Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πόθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα πόθος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΠΩΛΗΤΗ...


Με τις πωλήσεις ασχολούνταν ο Χρήστος.

Αν κι είχε κάνει καλές σπουδές κι είχε όρεξη για δουλειά, δεν είχε την τύχη να διοριστεί κάπου, λόγω πεποιθησεων περισσότερο που δεν του επέτρεπαν να ξημεροβραδιάζεται στα πολιτικά γραφεία ζητώντας μονίμως ένα κάποιο βόλεμα.

Ούτε είχε καταφέρει να νοικιάσει τον εαυτό του σε κάποιο αφεντικό έναντι μισθού.
Είχε πέσει στην παγίδα του ελεύθερου ωραρίου, της ελευθερίας κινήσεων, του εισοδήματος χωρίς οροφή, της αναζήτησης της πρόκλησης, της επίτευξης στόχων, της προσωπικής ανάπτυξης και βελτίωσης.

Αυτές τις επινοήσεις που έχει σκεφτεί κι εφαρμόσει η εργοδοσία, για να πετύχει να δουλεύει κάποιος χωρίς μισθό και τα υπόλοιπα εργασιακά δικαιώματα, μα να τα δίνει όλα για όλα έναντι κάποιας υποσχεμένης προμήθειας όταν πετύχει ένα στόχο, ή να ακούει το "μόνο εσύ φταίς που απέτυχες" όποτε αποτυγχάνει.

Έτσι ο Χρήστος γύριζε ολημερίς με μια τσάντα στο δρόμο προς αναζήτηση πελατείας, κλείσιμο ραντεβού και παρουσιάσεις για να μπορέσει να επιβιώσει στις πωλήσεις, αφού οι μοναδικές δουλειές που τον ήθελαν σαν συνεργάτη αυτό αφορούσαν...

Με τις πωλήσεις ασχολούνταν και η Φένια.

Αντίθετα με τον Χρήστο όμως, αυτή κατόρθωσε να φορτώσει την ζωή της σε ένα αφεντικό, δούλευε μέσα σε ένα επώνυμο κατάστημα ένδυσης, έπαιρνε σίγουρο μισθό κι ότι άλλο δικαιούνταν, είχε την παρέα της εκεί, τον καφέ της κερασμένο, το air contition και τις μοκέτες στο πάτωμα να κάνουν ανετότερη τη ζωή της τις ώρες που πουλούσε ρούχα.

Ενώ στην ουσία έκαναν το ίδιο πράμα, πουλούσαν και οι δυο, στην πράξη οι ζωές και οι δουλειές τους ήταν τελείως διαφορετικές, η Φένια αισθανόταν τακτοποιημένη και σίγουρη, πήγαινε το πρωί, άνοιγε την πόρτα του μαγαζιού και περίμενε τους πελάτες που έρχονταν οικοιοθελώς, αντί να τους ψάχνει εναγωνίως όλη μέρα και να τους ενοχλεί ν' αγοράσουν...

Σιγουριά που την όφειλε κυρίως στον ωραίο κώλο και τη σέξυ παρουσία της, το μοναδικό της προσόν πέρα από το απολυτήριο του λυκείου που διέθετε, που της εξασφάλισε τελικά την θέση που είχε.

Ο Χρήστος γνώρισε την Φένια στο outlet μαγαζί της, όπου πήγαινε συχνά κι αγόραζε ρούχα σε προσιτές τιμές. Επώνυμα ρούχα, κοστούμια, πουκάμισα και παντελόνια που ήταν όμως τα "σπασμένα νούμερα" και τα απούλητα υπόλοιπα του άλλου abovo μαγαζιού που το ίδιο αφεντικό διέθετε επίσης, που αν τύχαινε κι έβρισκε κανείς ένα κομμάτι που του ταίριαζε το έπαιρνε σε τιμή ευκαιρίας, αν όχι άκουγε "αυτά έχουμε, αν δεν σε βολεύουν μην ψάχνεις...".

Την γκάμα του μαγαζιού συμπλήρωναν και κάμποσες εισαγωγές μαιμούδων από την Κίνα, την Ινδία και το Μπαγκλαντές που πουλιούνταν σε τιμές λίγο κάτω των original σε αφελείς φτωχομπινέδες, πώς αλλιώς νομίζετε πως έβγαιναν τα λεφτά για το νοίκι του μαγαζιού, τους μισθούς της Φένιας και των άλλων και να μένει κέρδος για το αφεντικό που είχε την ιδέα και την ευθύνη ολονών;

Από το outlet ήταν τα κοστούμια που συμπλήρωναν την εμφάνιση του Χρήστου, απαραίτητο προσόν στις πωλήσεις και είχε αρκετά. Με τις συχνές αγορές που έκανε είχαν μια οικοιότητα με την Φένια, που τον έβλεπε όμως σαν καλό πελάτη που ξόδευε αρκετά λεφτά για ντύσιμο.

Έπρεπε να κάνει αρκετές οικονομίες όπως μπορούσε, ώστε να έχει και φίνα ρούχα και σεμινάρια αυτοβελτίωσης να παρακολουθεί και ειδικά βιβλία να διαβάζει κι επαγγελματικά ταξίδια να μπορεί να κάνει, όλα απαραίτητα στην απαιτητική δουλειά του.

Ο Χρήστος περίμενε περισσότερα, ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα, να βγαίνουν κιόλας, να συζητούν κι ότι άλλο ήθελε προκύψει από τη γνωριμία δυο νέων ανθρώπων. Αν και η Φένια δεν ήταν εντελώς αρνητική απέναντι του, δεν έδειχνε πρόθυμη για ένα ραντεβού.

Ήξερε πως ο Χρήστος ασχολούνταν με πωλήσεις επίσης, μα τον έβλεπε όλη μέρα στον δρόμο να τρέχει για πελάτες. Ήξερε πως δεν είχε σταθερό και σίγουρο μισθό, ούτε βέβαιο αύριο στη δουλειά που αναγκαστικά έκανε.

Αυτή είχε θέση και προορισμό κάθε πρωί, ο άλλος ήταν στον δρόμο ψάχνοντας, αν μια μέρα δεν εύρισκε ή όταν γερνούσε λίγο, κουραζόταν ευκολότερα και δεν φτουρούσε πια παύοντας να πουλά, τότε τι;
Ή αν τα προϊόντα που πουλούσε δεν περνούσαν πια στο κοινό;

Τέτοιες πρακτικές σκέψεις έκανε η Φένια που είχε τον Χρήστο στο περίμενε..

Δεν έφτανε μόνο αυτό, ο Χρήστος είχε κι άλλον ανταγωνιστή:
Τον βοηθό καφετζή της γειτονιάς, που λόγω δουλειάς έμπαινε στο μαγαζί 5 - 6 φορές τη μέρα, κουβαλώντας καφέδες, νερό, σάντουιτς κλπ. Φτωχοδιάολος κι αυτός, ωστόσω υπερτερούσε του Χρήστου στο ότι είχε δουλειά μισθωτή, σταθερή και γνωστή στη Φένια, τη οποία εξυπηρετούσε καθημερινά για μερικά χρόνια πριν την συναντήσει ο Χρήστος.

Νεαρός κι εμφανίσιμος, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση κι ικανότητες, δουλεία του ήταν να παίρνει παραγγελίες, να τις φτιάχνει στο καφενείο που δούλευε και να τις πηγαίνει στα γύρω μαγαζιά, δουλειά χωρίς ουσία, προκλήσεις ή έντονες συγκινήσεις.
Κάνοντας την όμως καθημερινά πρωί - απόγευμα, είχε την ανέλπιστη ευκαιρία να μπαίνει στα μαγαζιά και να φλερτάρει όποια κοπέλα δούλευε μέσα...

Μεγάλη τύχη για έναν 25άρη νεαρό να έχει καλό μισθό από δουλειά που δεν απαιτεί να σκέφτεται, να κάνει μελέτες κι υπολογισμούς, να χειρίζεται περίπλοκες μηχανές ή να διαπραγματεύεται μ' ανθρώπους που του τα πρήζουν, ούτε να φέρνει συγκεκριμένα αποτελέσματα κι επιδόσεις που θα καθορίζουν την αμοιβή του.

Στο βασίλειο του φραπέ έχει εξασφαλισμένη τη ζωή του.
Και δεν χρειάζεται να πληρώνει συχνά ρούχα ακριβά, για να βρίσκεται κοντά στη Φένια..Της πηγαίνει το ποτήρι το πρωί και το παίρνει κατά το μεσημέρι πριν να κλείσουν, βρίσκοντας καθημερινά ευκαιρία να τη φλερτάρει και πότε - πότε να την αγγίζει ερωτικά...

Εξάλλου η Φένια ήταν σέξυ, γλυκομίλητη με όλους όσους έμπαιναν στο μαγαζί της, αυτό τράβηξε και τον Χρήστο και θέλει να τη γνωρίσει καλύτερα και στενότερα, επιθυμητή από όσους τη βλέπουν, εκτός αν είναι gay βέβαια, μα και πάλι θα τους ήταν ιδανική για παρέα, τόσο γλύκα και τσαχπινιά έχει...

Τη θέλουν πολλοί μα δεν ξέρει κανείς τι σκέφτεται η ίδια...

'Ισως έχει κάποιον δεσμό, έναν τυχερό που χωρίς κόπο και προσπάθεια από μέρους του, του χαρίζει το κορμί, την ψυχή και τον εύκολο μισθό της...

Ίσως χρησιμοποιεί το νεαρό καφετζή να ικανοποιείται σκέτα ερωτικά, ώστε να ηρεμεί και να περιμένει την ευκαιρία της ζωής της...

ίσως να το έχει πάρει απόφαση πως με την δουλειά που κάνει δεν θα γνωρίσει ποτέ γαμπρό γιατρό και δικηγόρο και να έχει βλέψεις σε νοικοκύρη άνθρωπο σαν το αφεντικό της ή τα παιδιά /κληρονόμοι του, να της μείνει και το μαγαζί που είναι οχτώ χρόνια τώρα.

Εξάλλου αυτός είναι που την έχει φορτωθεί, την έφερε εκεί που την βλέπουν όλοι οι παραπάνω και πληρώνει κάθε μήνα τον μισθό της. ε; δεν δικαιούται να φάει κι ένα μεζεδάκι από αυτό που όλοι λιμπίζονται; Η Φένια τον ξέρει, τον εκτιμά, τον σέβεται και τον υπακούει πολύ καιρό τώρα, τι να την κρατήσει;

Ίσως περιμένει να πιάσει την καλή στη ζωή ο Χρήστος, να βρεθεί με παρά χοντρό από μια καλή συμφωνία με έναν εκλεκτό πλούσιο πελάτη, να αποκτήσει δική του δουλειά και να στέλνει άλλους να πουλούνε να του φέρνουν κέρδη, να τον γνωρίσει επιτέλους καλύτερα κι εκείνη, μιας και ακόμη δεν τον αποπήρε εντελώς μα τον παρακολουθεί όταν περνά απέξω βιαστικός...

Να έχει έναν επιτυχημένο να στηριχτεί, να σιγουρέψει και τον ωραίο κώλο της μιας και τα χρόνια περνούν...

Το βέβαιο είναι πως κι αύριο το πρωί η Φένια θα τον κουνήσει καθώς θα πηγαίνει ν' ανοίξει κατα τις 9 πμ, ο καφετζής θα φέρει τον καφέ της λίγο αργότερα, το αφεντικό θα περάσει να διαπιστώσει πως όλα βαίνουν καλώς και ο Χρήστος όταν χρειαστεί νέο κοστούμι θα ξαναμπεί στο outlet μαγαζί, χρησιμοποιώντας όλες τις ικανότητες του να βρεί λίγο χρόνο ενόσω προβάρει τα ρούχα, ώστε να μιλήσουν πάλι για μερικά λεπτά...

Τρίτη 29 Ιουλίου 2008

ΑΞΙΟΘΡΗΝΗΤΟΙ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΕΣ...


Είχα αναφερθεί παλιότερα σε μια ιστορία γελοίου ανώμαλου με τίτλο "Ε ΚΑΙ Ε: ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΕΙ".

Αν σας ενδιαφέρει να θυμηθείτε τα καμώματα του, ανατρέξετε στο αρχείο να τη διαβάσετε.

Φαίνεται όμως πως το σιχαμένο υποκείμενο βρήκε τρόπο να εκδικηθεί το γυναικείο φύλο, που δεν του καθότανε και καθόλου. Αφού δεν μπορούσε να έχει τις εικοσάρες αδερφές που ποθούσε, το έριξε σε μικρότερες ηλικίες, μα πολύ μικρότερες από 20...

Θύματα του έχουν πέσει φτωχές παιδούλες, συνήθως τσιγγανάκια που με λίγα ευρώ που παίρνανε στο χέρι μετρητά χωρίς να χρειαστεί να ζητιανεύουν ώρες, καθότανε να τις χαϊδεύει και στη συνέχεια τον εκτονώνανε με κάποιον τρόπο...

Τρείς είναι οι τρόποι όλοι κι όλοι, ήθελε ποικιλία ο γελοίος και τους εφάρμοζε εναλλάξ...

Που το ξέρω εγώ; Ο ίδιος κοκορευόταν σε φίλους του υπό την επήρεια αρκετής ποσότητας τσικουδιάς στην "Ρέμβη" που είναι τακτικός θαμώνας, την μοναδική φορά την τελευταία δεκαετία που έτυχε να κάτσω κι εγώ, για ένα κέρασμα από τον ηλικιωμένο γνωστό μου που κάποτε βοήθησα να σηκωθεί από χάμω ύστερα από γλίστρημα και πέσιμο στο πεζοδρόμιο μια μέρα που ψιλόβρεχε...

Έτσι πίνοντας έναν μέτριο ελληνικό καφέ άκουγα για αρκετή ώρα μια σιχαμένη αφήγηση για τις λεπτομέρειες που ο κάθε τρόπος ερωτικής εκτόνωσης εφαρμόζεται σε 9χρονες μελαχροινές τσιγγανούλες, ή πιθανές παραλλαγές του σε λίγο μεγαλύτερες ή ευτραφέστερες...

Δεν είναι κι ότι καλύτερο ν' ακούω μια τέτοια ιστορία, μάλιστα για παιδιά που ήξερα κι έβλεπα καθημερινά, αφού κοιμότανε με τις οικογένειες τους στο μεγάλο πάρκινγκ ακριβώς από κάτω από το παραδοσιακό καφενείο της "Ρέμβης" όπου σε κάποιες γωνιές κρυμμένες από φυλλωσιές εκτελούσε το έργο του...

Δεν χρειαζότανε και πολύ ώρα στην ηλικία του, μερικά λεπτά που ήθελε να ολοκληρώσει τα ανεχότανε οι μικρές άπορες τσιγγάνες. Τα λίγα ευρώ που τους έδινε φτάνανε για ψωμί και μερικές κονσέρβες να βγει μια ακόμη μέρα.
Μαζί με κάποιες κόκα - κόλες για αυτές και μπύρες για τον μπαμπά...

Ποιός νοιάζεται για τ΄άλλα όταν δεν γνωρίζει αν μπορέσει να φάει αύριο;
Η ιστορία του όμως εύρισκε ευήκοους ακροατές άλλους ξοφλημένους της ζωής, αποκτηνωμένα πατσαούρια κι αυτοί της οικοδομής, κακοπαντρεμένοι με σαβουρογυναίκες γλωσσοκοπάνες, με ελάχιστη ή ανύπαρκτη ερωτική ικανοποίηση κι αυτοί.

Φαινεται πως αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των καρπαζωμένων να αναζητούν επιβεβαίωση του θιγμένου αντρισμού τους με άβουλες μικρούλες, όπως και το να συχνάζουν στο εν λόγω καφενείο που σε πολύ κοντινή απόσταση βρίσκεται δημοτικό σχολείο, το συγκεκριμένο μάλιστα με τον μεγαλύτερο αριθμό αλλοδαπών παιδιών στην πόλη, που από τη μια η φτώχεια απο την άλλη οι γονείς που λείπουν δουλεύοντας πολλές ώρες κάθε μέρα, τα κάνει ιδανικό στόχο για ανώμαλες ορέξεις...

Τα γούστα διαφέρουν άλλοι προτιμούν τις ρωσοπόντιες, άλλοι αλβανίδες ή μολδαβές, κάποιοι αγοράκια σαν πιο πιστά κι εχέμυθα...

Γεγονός πάντως είναι πως μερικοί κάπου, κάποτε, τις είχαν τις εμπειρίες τους και με την ευκαιρία του αλλουνού τις έβγαζαν στην επιφάνεια και τις κοινοποιούσαν μεταξύ τους.

Ιδανικό στέκι τους το καφενείο μόνο ένα τετράγωνο από το πάντα θυμάμαι υποβαθμισμένο σχολείο.

Άσε από την μια πλευρά είναι σε κεντρικό δρόμο που έχουν την ευκαιρία να βλέπουν αρκετές "μεγάλες" να περνούν, που αποκαλούνται ψυθιριστά πουτάνες αφού δεν καταδέχονται να τους κοιτάξουνε...

Ενώ τα θύματα σας σας λατρεύουν, έ ρεμάλια;

Τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που τους βάζετε στα χέρια αφού κουμπώσετε το φερμουάρ σας κάνουν εραστές, έτσι νομίζετε;

Μη ζητάτε να σας φέρω αποδείξεις για τις σιχαμένες συνουσίες τους, δεν με κάλεσαν να τις κινηματογραφήσω κιόλας...

Οι σεμνότυφοι υποκριθείτε πως δεν συμβαίνει τίποτα, οι αδιάφοροι καναπεδάτοι ασχοληθείτε με τον δολοφόνο του επώνυμου gay "καλλιτέχνη" που συνελήφθη τελικά (αναρωτηθείτε τουλάχιστον από που το πρωτογνώρισε κι αυτός το βίτσιο που τον σκότωσε τελικά), οι φτωχότεροι δουλέψτε υπερωρίες "για τα παιδιά" αφήνοντας τα συγχρόνως αμολητά στον δρόμο όλη μέρα που λείπετε...

Αυτοί που είναι να τα βλάψουν το ξέρουν και καραδοκούν. Αν τύχει και πιαστούν κάποτε θα παριστάνουν κι αυτοί τους εργατικούς νοικοκυραίους ή τους σεβαστούς παππούδες που θίχτηκαν... Α σιχτίρι..

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Ε & Ε: ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΕΙ...


Τα Ε και Ε σημαίνουν Ελεάννα και Ελευθερία. Αδερφές, 22 και 20 χρονών αντίστοιχα, βαμμένες ξανθές και sexy κατά γενική ομολογία.

Τελειώνοντας το σχολείο και ξέροντας πως δεν θα είχαν καμιά τύχη με Πανελλαδικές εξετάσεις, βρήκαν δουλειές αντάξιες τους όπως και σε κάθε νεαρή κοπέλα με ωραίο κώλο: βοηθός σε κομμωτήριο πολυτελείας η μια και γκαρσόνα σε μοδάτη νεανική καφετέρια η άλλη. Μισθός άμεσος και χωρίς σπουδές και χαμένα χρόνια, +2.000 ευρώ μηνιαίως συνολικά, που μοιραζόταν όπως κάνανε με όλα τα πράγματα τους.

Με την ζωή μπροστά τους και αντικείμενα του πόθου του ανεκπλήρωτου του Γιάννη Μ. Όπου Γιάννης Μ. παλαβωμένος 60ρης, κακομούτσουνος καμπούρης και ψευτόμαγκας, επάγγελμα "οικοδομικές εργασίες" για την ακρίβεια μικρής έκτασης μερεμέτια, για τίποτα παραπάνω δεν ήτανε ικανός...

Παράουρος κι ασουλούπωτος ήτανε, μάτια όμως είχε και τα κάρφωνε πολλά χρόνια τώρα στα κορίτσια που τις έβλεπε να μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά και ιδίως τα τελευταία χρόνια να μεταλλάσσονται σε εντυπωσιακές ξανθές bimbo που ηθελημένα ή όχι προκαλούσαν μύριες τόσες φαντασιώσεις σε πολλούς.

Και γυναίκα είχε ο Γιάννης, ένα τέρας στην εμφάνιση και τη γλώσσα, στην δική του ηλικία που πριν χρόνια αμέτρητα είχε φορτωθεί με προξενιό. Σεξουαλικές χαρές δεν απόλαυσε ποτέ στην ζωή του με αυτήν πέρα από τα τυπικά συζυγικά του καθήκοντα, που τους απέφεραν και δυο παιδιά που βλέποντας τη μιζέρια του πατέρα τους δοκίμασαν την τύχη τους στην ξενιτιά και χάθηκαν τα ίχνη τους...

Μένοντας με την γριά ο Γιάννης και βλέποντας τα χρόνια του να περνούν και τα περιθώρια να στενεύουν έβαλε σκοπό της υπόλοιπης ζωής του να έχει μια ερωτική περιπέτεια τουλάχιστον με την μια από τις sexy αδερφές ή ακόμη καλύτερα και με τις 2 ταυτόχρονα, πράγμα που αποτελούσε και τη πιο τολμηρή του φαντασίωση.
Κρυφά βέβαια από τον πατέρα τους που συχνά δούλευαν μαζί στις οικοδομές και προπαντός τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς που τον ήξεραν χρόνια, τον κορόιδευαν για την καμπούρικη σιλουέτα του και πρόθυμα θα κάρφωναν στην (φίλη τους) γυναίκα του οποιαδήποτε παρασπονδία του έπεφτε στην αντίληψη τους...

Τις έβλεπε να περνούν μόνες ή μαζί μπροστά από το φτηνό καφενείο που σκότωνε την ώρα και τη μιζέρια του κάθε απόγευμα κι αργία, κάρφωνε τα μάτια του στα καλλίγραμμα μέρη που έδειχναν άφθονα, ακολουθούσε με το βλέμμα την πορεία τους κι εκμυστηρευόταν στυος υπόλοιπους θαμώνες πως μια μέρα θα τις έκανε δικές του και θ' απολαμβανε αυτό που του κουνούσαν τώρα...
Πάντα ή μια - μια ή και τις δυο μαζί...

Η καζούρα έπεφτε σε μεγάλες δόσεις από τους άλλους ξοφλημένους, που ήξεραν πως τέτοια κερασάκια δεν θα έτρωγαν ποτέ αυτοί, πόσο μάλλον ο καμπούρης και κακομούτσουνος γνωστός τους που ορεγόταν εικοσάχρονα νινιά με πολλή πέραση σε σαλιάρηδες νεαρούς ακόμη...Και του έθεταν το ερώτημα αν προφτάσει, μέχρι να φτάσει στο σημείο να μην μπορεί πια κι ας του το δίνουν και τζάμπα.

Αυτές βέβαια δεν είχαν ιδέα, έβλεπαν που τις κοίταζε κι αυτός και δεκάδες άλλοι ερωτικά, μα δεν φαντάζονταν τις βλέψεις που είχε ο "κύριος Γιάννης", τόσα χρόνια τώρα τον ήξεραν που από μικρά κοριτσάκια θυμούνται να γελούν όποτε τον έβλεπαν να περνά στον δρόμο τον καμπούρη. Το τελευταίο που ήθελαν ήταν ένας τέτοιος απρόσκλητος κι αχρείαστος εραστής τώρα που είχαν ότι ήθελαν από λεφτά και (καθημερινή) διασκέδαση.

Όσο για τον πατέρα σημασία περί τα ερωτικά των κορών του, αποχαυνονόταν με την μπάλα στην τηλεόραση και αποκοιμόταν μετά με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην ανοιχτή συσκευή, μακάριος για τη ομάδα "του", το ξέρανε το χούι του και πηδούσανε ανενόχλητοι οι εφήμεροι εραστές, έλπιζε κι ο άλλος παράουρος να τσιμπήσει ένα μεζεδάκι στη ζούλα.

Δεν ήταν δα και κάποιος επιτυχημένος ο Γιάννης Μ. στην show bizz τουλάχιστον, να τις βοηθήσει να κάνουν καριέρα καλύτερη από τώρα, αγράμματο κι άξεστο πατσαούρι της οικοδομής ήταν και σύντομα συνταξιούχος, τι να χαραμίσουν για αυτόν και τι είχαν να κερδίσουνε; Σάμπως θα κατάφερνε να τις ικανοποιοήσει ή θάπεφτε ξερός αν ποτέ τις έβλεπε μπροστά του γυμνές και πρόθυμες και τις δυο μαζί;

Εκείνος το χαβά του, επέμενε πως μπορούσε να τις έχει δικές του.
Περνούσε τέσσερις φορές την μέρα κάτω από το σπίτι τους, πηγαίνοντας στο δικό του. Ξόδευε ώρα πλένοντας το παλιό Ντάτσουν 30ετίας που είχε για την δουλειά, κοιτάζοντας ψηλά και περιμένοντας να φανούν στο μπαλκόνι να απλώσουν ή να μαζέψουν τα ρούχα, που για καλή του τύχη άλλαζαν 2- 3 φορές τη μέρα.

Αυτό αποτελούσε και τη μοναδική του ευκαρία να δει τι χρώμα ήταν τα βρακάκια τους και τα μαγιώ τους, όπως τα έβλεπε κρεμασμένα με μανταλάκια στο εσώτερο σκοινί της απλώστας, μα τα μάτια του είχαν εξασκηθεί αρκετά να τα ξεχωρίζει ένα - ένα και να τροφοδοτεί το μυαλό του το λίγο με πονηρές σκέψεις και την προσδοκία πως σύντομα θα τις ικανοποιούσε πραγματικά...

Φαίνεται πως ξόδευαν αρκετά σε βρακάκια, πάντα υπήρχαν μερικά στη σειρά κρεμασμένα στην ψηλή απλώστρα, σε διάφορα σχέδια και χρώματα.
Δεν αναζήτησαν οι αδερφές κάποιο που έπεσε μια νύχτα με δυνατό αέρα, φαντάζεστε όμως ποιός το βρήκε επιστρέφοντας σπίτι του να κοιμηθεί, ένα ανέλπιστο δώρο της τύχης κι ένα φετίχ από τα αντικείμενα του πόθου του.

Κανείς δεν ξέρει πόσες φορές του χρησίμευσε να φανταστεί το περιεχόμενο του ζωντανό. Το κρατούσε και στο καφενείο περήφανος και τόδειχνε κρυφά, λέγοντας πως του το έκανε δώρο η μια αδερφή μετά από μια εκρηκτική βραδιά μαζί της όταν σχολούσε από την καφετέρια...

Άλλωτε σε άλλους έλεγε πως πήρε την άλλη στο κομμωτήριο, στο πίσω δωματιάκι που φυλάνε τις πετσέτες και του είπε να το κρατήσει να την θυμάται...
Σημασία έχει για κείνον πως επιτέλους έχει κάτι απτό να κρατά και να ελπίζει κάποτε σε περισσότερα...

Με τον τρόπο του κι αυτός, μιας κι όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Και οι ανεκπλήρωτοι πόθοι του...