Από τα ορεινά χωριά κατέβηκε ένας χωρικός στην πόλη, μια φορά τα
χρόνια κείνα που οι μετακινήσεις γινόταν μόνο με γαϊδάρους, αφού δεν
υπήρχανε αυτοκίνητα...
Φτάνοντας στην πόλη και σέρνοντας τον γάιδαρο του, ο χωριάτης βλέπει ένα μαγαζί "Εδώδιμα - Αποικιακά" γεμάτο προϊόντα κρεμασμένα μέσα κι έξω.
- Θα μου κόψεις λιγάκι πετσί για σόλες, λέει του εμπόρου και του δείχνει μερικά ξερά τομάρια που κρεμότανε σε ένα γάντζο.
- Αυτά που δείχνεις δεν είναι πετσιά, του λέει ο έμπορος, μα μπακαλιάρος...
- Μπακαλιάρος; του αντιγυρίζει ο χωριάτης...Και ίντα είναι τουτονά;
- Μεγάλο ψάρι, παστό, δεν έχεις ξαναδεί; του απαντά ο έμπορος.
- Όι μπρέ, δεν έχω δει τέτοιο ούτε έχω φάει ακόμη. Πως το ψήνουνε;
Του εξηγεί ο έμπορος πως τον βάνουνε στο νερό πολλές ώρες, τον κόβουνε και τον τηγανίζουνε και γίνεται πεντανόστιμος με σκορδαλιά.
Στο τέλος αγοράζει ο χωριάτης ένα κομμάτι παστό μπακαλιάρο, τον κρεμά σε ένα από τα πίσω σκαρβέλια του σομαριού του γαιδάρου, κι αφού έκανε τις υπόλοιπες δουλειές του κίνησε να γυρίσει στο χωριό του, καβάλα στο ζώο του...
Κοντεύοντας να φτάσει και περνώντας από άλλο χωριουδάκι, ένας κούλουκας λυτός που γύριζε στον δρόμο μυρίστηκε το παστό ψάρι και ζυγώνοντας τον γάιδαρο που περπατούσε αργά, θέτει μια στιγμή έναν καμπανό και αρπά στα δόντια του το κομμάτι, που ξεσύρθηκε από το σκαρβέλι και γλακά να φύγει με τη λεία του.
Ο χωριάτης που με το τράνταγμα του καμπανού γύρισε να δει τι συμβαίνει, βλέπει τον κούλουκα ν' απομακρύνεται και πριν χαθεί ολότελα από τα μάτια του, προλαβαίνει και του φωνάζει:
- Που πας μωρέ κακομοίρη, δεν είναι κρέας τουτονά μα μπακαλιάρος και την συνταγή να το φάεις δεν την κατέεις, μα εμένα μου την είπε ο έμπορος στην πόλη!
Φτάνοντας στην πόλη και σέρνοντας τον γάιδαρο του, ο χωριάτης βλέπει ένα μαγαζί "Εδώδιμα - Αποικιακά" γεμάτο προϊόντα κρεμασμένα μέσα κι έξω.
- Θα μου κόψεις λιγάκι πετσί για σόλες, λέει του εμπόρου και του δείχνει μερικά ξερά τομάρια που κρεμότανε σε ένα γάντζο.
- Αυτά που δείχνεις δεν είναι πετσιά, του λέει ο έμπορος, μα μπακαλιάρος...
- Μπακαλιάρος; του αντιγυρίζει ο χωριάτης...Και ίντα είναι τουτονά;
- Μεγάλο ψάρι, παστό, δεν έχεις ξαναδεί; του απαντά ο έμπορος.
- Όι μπρέ, δεν έχω δει τέτοιο ούτε έχω φάει ακόμη. Πως το ψήνουνε;
Του εξηγεί ο έμπορος πως τον βάνουνε στο νερό πολλές ώρες, τον κόβουνε και τον τηγανίζουνε και γίνεται πεντανόστιμος με σκορδαλιά.
Στο τέλος αγοράζει ο χωριάτης ένα κομμάτι παστό μπακαλιάρο, τον κρεμά σε ένα από τα πίσω σκαρβέλια του σομαριού του γαιδάρου, κι αφού έκανε τις υπόλοιπες δουλειές του κίνησε να γυρίσει στο χωριό του, καβάλα στο ζώο του...
Κοντεύοντας να φτάσει και περνώντας από άλλο χωριουδάκι, ένας κούλουκας λυτός που γύριζε στον δρόμο μυρίστηκε το παστό ψάρι και ζυγώνοντας τον γάιδαρο που περπατούσε αργά, θέτει μια στιγμή έναν καμπανό και αρπά στα δόντια του το κομμάτι, που ξεσύρθηκε από το σκαρβέλι και γλακά να φύγει με τη λεία του.
Ο χωριάτης που με το τράνταγμα του καμπανού γύρισε να δει τι συμβαίνει, βλέπει τον κούλουκα ν' απομακρύνεται και πριν χαθεί ολότελα από τα μάτια του, προλαβαίνει και του φωνάζει:
- Που πας μωρέ κακομοίρη, δεν είναι κρέας τουτονά μα μπακαλιάρος και την συνταγή να το φάεις δεν την κατέεις, μα εμένα μου την είπε ο έμπορος στην πόλη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου