Παρασκευή 6 Ιουνίου 2008

Ε & Ε: ΠΟΘΟΣ ΠΟΥ ΓΕΛΟΙΟΠΟΙΕΙ...


Τα Ε και Ε σημαίνουν Ελεάννα και Ελευθερία. Αδερφές, 22 και 20 χρονών αντίστοιχα, βαμμένες ξανθές και sexy κατά γενική ομολογία.

Τελειώνοντας το σχολείο και ξέροντας πως δεν θα είχαν καμιά τύχη με Πανελλαδικές εξετάσεις, βρήκαν δουλειές αντάξιες τους όπως και σε κάθε νεαρή κοπέλα με ωραίο κώλο: βοηθός σε κομμωτήριο πολυτελείας η μια και γκαρσόνα σε μοδάτη νεανική καφετέρια η άλλη. Μισθός άμεσος και χωρίς σπουδές και χαμένα χρόνια, +2.000 ευρώ μηνιαίως συνολικά, που μοιραζόταν όπως κάνανε με όλα τα πράγματα τους.

Με την ζωή μπροστά τους και αντικείμενα του πόθου του ανεκπλήρωτου του Γιάννη Μ. Όπου Γιάννης Μ. παλαβωμένος 60ρης, κακομούτσουνος καμπούρης και ψευτόμαγκας, επάγγελμα "οικοδομικές εργασίες" για την ακρίβεια μικρής έκτασης μερεμέτια, για τίποτα παραπάνω δεν ήτανε ικανός...

Παράουρος κι ασουλούπωτος ήτανε, μάτια όμως είχε και τα κάρφωνε πολλά χρόνια τώρα στα κορίτσια που τις έβλεπε να μεγαλώνουν στην ίδια γειτονιά και ιδίως τα τελευταία χρόνια να μεταλλάσσονται σε εντυπωσιακές ξανθές bimbo που ηθελημένα ή όχι προκαλούσαν μύριες τόσες φαντασιώσεις σε πολλούς.

Και γυναίκα είχε ο Γιάννης, ένα τέρας στην εμφάνιση και τη γλώσσα, στην δική του ηλικία που πριν χρόνια αμέτρητα είχε φορτωθεί με προξενιό. Σεξουαλικές χαρές δεν απόλαυσε ποτέ στην ζωή του με αυτήν πέρα από τα τυπικά συζυγικά του καθήκοντα, που τους απέφεραν και δυο παιδιά που βλέποντας τη μιζέρια του πατέρα τους δοκίμασαν την τύχη τους στην ξενιτιά και χάθηκαν τα ίχνη τους...

Μένοντας με την γριά ο Γιάννης και βλέποντας τα χρόνια του να περνούν και τα περιθώρια να στενεύουν έβαλε σκοπό της υπόλοιπης ζωής του να έχει μια ερωτική περιπέτεια τουλάχιστον με την μια από τις sexy αδερφές ή ακόμη καλύτερα και με τις 2 ταυτόχρονα, πράγμα που αποτελούσε και τη πιο τολμηρή του φαντασίωση.
Κρυφά βέβαια από τον πατέρα τους που συχνά δούλευαν μαζί στις οικοδομές και προπαντός τις άλλες γυναίκες της γειτονιάς που τον ήξεραν χρόνια, τον κορόιδευαν για την καμπούρικη σιλουέτα του και πρόθυμα θα κάρφωναν στην (φίλη τους) γυναίκα του οποιαδήποτε παρασπονδία του έπεφτε στην αντίληψη τους...

Τις έβλεπε να περνούν μόνες ή μαζί μπροστά από το φτηνό καφενείο που σκότωνε την ώρα και τη μιζέρια του κάθε απόγευμα κι αργία, κάρφωνε τα μάτια του στα καλλίγραμμα μέρη που έδειχναν άφθονα, ακολουθούσε με το βλέμμα την πορεία τους κι εκμυστηρευόταν στυος υπόλοιπους θαμώνες πως μια μέρα θα τις έκανε δικές του και θ' απολαμβανε αυτό που του κουνούσαν τώρα...
Πάντα ή μια - μια ή και τις δυο μαζί...

Η καζούρα έπεφτε σε μεγάλες δόσεις από τους άλλους ξοφλημένους, που ήξεραν πως τέτοια κερασάκια δεν θα έτρωγαν ποτέ αυτοί, πόσο μάλλον ο καμπούρης και κακομούτσουνος γνωστός τους που ορεγόταν εικοσάχρονα νινιά με πολλή πέραση σε σαλιάρηδες νεαρούς ακόμη...Και του έθεταν το ερώτημα αν προφτάσει, μέχρι να φτάσει στο σημείο να μην μπορεί πια κι ας του το δίνουν και τζάμπα.

Αυτές βέβαια δεν είχαν ιδέα, έβλεπαν που τις κοίταζε κι αυτός και δεκάδες άλλοι ερωτικά, μα δεν φαντάζονταν τις βλέψεις που είχε ο "κύριος Γιάννης", τόσα χρόνια τώρα τον ήξεραν που από μικρά κοριτσάκια θυμούνται να γελούν όποτε τον έβλεπαν να περνά στον δρόμο τον καμπούρη. Το τελευταίο που ήθελαν ήταν ένας τέτοιος απρόσκλητος κι αχρείαστος εραστής τώρα που είχαν ότι ήθελαν από λεφτά και (καθημερινή) διασκέδαση.

Όσο για τον πατέρα σημασία περί τα ερωτικά των κορών του, αποχαυνονόταν με την μπάλα στην τηλεόραση και αποκοιμόταν μετά με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην ανοιχτή συσκευή, μακάριος για τη ομάδα "του", το ξέρανε το χούι του και πηδούσανε ανενόχλητοι οι εφήμεροι εραστές, έλπιζε κι ο άλλος παράουρος να τσιμπήσει ένα μεζεδάκι στη ζούλα.

Δεν ήταν δα και κάποιος επιτυχημένος ο Γιάννης Μ. στην show bizz τουλάχιστον, να τις βοηθήσει να κάνουν καριέρα καλύτερη από τώρα, αγράμματο κι άξεστο πατσαούρι της οικοδομής ήταν και σύντομα συνταξιούχος, τι να χαραμίσουν για αυτόν και τι είχαν να κερδίσουνε; Σάμπως θα κατάφερνε να τις ικανοποιοήσει ή θάπεφτε ξερός αν ποτέ τις έβλεπε μπροστά του γυμνές και πρόθυμες και τις δυο μαζί;

Εκείνος το χαβά του, επέμενε πως μπορούσε να τις έχει δικές του.
Περνούσε τέσσερις φορές την μέρα κάτω από το σπίτι τους, πηγαίνοντας στο δικό του. Ξόδευε ώρα πλένοντας το παλιό Ντάτσουν 30ετίας που είχε για την δουλειά, κοιτάζοντας ψηλά και περιμένοντας να φανούν στο μπαλκόνι να απλώσουν ή να μαζέψουν τα ρούχα, που για καλή του τύχη άλλαζαν 2- 3 φορές τη μέρα.

Αυτό αποτελούσε και τη μοναδική του ευκαρία να δει τι χρώμα ήταν τα βρακάκια τους και τα μαγιώ τους, όπως τα έβλεπε κρεμασμένα με μανταλάκια στο εσώτερο σκοινί της απλώστας, μα τα μάτια του είχαν εξασκηθεί αρκετά να τα ξεχωρίζει ένα - ένα και να τροφοδοτεί το μυαλό του το λίγο με πονηρές σκέψεις και την προσδοκία πως σύντομα θα τις ικανοποιούσε πραγματικά...

Φαίνεται πως ξόδευαν αρκετά σε βρακάκια, πάντα υπήρχαν μερικά στη σειρά κρεμασμένα στην ψηλή απλώστρα, σε διάφορα σχέδια και χρώματα.
Δεν αναζήτησαν οι αδερφές κάποιο που έπεσε μια νύχτα με δυνατό αέρα, φαντάζεστε όμως ποιός το βρήκε επιστρέφοντας σπίτι του να κοιμηθεί, ένα ανέλπιστο δώρο της τύχης κι ένα φετίχ από τα αντικείμενα του πόθου του.

Κανείς δεν ξέρει πόσες φορές του χρησίμευσε να φανταστεί το περιεχόμενο του ζωντανό. Το κρατούσε και στο καφενείο περήφανος και τόδειχνε κρυφά, λέγοντας πως του το έκανε δώρο η μια αδερφή μετά από μια εκρηκτική βραδιά μαζί της όταν σχολούσε από την καφετέρια...

Άλλωτε σε άλλους έλεγε πως πήρε την άλλη στο κομμωτήριο, στο πίσω δωματιάκι που φυλάνε τις πετσέτες και του είπε να το κρατήσει να την θυμάται...
Σημασία έχει για κείνον πως επιτέλους έχει κάτι απτό να κρατά και να ελπίζει κάποτε σε περισσότερα...

Με τον τρόπο του κι αυτός, μιας κι όπου φτωχός κι η μοίρα του.
Και οι ανεκπλήρωτοι πόθοι του...

Δεν υπάρχουν σχόλια: