Όταν ζούσε ακόμη ο Καμινοκωστής ο μαντιναδολόγος είχε πάει για επίσκεψη μια φορά στον φίλο του τον Παπαδάκη ή Λαγό στην Κουδουμαλιά στο Λασίθι.
Ο Παπαδάκης χάρηκε που είδε τον καλό του φίλο ύστερα από πολύ καιρό, τον φιλοξένησε καλά όπως ξέρουνε οι Κρητικοί, μα το σπίτι του ήταν μικρό και δεν είχε πολύ χώρο.
Έτσι αργά το βράδυ όταν ήρθε η ώρα να κοιμηθούνε, ξαπλώνουνε και οι τρείς, ο Καμινοκωστής, ο Παπαδάκης και η γυναίκα του στο ίδιο κρεββάτι, το μοναδικό που είχανε.
Κοιμηθήκανε όπως μπορούσανε, ένα βράδυ ήτανε και πέρασε όπως - όπως...
Το πρωί που ξυπνήσανε ο Καμινοκωστής καλέι τον φίλο του σε μια γωνιά παράμερη και του λέει εμπιστευτικά κι έμμετρα όπως συνήθιζε να φτιάχνει αυτοσχέδιες μαντινάδες:
Σύντεκνε μάθε πως η συντέκνισσα
δεν είναι μπιστεμένη
ούλη τη νύχτα με τη χέρα της
μου την είχε κρατημένη.
Μα ο Παπαδάκης του απαντά αμέσως κοφτά και άμεσα:
Σύντεκνε εγώ σου την εκράτουνα
με τη δεξιά μου χέρα
μην τύχει η αφιλότιμη
και πάει παραπέρα!