Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

ΖΗΤΙΑΝΙΑ...


Τουλάχιστον 150 ευρώ ημερησίως θα έπρεπε να διαθέτω αν ήθελα να ικανοποιήσω το πλήθος των ζητιάνων που συναντώ κάθε μέρα και στα ίδια σημεία της πόλης που όπως φαίνεται τους βολεύουν.

Ποιους να ικανοποιήσω φιλοδωρώντας τους και ποιους ν' αφήσω παραπονεμένους σήμερα;

Κι αύριο άλλους ή τους ίδιους;

Τον δύστυχο που ποιός ξέρει πού σακατεύτηκε και ζητά να μοιραστούμε όλοι το κόστος για τα χάλια του;


Τον φτωχό γέρο που με την ξεκούρδιστη κιθάρα και κάποιες αυτοσχέδιες μελωδίκές ευχές προσπαθεί να εξασφαλίσει το πιάτο της ημέρας;

Τον σιχαμένο σκυλάραπα που όλο λέει "πεινώ" μα ποτέ δεν φαίνεται να χορταίνει; Γιατί όποιος πεινά πραγματικά, αγοράζει μισό κιλό ψωμί να ξεπεινάσει, δεν γυρεύει μπύρες και χασίσια όπως κάνει του λόγου του, να μαθαίνουν οι αφελείς φιλάνθρωποι...

Τους άλλους αραπάδες που παριστάνουν τους εμπόρους ενώ θάπρεπε να βρίσκονται στα χωράφια για θέρισμα, αλώνισμα και αργότερα τρύγο, δουλειές που προσφέρει ένας τόπος κατά βάση αγροτικός.

Τους δεκάδες Κινέζους που ενώ η χώρα τους βρίσκεται σε συνεχή κι αλματώδη ανάπτυξη, αυτοί θεώρησαν καλό να ξενιτευτούν και να καταλήξουν εδώ, ενοχλώντας επίμονα τους περαστικούς ν' αγοράσουν τα σκουπιδοκούρκουτα που πουλούν, σε φτωχοδιαόλους σαν κι αυτούς συνήθως...

Τους ξεπεσμένους αλκοολικούς και ναρκωμανείς που νομίζουν πως οφείλουμε να πληρώσουμε εμείς τα λάθη τους και την εξάρτηση τους από κάθε είδους ουσίες;
Την μια και μοναδική οικογένεια των αλλοδαπών τσιγγάνων που έχουνε την αποκλειστικότητα στη κλασική επαιτεία σε όλες της τις μορφές, σκορπίζονται σε συγκεκριμένες θέσεις όλοι, παππούς, γιαγιά, γιοί, κόρες, θείοι, ξαδέρφια, ανήψια, παιδιά κι εγγόνια, μαζεύοντας καθημερινά συνολικά αρκετές χιλιάδες ευρώ;

Γιατί όχι την μικρή Ρομάνα, την πιο γλυκιά από τα μέλη της παραπάνω οικογένειας, που την βλέπω από μωρό να δουλεύει στο δρόμο μαζεύοντας χρήματα για τις βραδυνές μπύρες του μπαμπά και του θείου, από την οποία θα εισπράξω τουλάχιστον ένα μεγάλο χαμόγελο ευχαρίστησης...

Μερικές μόνο από τις πολλές περιπτώσεις αναξιοπαθούντων ή επαγγελματιών ζητιάνων, που σκοντάφτω πάνω τους θέλω δεν θέλω κινούμενος στο δρόμο...

Και κοντά σε αυτούς υπάρχουνε και πολλές εκατοντάδες άλλοι από όλες σχεδόν τις ράτσες της Γης που περιστασιακά κάνουν ένα μεροκάματο σαν εργάτες, τις άλλες μέρες και τις αργίες τι απογίνονται;

Τι τρώνε, που μένουν, πως ικανοποιούν τις σεξουαλικές τους ανάγκες αφού όλοι είναι νέοι και γεροί, πως περνούν τις μέρες τους;
Να η εγκληματικότητα κάθε λογής στα ύψη μετά...

Ταιριάζουν τα δικά τους ήθη και οι συνήθειες με αυτά που βρήκαν ερχόμενοι εδώ;

Μπορούν Βαλκάνιοι, Καυκάσιοι, Ασιάτες κι Αφρικάνοι να συνυπάρξουν με κάποια αρμονία μεταξύ τους στα στενά όρια μιας φτωχογειτονιάς;

Κι έρχονται κι άλλοι συνεχώς, ελπίζοντας να πλουτίσουν σε ένα τόπο που έχει φτωχούς ανθρώπους κι ανίκανους κυβερνήτες, που δεν έχουν ιδία γνώση των πσαραπάνω. μην καταδεχόμενοι να περπατήσουν τους δρόμους με την πλέμπα, αρκούμενοι σε πάρτυ με ευνοούμενους και σπόνσορες όπου μπορούνε ασφαλείς να μοιράζονται βαλίτσες με μίζες και να κατηγορούνται μεταξύ τους ποιός έλαβε πρώτος και περισσότερα...

Αφήνοντας όλους εμάς να λασπώνουμε στα κατακάθια της κοινωνίας που κύρια με δική τους ευθύνη έγινε έτσι...

Ακούγοντας από παντού δεν έχω να φάω, δεν έχω να πιω, δώσε μου εσύ.

Ούτε ο Δημιουργός φαίνεται να νοιάζεται πια για τα πλάσματα του, ή δεν τ' αγαπά και τόσο όσο λένε οι γραφές, αφήνοντας τα στο έλεος της καλής προαίρεσης αλλονών...

Παραγίνανε πολλοί οι παρείσακτοι, δεν επαρκεί πλέον ο οβολός του φιλανθρώπου να τους ζήσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια: