα λεφτά, να τα βλέπει ν' αυξάνονται, καλύτερα..

120.000 ευρώ έβγαζε από την καφετέρια και το επίσης δικό του διπλανό μαγαζί με είδη δώρων και διακόσμησης, αποκλειστικό σε ολόκληρη την πολύβουη τουριστική περιοχή παρά τις αντιδράσεις άλλων να κάνουν κι αυτοί παρόμοιο (εκπληρωμένο τάμα του αγίου Μαλακογιάννη κι αυτό, μαζί με κάποιες αγορανομικές παραβάσεις της καφετέριας που συχνά - πυκνά εξαφανίζονταν μυστηριωδώς από τα χαρτιά της νομαρχίας), μα τα κατάθετε αυτούσια στην συνεταιριστική τράπεζα που ήταν μέτοχος...

Δεν κρατούσε ούτε για δείγμα πχ 5.000 να τα φάει τους χειμερινούς μήνες που η μόνη του πελατεία ήταν μερικοί γέροι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής που έπιναν τον καθημερινό καφέ και την τσικουδιά τους εκεί για χρόνια και τον ήξεραν καλά από μικρό παιδί...

Έτσι καταλήξανε στο συμπέρασμα πως τον ικανοποιεί πλήρως μια κούκλα - αντίγραφο διάσημης πορνοστάρ, που κάποιος κάποτε είχε ακούσει πως αγόρασε από sex shop των Αθηνών μια από τις ελάχιστες φορές που βρέθηκε εκτός έδρας...

Διασκεδάζανε μεταξύ τους οι γέροι όταν έλλειπε ο Χάρης από την καφετέρια, μα τον λυπότανε κιόλας για την μοναξιά που κουβαλούσε, μετά από μια ατυχώς καταλήξασα ερωτική σχέση πριν χρόνια...
Από τότε έχασε το ενδιαφέρον του για τη πραγματική ζωή και τους συμβιβασμούς που πρέπει να κάνει κανείς για να είναι μέρος της...

Μα το έχει παρακάνει ο Χάρης κι εκτός από τον έρωτα, δεν είχε διάθεση ούτε για τίποτα άλλο. Ούτε ρούχα αγόραζε πια, μια μπλούζα είχε και την φορούσε χειμώνα καλοκαίρι, ούτε παρέες έκανε να το ρίχνουνε έξω, ούτε κάποιο ταξίδι ολιγοήμερο έστω σε άλλο μέρος να ξεφύγει λίγο.

Λες κι όποιος σκοντάψει μια φορά στον δρόμο, δεν πρέπει να ξαναπορίσει όξω ποτέ στη ζωή του!

Ε, κάτσε μπουνταλά να λιώνεις στον μικρόκοσμο σου, σαν παντοτινός στόχος όχι και τόσο αθώων πειραγμάτων, από φίλους κι όχι ξένους κι εχθρούς...

Και ν' αναρρωτιέται η 8χρονη ανηψιά σου πως νάναι άραγε αυτή η κούκλα που σε παρηγορεί...

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 3o


Δεν ήρθε βέβαια με το στρατιωτικό ελικόπτερο, μα κατέφτασε αξημέρωτα, πολύ πριν ξυπνήσουν τα παιδιά, με το «ΚΥΔΩΝ» το καινούριο πλοίο της γραμμής τότε.
Μετά συζύγου, σκαραβαίου και δώρων για όλους. Και δυο ολόκληρες εβδομάδες στην διάθεση τους, να χορτάσουν αλλήλους.

Τα παιδιά άκουσαν ομιλίες από πάνω όπου ήταν το δωμάτιο τους και σηκώθηκαν νωρίτερα.
Κάτω ο θρυλικός πια στη μνήμη τους θείος Γιώργης έπινε τον καφέ του.
Η μάνα τους και μια γυναίκα άγνωστη σ' αυτά συνομιλούσαν πίνοντας τους δικούς τους καφέδες. Έτρεξαν, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν πολλές φορές.

Μαζί με το γάλα τους σε λίγο, άνοιξαν οι τέσσερις βαλίτσες που είχε φέρει ο θείος, βγήκαν τα δώρα: 2 ταριχευμένα κροκοδειλάκια και μπισκότα για τα παιδιά, υφάσματα για την μάνα, μια κολώνια για τον πατέρα που σπάνια έβαζε από μόνος του κι από κάτι για τους άλλους στο χωριό αργότερα.


Και μια φωτογραφική μηχανή, την πρώτη που έβλεπε η οικογένεια μέχρι τότε, μα για τον θείο αυτή, να έχει κάποιες φωτογραφίες κι αναμνήσεις από τους δικούς του ανθρώπους. Αυτός μόνο ήξερε να την χειρίζεται άλλωστε, κάτι μαγικό για τα μάτια των μελών της οικογένειας.

Είχε και καλά νέα από τη δουλειά του, είχε γίνει υπαρχιφύλακας μετά είκοσι χρόνια υπηρεσίας, χάρηκε η μάνα που δεν ήξερε πως είχε μηδαμινή διαφορά από πριν.

Οι προσδοκίες παιδιών και μεγάλων επαληθεύτηκαν, με τον θείο Γιώργη να πραγματοποιεί όσα φαντάστηκαν σε βόλτες, ταξίδια, τραπέζια σε ταβέρνες σε παραλίες και χωριά, επισκέψεις σε δικούς και σε ξεχασμένους φίλους από παλιά.

Λες και ήξερε από πριν τι περίμεναν από αυτόν ή μάντευε επιτόπου με μια διαολεμένη ικανότητα που τους ξάφνιαζε ευχάριστα. Μέχρι και στο μακρινό χωριό του πατέρα πήγε, κουβαλώντας με το αμάξι κάτι πράγματα που ο γέρος δεν είχε άλλο τρόπο να μεταφέρει δωρεάν.

Να γνωρίσει και η γυναίκα του συνολικά τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο εκλεκτός της, που τον κρατούσε δέσμιο στον δικό της από ζήλια, «μην της τον πάρουν» οι ντόπιες, όπως χαιρέκακα διέδιναν οι δικοί του όταν ερωτώνταν γιατί δεν ερχόταν συχνότερα ο ξενιτεμένος και τους ξεχάσει τελείως στο τέλος.

Οι δυο αναζωογονητικές για όλους βδομάδες πέρασαν γρήγορα, όπως περνά καθετί που συναρπάζει, την τελευταία μέρα έγινε κι ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι προς τιμή του θείου Γιώργη που θα μας «ξεχάσει πάλι για πολύ καιρό» όπως του παραπονιόταν η αδελφή του στην κουζίνα, όταν η γυναίκα του επάνω έκλεινε τις βαλίτσες τους, ξεχειλισμένες από αγορές δώρων κι ενθυμίων για χάρη της.

Με μια τελευταία έκπληξη για όλους, θα τους έπαιρνε μέχρι το λιμάνι να δουν το πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά τους στον τόπο της ισόβιας οικειοθελούς εξορίας του, τον τόπο καταγωγής της συζύγου κι ύπαρξης της λιγοστής περιουσίας που πήρε προίκα και καλλιεργούσε ολοχρονίς, για μερικά χρόνια ακόμη, μέχρι την επόμενη συνάντηση του με τους δικούς του συγγενείς, όταν θα ήταν πάλι αλλαγμένος, ακόμη πιο μεγάλος και γερασμένος.

Στα παιδιά υποσχέθηκε να συντομεύσει την επόμενη επίσκεψη του να τα δει, επιβιβαζόμενος αυτήν την φορά κρυφά στο ελικόπτερο το γνωστό, αφού τον είχε ενημερώσει σχετικά η μάνα στην διάρκεια της εδώ παραμονής του.

Μα όταν το υποσχόταν, σίγουρα θα είχε σταυρώσει τα δάχτυλα πίσω του, κάτω από το βλοσυρό σε τέτοιες ελπίδες επιστροφής βλέμμα του προσωπικού του κέρβερου που είχε πάνω στον καφά του να τον επιτηρεί.

Όταν αξιώθηκε να επισκεφτεί πάλι τους δικούς του, το μεγαλύτερο παιδί που τότε ήταν στο δημοτικό, έλλειπε από το σπίτι.
Μόλις πριν λίγες μέρες, το είχαν καλέσει στρατιώτη.
20 χρονών πια το σγόρι κι ο θείος Γιώργης συνταξιούχος, με άσπρα λιγοστά μαλλιά.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 2o


Κατέβαινε για λίγες μέρες κάθε μερικά χρόνια, πάντοτε φυσικά με την συνοδεία κι επιτήρηση της συμβίας, μέρες που ανάλωνε σε βόλτες στην πόλη που όλο και μεγάλωνε κι άλλαζε κι αν πήγαινε να δει την γριά μάνα του στο χωριό, λίγο πριν φύγει, ήταν επίσκεψη αστραπή.

Και κάθε που ερχόταν ήταν αλλαγμένος, φαίνονταν μεγαλύτερος, γεροντότερος, κουρασμένος, είχε διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά.

Ήταν πράγματι σπάνιες οι φορές που ερχόταν ο θείος Γιώργης, που μια επικείμενη επίσκεψη του έπαιρνε μυθικές διαστάσεις για όλους σχεδόν, μικρούς και μεγάλους.
Στις επανειλημμένες ερωτήσεις των παιδιών για τον χρόνο και τρόπο του ερχομού του, η μάνα απαντούσε πως θα έρθει μ' ένα ελικόπτερο, από τον ουρανό να φτάσει γρήγορα να τους δει.

Κάθε που τα παιδιά άκουγαν τον γνώριμο ήχο του παλιού ελικοπτέρου που έφερνε στρατιωτικούς στο στρατόπεδο που υπήρχε τότε στην πόλη σε κεντρικό σημείο, τα παιδιά σήκωναν τα κεφάλια κοιτάζοντας τον ουρανό, προσπαθώντας να διακρίνουν το ελικόπτερο, να μαντέψουν την πορεία του κι ακόμη περισσότερο να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του θείου Γιώργη ανάμεσα στους επιβάτες που φαίνονταν σχεδόν καθαρά από τα παράθυρα της γκρίζας και κίτρινης πετομηχανής, καθώς χαμήλωνε αρκετά πάνω από τις στέγες των σπιτιών της γειτονιάς, για να προσγειωθεί τελικά σε απόσταση τριών τετραγώνων που απείχε από το σπίτι τους το στρατόπεδο.

- Θα έρθει τώρα ο θείος Γιώργης, ρωτούσαν με αγωνία την μάνα τους.
- Τώρα θα κάτσει το ελικόπτερο στην Ρεγγίνα, που έχει χώρο, σε λίγο θα είναι εδώ, θα τον δείτε, απαντούσε εκείνη, διασκεδάζοντας περισσότερο την δική της προσμονή να τον δει μπροστά της και να σφίξει στην αγκαλιά της τον μικρό της αδελφό, την αδυναμία της γιαγιάς, το καμάρι του χωριού που τόσο έλλειπε σε όλους τους.

Όσο αργούσε να φανεί ο θείος, μια απογοήτευση απλωνόταν σταδιακά στην αυλή, από τα παιδιά μέχρι και τους μεγάλους, που τελικά έπεφταν θύματα και οι ίδιοι των ψευδαισθήσεων που δημιουργούσαν στα παιδιά με το ελικόπτερο.
Κι ανανέωναν τις ελπίδες τους για τη επόμενη φορά που θ' άκουγαν τον ήχο του να έρχεται προς το μέρος τους, μια άλλη μέρα, μια άλλη φορά.

Τα παιδιά της αδελφής του τον περίμεναν στα σίγουρα όποτε άκουγαν από τους μεγάλους του σπιτιού πως πρόκειται να έρθει να μείνει μερικές μέρες και τους έβλεπαν μάλιστα να προμηθεύονται καλαμπόκια, που άρεσαν πολύ στον θείο Γιώργη να τα τρώει βραστά.

Η επίσκεψη του αντιπροσώπευε για όλους κάποια δώρα, έξοδο με παγωτό στο Σαντριβάνι τη Ναυτική Εβδομάδα, πάστες και λουκουμάδες από τον «Κρόνο», ζαχαροπλαστείο - φετίχ του θείου από την εφηβεία του, περιηγήσεις στην ενδοχώρα με τον σκαραβαίο VW που είχε αγοράσει κι οδηγούσε ο θείος Γιώργης, ανέβασμα κι ίσως βόλτα στην μηχανή Norton με τις θήκες στα πλάγια, κατάλοιπο της υπηρεσίας που είχε φέρει μια φορά «κάτω», μπάνια στην θάλασσα που έδειχναν του θείου πως θα πάνε και τι μπορούν να κάνουν, γκαζόζα στον δημοτικό κήπο ξεναγώντας τον θείο πάλι, ψάξιμο για χέλια στο ποτάμι του χωριού, ακόμη ένας μεζές - αδυναμία του θείου από τα δικά του παιδικά χρόνια κι άλλες δραστηριότητες που δεν έκαναν εύκολα καθημερινά, λόγω απροθυμίας των γονέων.

Μια από τις πολλές φορές ήρθε τελικά ο θείος Γιώργης, του έκανε την χάρη η συμβία να περάσουν 15 μέρες με τους συγγενείς του...

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ...


Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 1o


Περιμένανε τα παιδιά, ο Ντίνος, ο Πετρής και το νήπιο ο Γιάννος ακόμη, με λαχτάρα να έρθει κάποτε ο θείος Γιώργης, να φέρει και δώρα, όπως τους έτασσε η μάνα τους.
Η αλήθεια ήταν πως όλη η οικογένεια κι ιδιαίτερα η Μαρία η μάνα, περίμενε να φανεί ο θείος Γιώργης, που ήταν ο μικρότερος αδελφός της κι είχε πολλά χρόνια να τον δει από κοντά.

Δεν ήταν στο εξωτερικό ο θείος Γιώργης, δεν πήγε ούτε στην Αμερική να προκόψει και να πλουτίσει, ούτε στην Αυστραλία να δουλέψει σαν ζωντόβολο σε φάρμες αλλονών αφεντικών, μπορούσε να κάνει το ίδιο και στο χωριό του, με καλύτερες συνθήκες.
Ούτε καν στην Γερμανία είχε πάει, που ήταν του συρμού τότε στην εποχή του, να δουλεύει βάρδιες σε φάμπρικα και να γυρίσει στα γεράματα σακατεμένος, με δέκα αρρώστιες να τον τρώνε και μια παλιά «Μερσεντές» που βρήκε σε τιμή ευκαιρίας σε κάποια μάντρα στη Στουτγκάρδη, όταν ήταν να φύγει, όπως καλή ώρα ο χωριανός του ο Αντώνης, που οδηγούσε περήφανος το σκουριασμένο σαράβαλο στους στενούς δρόμους του χωριού, διαδρομή σπίτι - καφενείο τρεις φορές τη μέρα.

Ο θείος Γιώργης πέρασε τα χρόνια του σαν Χωροφύλακας, σε ένα νησί του βόρειου Αιγαίου, με λίγους κατοίκους και σχετικά ήσυχη ζωή.
Καμάρι του χωριού του στα νιάτα του, με το ζηλευτό ύψος των 2,02 μέτρων, τον επέλεξαν στα 24 του χρόνια στην Χωροφυλακή, μετά κι από παρέμβαση του Πολυχρόνη Πολυχρονίδη, σεβαστού πολιτικού της εποχής, άγνωστο πως ενδιαφέρθηκε για κείνον, λόγω του αρρενωπότατου παραστήματος του κι όχι τόσο για την εξυπνάδα του ή την μόρφωση που είχε σαν απόφοιτος διθέσιου δημοτικού.

Αυτό τον έσωσε από τα χωράφια και τα πρόβατα του χωριού του, που ήταν η προοπτική δουλειάς του μετά την στρατιωτική του θητεία, μα τον καταδίκασε σε ισόβια εξορία σε Ρόδο για εκπαίδευση, Χίο, Σάμο, κλπ για υπηρεσία, κανείς ανώτερος δεν τον ήθελε σε μεγάλη πόλη σαν τροχονόμο που ξετέλεψε μετά τη σχολή.

Όποτε «ερχόταν κάτω» στα πάτρια εδάφη, προτιμούσε για διαμονή το σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του, που είχε παντρευτεί στην πόλη ωστόσο, που διέθετε χώρο να κοιμηθεί άνετα και να κάνει και μερικές βόλτες σε μέρη που γνώρισε σαν νέος.


Ο λόγος που σπάνια επισκεπτόταν την γενέτειρα του ήταν πεζός κι ανάξιος του, δικαιολογία μόνο για καρακατσουλιά και κατίνες:
Στα μέρη που υπηρετούσε είχε γνωρίσει μια γυναίκα της κακής ώρας, αρκετά χρόνια μεγαλύτερη του, μα ικανή να τον τυλίξει και να τον κάνει να την παντρευτεί, απογοητεύοντας τους δικούς του που είχαν άλλα σχέδια αποκατάστασης για τον πανύψηλο λεβέντη τους.
«Τον έβαλε στη βράκα της» η σαβούρα, και «τον έχει του χεριού της, ότι θέλει τον κάνει» λέγανε οι συγγενείς του μεταξύ τους, το άκουσε κάποτε εκείνη κι έκτοτε του απαγόρευσε να τους βλέπει συχνά.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ...