Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελικόπτερο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελικόπτερο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 3o


Δεν ήρθε βέβαια με το στρατιωτικό ελικόπτερο, μα κατέφτασε αξημέρωτα, πολύ πριν ξυπνήσουν τα παιδιά, με το «ΚΥΔΩΝ» το καινούριο πλοίο της γραμμής τότε.
Μετά συζύγου, σκαραβαίου και δώρων για όλους. Και δυο ολόκληρες εβδομάδες στην διάθεση τους, να χορτάσουν αλλήλους.

Τα παιδιά άκουσαν ομιλίες από πάνω όπου ήταν το δωμάτιο τους και σηκώθηκαν νωρίτερα.
Κάτω ο θρυλικός πια στη μνήμη τους θείος Γιώργης έπινε τον καφέ του.
Η μάνα τους και μια γυναίκα άγνωστη σ' αυτά συνομιλούσαν πίνοντας τους δικούς τους καφέδες. Έτρεξαν, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν πολλές φορές.

Μαζί με το γάλα τους σε λίγο, άνοιξαν οι τέσσερις βαλίτσες που είχε φέρει ο θείος, βγήκαν τα δώρα: 2 ταριχευμένα κροκοδειλάκια και μπισκότα για τα παιδιά, υφάσματα για την μάνα, μια κολώνια για τον πατέρα που σπάνια έβαζε από μόνος του κι από κάτι για τους άλλους στο χωριό αργότερα.


Και μια φωτογραφική μηχανή, την πρώτη που έβλεπε η οικογένεια μέχρι τότε, μα για τον θείο αυτή, να έχει κάποιες φωτογραφίες κι αναμνήσεις από τους δικούς του ανθρώπους. Αυτός μόνο ήξερε να την χειρίζεται άλλωστε, κάτι μαγικό για τα μάτια των μελών της οικογένειας.

Είχε και καλά νέα από τη δουλειά του, είχε γίνει υπαρχιφύλακας μετά είκοσι χρόνια υπηρεσίας, χάρηκε η μάνα που δεν ήξερε πως είχε μηδαμινή διαφορά από πριν.

Οι προσδοκίες παιδιών και μεγάλων επαληθεύτηκαν, με τον θείο Γιώργη να πραγματοποιεί όσα φαντάστηκαν σε βόλτες, ταξίδια, τραπέζια σε ταβέρνες σε παραλίες και χωριά, επισκέψεις σε δικούς και σε ξεχασμένους φίλους από παλιά.

Λες και ήξερε από πριν τι περίμεναν από αυτόν ή μάντευε επιτόπου με μια διαολεμένη ικανότητα που τους ξάφνιαζε ευχάριστα. Μέχρι και στο μακρινό χωριό του πατέρα πήγε, κουβαλώντας με το αμάξι κάτι πράγματα που ο γέρος δεν είχε άλλο τρόπο να μεταφέρει δωρεάν.

Να γνωρίσει και η γυναίκα του συνολικά τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο εκλεκτός της, που τον κρατούσε δέσμιο στον δικό της από ζήλια, «μην της τον πάρουν» οι ντόπιες, όπως χαιρέκακα διέδιναν οι δικοί του όταν ερωτώνταν γιατί δεν ερχόταν συχνότερα ο ξενιτεμένος και τους ξεχάσει τελείως στο τέλος.

Οι δυο αναζωογονητικές για όλους βδομάδες πέρασαν γρήγορα, όπως περνά καθετί που συναρπάζει, την τελευταία μέρα έγινε κι ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι προς τιμή του θείου Γιώργη που θα μας «ξεχάσει πάλι για πολύ καιρό» όπως του παραπονιόταν η αδελφή του στην κουζίνα, όταν η γυναίκα του επάνω έκλεινε τις βαλίτσες τους, ξεχειλισμένες από αγορές δώρων κι ενθυμίων για χάρη της.

Με μια τελευταία έκπληξη για όλους, θα τους έπαιρνε μέχρι το λιμάνι να δουν το πλοίο που θα τον έπαιρνε μακριά τους στον τόπο της ισόβιας οικειοθελούς εξορίας του, τον τόπο καταγωγής της συζύγου κι ύπαρξης της λιγοστής περιουσίας που πήρε προίκα και καλλιεργούσε ολοχρονίς, για μερικά χρόνια ακόμη, μέχρι την επόμενη συνάντηση του με τους δικούς του συγγενείς, όταν θα ήταν πάλι αλλαγμένος, ακόμη πιο μεγάλος και γερασμένος.

Στα παιδιά υποσχέθηκε να συντομεύσει την επόμενη επίσκεψη του να τα δει, επιβιβαζόμενος αυτήν την φορά κρυφά στο ελικόπτερο το γνωστό, αφού τον είχε ενημερώσει σχετικά η μάνα στην διάρκεια της εδώ παραμονής του.

Μα όταν το υποσχόταν, σίγουρα θα είχε σταυρώσει τα δάχτυλα πίσω του, κάτω από το βλοσυρό σε τέτοιες ελπίδες επιστροφής βλέμμα του προσωπικού του κέρβερου που είχε πάνω στον καφά του να τον επιτηρεί.

Όταν αξιώθηκε να επισκεφτεί πάλι τους δικούς του, το μεγαλύτερο παιδί που τότε ήταν στο δημοτικό, έλλειπε από το σπίτι.
Μόλις πριν λίγες μέρες, το είχαν καλέσει στρατιώτη.
20 χρονών πια το σγόρι κι ο θείος Γιώργης συνταξιούχος, με άσπρα λιγοστά μαλλιά.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 2o


Κατέβαινε για λίγες μέρες κάθε μερικά χρόνια, πάντοτε φυσικά με την συνοδεία κι επιτήρηση της συμβίας, μέρες που ανάλωνε σε βόλτες στην πόλη που όλο και μεγάλωνε κι άλλαζε κι αν πήγαινε να δει την γριά μάνα του στο χωριό, λίγο πριν φύγει, ήταν επίσκεψη αστραπή.

Και κάθε που ερχόταν ήταν αλλαγμένος, φαίνονταν μεγαλύτερος, γεροντότερος, κουρασμένος, είχε διαφορετικό πρόσωπο κάθε φορά.

Ήταν πράγματι σπάνιες οι φορές που ερχόταν ο θείος Γιώργης, που μια επικείμενη επίσκεψη του έπαιρνε μυθικές διαστάσεις για όλους σχεδόν, μικρούς και μεγάλους.
Στις επανειλημμένες ερωτήσεις των παιδιών για τον χρόνο και τρόπο του ερχομού του, η μάνα απαντούσε πως θα έρθει μ' ένα ελικόπτερο, από τον ουρανό να φτάσει γρήγορα να τους δει.

Κάθε που τα παιδιά άκουγαν τον γνώριμο ήχο του παλιού ελικοπτέρου που έφερνε στρατιωτικούς στο στρατόπεδο που υπήρχε τότε στην πόλη σε κεντρικό σημείο, τα παιδιά σήκωναν τα κεφάλια κοιτάζοντας τον ουρανό, προσπαθώντας να διακρίνουν το ελικόπτερο, να μαντέψουν την πορεία του κι ακόμη περισσότερο να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του θείου Γιώργη ανάμεσα στους επιβάτες που φαίνονταν σχεδόν καθαρά από τα παράθυρα της γκρίζας και κίτρινης πετομηχανής, καθώς χαμήλωνε αρκετά πάνω από τις στέγες των σπιτιών της γειτονιάς, για να προσγειωθεί τελικά σε απόσταση τριών τετραγώνων που απείχε από το σπίτι τους το στρατόπεδο.

- Θα έρθει τώρα ο θείος Γιώργης, ρωτούσαν με αγωνία την μάνα τους.
- Τώρα θα κάτσει το ελικόπτερο στην Ρεγγίνα, που έχει χώρο, σε λίγο θα είναι εδώ, θα τον δείτε, απαντούσε εκείνη, διασκεδάζοντας περισσότερο την δική της προσμονή να τον δει μπροστά της και να σφίξει στην αγκαλιά της τον μικρό της αδελφό, την αδυναμία της γιαγιάς, το καμάρι του χωριού που τόσο έλλειπε σε όλους τους.

Όσο αργούσε να φανεί ο θείος, μια απογοήτευση απλωνόταν σταδιακά στην αυλή, από τα παιδιά μέχρι και τους μεγάλους, που τελικά έπεφταν θύματα και οι ίδιοι των ψευδαισθήσεων που δημιουργούσαν στα παιδιά με το ελικόπτερο.
Κι ανανέωναν τις ελπίδες τους για τη επόμενη φορά που θ' άκουγαν τον ήχο του να έρχεται προς το μέρος τους, μια άλλη μέρα, μια άλλη φορά.

Τα παιδιά της αδελφής του τον περίμεναν στα σίγουρα όποτε άκουγαν από τους μεγάλους του σπιτιού πως πρόκειται να έρθει να μείνει μερικές μέρες και τους έβλεπαν μάλιστα να προμηθεύονται καλαμπόκια, που άρεσαν πολύ στον θείο Γιώργη να τα τρώει βραστά.

Η επίσκεψη του αντιπροσώπευε για όλους κάποια δώρα, έξοδο με παγωτό στο Σαντριβάνι τη Ναυτική Εβδομάδα, πάστες και λουκουμάδες από τον «Κρόνο», ζαχαροπλαστείο - φετίχ του θείου από την εφηβεία του, περιηγήσεις στην ενδοχώρα με τον σκαραβαίο VW που είχε αγοράσει κι οδηγούσε ο θείος Γιώργης, ανέβασμα κι ίσως βόλτα στην μηχανή Norton με τις θήκες στα πλάγια, κατάλοιπο της υπηρεσίας που είχε φέρει μια φορά «κάτω», μπάνια στην θάλασσα που έδειχναν του θείου πως θα πάνε και τι μπορούν να κάνουν, γκαζόζα στον δημοτικό κήπο ξεναγώντας τον θείο πάλι, ψάξιμο για χέλια στο ποτάμι του χωριού, ακόμη ένας μεζές - αδυναμία του θείου από τα δικά του παιδικά χρόνια κι άλλες δραστηριότητες που δεν έκαναν εύκολα καθημερινά, λόγω απροθυμίας των γονέων.

Μια από τις πολλές φορές ήρθε τελικά ο θείος Γιώργης, του έκανε την χάρη η συμβία να περάσουν 15 μέρες με τους συγγενείς του...

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ...


Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2008

Ο ΘΕΙΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ...Μέρος 1o


Περιμένανε τα παιδιά, ο Ντίνος, ο Πετρής και το νήπιο ο Γιάννος ακόμη, με λαχτάρα να έρθει κάποτε ο θείος Γιώργης, να φέρει και δώρα, όπως τους έτασσε η μάνα τους.
Η αλήθεια ήταν πως όλη η οικογένεια κι ιδιαίτερα η Μαρία η μάνα, περίμενε να φανεί ο θείος Γιώργης, που ήταν ο μικρότερος αδελφός της κι είχε πολλά χρόνια να τον δει από κοντά.

Δεν ήταν στο εξωτερικό ο θείος Γιώργης, δεν πήγε ούτε στην Αμερική να προκόψει και να πλουτίσει, ούτε στην Αυστραλία να δουλέψει σαν ζωντόβολο σε φάρμες αλλονών αφεντικών, μπορούσε να κάνει το ίδιο και στο χωριό του, με καλύτερες συνθήκες.
Ούτε καν στην Γερμανία είχε πάει, που ήταν του συρμού τότε στην εποχή του, να δουλεύει βάρδιες σε φάμπρικα και να γυρίσει στα γεράματα σακατεμένος, με δέκα αρρώστιες να τον τρώνε και μια παλιά «Μερσεντές» που βρήκε σε τιμή ευκαιρίας σε κάποια μάντρα στη Στουτγκάρδη, όταν ήταν να φύγει, όπως καλή ώρα ο χωριανός του ο Αντώνης, που οδηγούσε περήφανος το σκουριασμένο σαράβαλο στους στενούς δρόμους του χωριού, διαδρομή σπίτι - καφενείο τρεις φορές τη μέρα.

Ο θείος Γιώργης πέρασε τα χρόνια του σαν Χωροφύλακας, σε ένα νησί του βόρειου Αιγαίου, με λίγους κατοίκους και σχετικά ήσυχη ζωή.
Καμάρι του χωριού του στα νιάτα του, με το ζηλευτό ύψος των 2,02 μέτρων, τον επέλεξαν στα 24 του χρόνια στην Χωροφυλακή, μετά κι από παρέμβαση του Πολυχρόνη Πολυχρονίδη, σεβαστού πολιτικού της εποχής, άγνωστο πως ενδιαφέρθηκε για κείνον, λόγω του αρρενωπότατου παραστήματος του κι όχι τόσο για την εξυπνάδα του ή την μόρφωση που είχε σαν απόφοιτος διθέσιου δημοτικού.

Αυτό τον έσωσε από τα χωράφια και τα πρόβατα του χωριού του, που ήταν η προοπτική δουλειάς του μετά την στρατιωτική του θητεία, μα τον καταδίκασε σε ισόβια εξορία σε Ρόδο για εκπαίδευση, Χίο, Σάμο, κλπ για υπηρεσία, κανείς ανώτερος δεν τον ήθελε σε μεγάλη πόλη σαν τροχονόμο που ξετέλεψε μετά τη σχολή.

Όποτε «ερχόταν κάτω» στα πάτρια εδάφη, προτιμούσε για διαμονή το σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής του, που είχε παντρευτεί στην πόλη ωστόσο, που διέθετε χώρο να κοιμηθεί άνετα και να κάνει και μερικές βόλτες σε μέρη που γνώρισε σαν νέος.


Ο λόγος που σπάνια επισκεπτόταν την γενέτειρα του ήταν πεζός κι ανάξιος του, δικαιολογία μόνο για καρακατσουλιά και κατίνες:
Στα μέρη που υπηρετούσε είχε γνωρίσει μια γυναίκα της κακής ώρας, αρκετά χρόνια μεγαλύτερη του, μα ικανή να τον τυλίξει και να τον κάνει να την παντρευτεί, απογοητεύοντας τους δικούς του που είχαν άλλα σχέδια αποκατάστασης για τον πανύψηλο λεβέντη τους.
«Τον έβαλε στη βράκα της» η σαβούρα, και «τον έχει του χεριού της, ότι θέλει τον κάνει» λέγανε οι συγγενείς του μεταξύ τους, το άκουσε κάποτε εκείνη κι έκτοτε του απαγόρευσε να τους βλέπει συχνά.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ...