Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελευθερία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελευθερία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

25η ΜΑΡΤΙΟΥ ΚΡΙΣΙΜΗ ΜΑΖΑ...

Υπάρχουν δύο τρόποι να θυμηθείς, να γιορτάσεις, να τιμήσεις την Εθνική Επέτειο της 25ης Μαρτίου του 1821.

Μπορείς να ακούς τους επίσημους και τους πολιτικούς, να βγάζουν λόγους, να βλέπεις εκπομπές στην τηλεόραση και να διαβάσεις τα ένθετα στις εφημερίδες, ή μπορείς από την άλλη μεριά να παραδειγματιστείς από την απλότητα και τον Ηρωισμό εκείνων των Ελλήνων που ξεκίνησαν τον Αγώνα με το όραμα της Ελευθερίας, της Αντεπίθεσης και της Εκδίκησης για τα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Να προσπαθήσεις να δεις με τα μάτια των Ελλήνων της εποχής. Δεν ήταν και τόσο διαφορετικοί από εμάς. Δεν μας χωρίζουν αιώνες. Παππούδες των παππούδων μας ήταν. Και τα κατάφεραν.
25ΜΑΡΤΙΟΣ.jpg
Είναι φωτεινό παράδειγμα για όλους. Είναι οδηγοί για όσους νιώθουν ακόμα ζωντανοί.

Η επανάσταση ενός λαού ξεκινάει από την προσωπική επανάσταση κάθε ανθρώπου.

Όταν οι προσωπικές επαναστάσεις "ευθυγραμμιστούν" σε επίιπεδο κρίσιμης μάζας, τότε ο λαός συνειδητοποιεί ότι ο προορισμός και το μονοπάτι που οδηγεί σ΄ αυτόν είναι κοινός.

Το πρόβλημα είναι χρονικό. Σε κάποιους ανθρώπους παίρνει μια ζωή να κάνουν την προσωπική τους επανάσταση. Σε κάποιους άλλους, δεν συμβαίνει ποτέ. Και σε κάποιους τρίτους, λίγο. Πολύ λίγο.

Το ίδιο ισχύει και για τους λαούς. Στη δική μας περίπτωση η παραπάνω διαδικασία της Επανάστασης του 1821 πήρε τρισήμισυ αιώνες σχεδόν. Από τότε τα χρόνια πέρασαν, οι συνήθειες και μάλιστα οι κακές, παρέμειναν αναλοίωτες δυστυχώς, μέχρι σήμερα.

Και το θέμα είναι πόσο καιρό θα πάρει μέχρι η επόμενη αφύπνιση πραγματοποιηθεί μέσα σε κάθε Έλληνα ξεχωριστά και επόμενα, σε επίπεδο λαού. Γιατί το σύνθημα τότε ήταν "Ελευθερία ή θάνατος" και όχι "Ελευθερία ή βόλεμα".

Ότι κι αν συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας και στον έντονα διαταραγμένο ψυχισμό των περισσότερων, εγώ πάντως, υποκλίνομαι με σεβασμό στο αίμα των αγωνιστών (ανδρών και γυναικών) του 1821 και σκέφτομαι με θλίψη, αν η προσωπική επανάσταση του Νεοέλληνα αρχίζει και τελειώνει με το τηλεκοντρόλ στο σαλόνι του σπιτιού του και στη μη αλλαγή του βολεμένου του μικρόκοσμου με κάθε τρόπο....

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

"ΒΑΣΑΝΙΖΕΣΑΙ";

Αυτό το "βασανίζεσαι" που κυκλοφορεί από mail σε inbox κι από γράφιτι σε φέιγ βολάν, είναι μέρος μιας φριχτής πραγματικότητας που σε αφορά κατά ένα ποσοστό, αν όχι ολοκληρωτικά:

Εσύ έχεις τόσα αγαθά στα χέρια σου, αν και δεν το εκτιμάς, μα:

Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο σου, ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι σου και ένα μέρος για να κοιμηθείς, είσαι πλουσιότερος από το 75% αυτού του κόσμου.

Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ' ένα πιατάκι, είσαι ανάμεσα στο 8% των ανθρώπων που ευημερούν.

Αν ξύπνησες σήμερα το πρωί με περισσότερη υγεία από όση αρρώστια, είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν ως την αυριανή μέρα.

Αν ποτέ δεν βίωσες την εμπειρία του φόβου του πολέμου, της μοναξιάς της φυλακής, της αγωνίας του βασανισμού και της σουβλιάς της πείνας, είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους αυτής της γης.

Αν μπορείς να προσευχηθείς σε έναν ναό, χωρίς τον φόβο της επίθεσης, της σύλληψης ή της εκτέλεσης. θα σε ζηλεύουν σίγουρα περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.

Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι μεταξύ τους, είσαι σπάνιος.

Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς, δεν είσαι ο κανόνας. είσαι η εξαίρεση για όλους όσους ζουν μέσα στην αμφιβολία και στην απόγνωση.

Και αν διαβάζεις τώρα αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία, πρώτον γιατί έχεις απρόσκοπτη  πρόσβαση στο διαδίκτυο και δεύτερον γιατί είσαι πιο τυχερός από 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν...

Έτσι!

Εμείς φτάσαμε να σιχτιριζουμε τους εαυτούς μας γιατι δεν γίναμε Τσοχατζόπουλοι και Λιάπηδες;

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ...

Πόσο δημοκρατική είναι η σημερινή κοινοβουλευτική δημοκρατία;

Αν εξετάσουμε προσεκτικά το θέμα θα διαπιστώσουμε ότι, ενώ το Σύνταγμα δίδει την ευκαιρία σε όλους αδιακρίτως τους πολίτες να εκλέγουν και να εκλέγονται, δηλαδή να μπορούν να υποβάλλουν υποψηφιότητα σε εκλογές, παρά ταύτα καθολικό στην ουσία είναι μόνον το " εκλέγειν", που ακυρώνεται από τη  πάντα παρούσα μεγάλη αποχή!

Διότι διά το 'εκλέγεσθαι" θα πρέπει να έχει ο υποψήφιος  και τα απαιτούμενα κεφάλαια για την προβολή του. Όποιος δε έχει τα περισσότερα (κεφάλαια), μπορεί να χαριεντίζεται νυχθημερόν στα παράθυρα με την  δήθεν ανεξάρτητη δημοσιογραφία των γνωστών γλυφτών πλούσιων αφεντικών και συνεπώς να κατακάθεται στο μυαλό του κάθε ψηφορόρου εν είδη γκεμπελικης προπαγάνδας, ενώς όποιος δεν έχει καθίσταται από χέρι καμμένος, έστω και αν είναι καλύτερος του επικεγμένου παραθυράκια...

Αυτός συνεπώς που δεν έχει, θα προσπαθήσει με διάφορους τρόπους να βρεί τα κεφάλαια, συνήθως πλησιάζοντας τον κάθε νομιζόμενο "μεγαλο-επιχειρηματία" από τον οποίο ασφαλώς και θα εξαρτάται δι όλην την υπόλοιπη πολιτική του ζωή αν υποκύψει στα θελήματα του..

Επομένως έτσι όπως λειτουργεί η σημερινή κεφαλαιοκρατική στην ουσία δημοκρατία, σε υποχρεώνει να ψηφίζεις - εκλέγεις κάποιον από μία πολύ περιορισμένη γκάμα αδιαφανών - κομματικών ή άλλων επιλογών, θα έλεγα από μία ελάχιστη μερίδα μελών της κοινωνίας που δείχνει πρόθυμη να συμμετάσχει σε τέτοιο στημένο παιχνίδι...

Ποσο δημοκρατικό είναι αυτό; Γιατί να έχει επιβληθεί αυτή η συγκεκριμένη δημοκρατία, η δημοκρατία του χρήματος, σε όλες τις πεπολιτισμένες χώρες;

Όμως η δημοκρατία δεν είναι κατά βάθος αυτό το πράμα!

Το πολιτικό σύστημα που είχαμε μεταπολιτευτικά, από τι ποιότητας ανθρώπους - κόμματα απαρτιζόταν, πόση ήταν η διαπλοκή του με τα ντόπια μεγαλοσυμφέροντα, εν τέλει με πόση υπευθυνότητα ασκούσε την εξουσία που του έδινε ο λαός;

Πού βρίσκονται κρυμμένοι σήμερα όλοι οι υπεύθυνοι πολιτικοί που διέπραξαν τα τεράσταια λάθη και οδηγηθήκαμε εδώ;

Ποιά ήταν και παραμένει δυστυχώς ακόμη, η κουλτούρα της κοινωνίας; Με ποια κριτήρια ανέβαζε και κατέβαζε από την εξουσία κόμματα και ανθρώπους; Λειτούργησε ή όχι ο ατομικισμός, ο ωχαδερφισμός, η αλλοτρίωση συνειδήσεων από πάνω προς τα κάτω που δεν διαχύθηκε σ΄όλη την κοινωνική βάση, τα ολέθρια αποτελέσματα των οποίων δεχόμαστε τώρα;

Και πως σήμερα έχει αλλάξει αυτή η κουλτούρα προς το καλύτερο; Η σταθερή άνοδος του φασισμού ως προτιμότερη εναλλακτική λύση, απαντά τρανταχτά στο πως σκέφτεται και επιλέγει η Ελλάδα της κρίσης.

Συμπερασματικά, ανάξιοι πολιτικοί επιβιώνουν φωνασκώντας και κοροϊδεύοντας τον κόσμο, σε ένα σύστημα που παρασύρει και αλλοτριώνει τις δημοκρατικές πεποιθήσεις

Που όμως δεν θα μπορέσει για πολύ ακόμη να συνάδει με τα συμφέροντα κάποιων σκοτεινών ολίγων, που βρίσκονται πίσω από κάθε ελεύθερη δήθεν επιλογή των πολιτών όσων τουλάχιστον κάνουν τον κόπο να πηγαίνουν να ψηφίζουν την συγκεκριμένη μέρα που τους επιτρέπουν...

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΕΙΣ...


Απελευθερώνονται τα επαγγέλματα, για να δοκιμάσεις την επαγγελματική σου επάρκεια, την αναγνωρισιμότητα και την αξία σου στην κοινωνία που ζεις, την υπεροχή σου στον ανταγωνισμό και την επιβίωση σου μέσα στις συνεχείς εξελίξεις στον τομέα σου...

Απελευθερώνεται η χρήση ναρκωτικών για να δοκιμάσεις τη στάση ζωής σου, πεποιθήσεις σου, την αντοχή σου, την αισθητική σου και την ηθική σου σε μια κοινωνία όπου οι νέοι θα μαστουρώνουν από τα 12, δεν θα θέλουν ν' ακούσουν για δουλειά και προσπάθεια γενικώς κι ενώ δεν κάνουν τίποτα παραγωγικό πάντα τους περισσεύουν λεφτά για ναρκωτικά, αλκοόλ και ουσίες για να "ξεφύγουν".

Ήδη κάθε που δένει το καράβι της γραμμής στο λιμάνι συλλαμβάνονται μερικοί καλοπερασάκηδες/ μέρα που τα κουβαλούν ως απαραίτητα για τις διακοπές και την διασκέδαση τους, απελευθερωμένοι θα μπορούν να τ' απολαμβάνουν πιο άνετα κι οπουδήποτε τους βολεύει, χωρίς ντροπές και φόβους...

Και όταν φτάνουν στο αναπόφευκτο τέλος και τη παρακμή μετά χρόνια ασωτείας, να έχουν παροχές και προνόμια από το κράτος που εσύ ποτέ δεν θα αξιωθείς για χάρη σου.

Θα κληθείς όμως να πληρώσεις τα λάθη τους...

Από την άλλη με την ήδη πλήρη απελευθέρωση και άνοιγμα των συνόρων, δοκιμάζεται η ανοχή σου και η κοινωνική συνοχή του τόπου σου σε κάθε τριτοκοσμικό ρεμάλι που βλέπεις να μπαινοβγαίνει ελεύθερα χωρίς έλεγχο, για να πάρει τη δουλειά σου, να επαιτεί ή να παριστάνει τον έμπορο κάθε λογής υλικού όπου γουστάρει, να σκοτώσει αδίστακτα για λίγα ευρώ ή για έναν σταυρό τη μάνα σου, να επιβουλεύεται την πίστη σου, τον τροπο ζωής σου, ακόμη και την εθνική σου υπόσταση...

Σε μια χώρα που ο λαός της δεν θα δύναται ν' αντιδράσει σε τέτοιες προκλήσεις, λόγω της παραπάνω κατάστασης νιρβάνας κι αφασίας των νέων πολιτών της...

Δεν μπορείς να πεις, τέτοιες απελευθερώσεις έχουν απώτερο σκοπό να σε κάνουν όλο και καλύτερο άνθρωπο, να σε βοηθήσουν ν' ατσαλώσεις τις αξίες σου, να παίξεις με την υπομονή σου, να φτάσεις στα όρια σου, να δώσεις ότι καλύτερο έχεις για να μείνεις ορθός...

Είδες τι κάνουν οι κυβερνώντες για να σε εξυψώσουνε σαν ανεξάρτητη κι ελεύθερης βούλησης ύπαρξη;

Μέχρι να φτάσεις στο απαραίτητο ύψος και θάρρος να τους σιχτιρίσεις και να καλέσεις να επι-βάλει τάξη έναν καινούριο Μεταξά, μέρα που είναι!

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ...


Πρέπει να ξεκολλήσουμε από το τριπάκι, ότι "σπούδασα, πρέπει το κράτος να φτιαχθεί έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα συμφέροντά μου".

Σπούδασες γιατρός ή δικηγόρος ή φαρμακοποιός ή πολικός μηχανικός τη στιγμή που η χώρα έχει γεμίσει από τα συγκεκριμένα επαγγέλματα; Αλλαξε χώρα ή επάγγελμα, δεν μπορεί η Ελλάδα να θρέψει τόσους επιστήμονες!

Εγινα φυσικομαθηματικός, διορίστε με υποχρεωτικά στην εκπαίδευση αν και τελείωσα με το ζόρι με 5άρι δεν παίζει πια.

Είμαι επιστήμονας πρέπει να βγάζω πολλά και να πάρω γερή προίκα με ένα καλό γάμο, τελείωσε. Κάνε ντελίβερι, κρίμα τα χρόνια που έχασες, αλλά ας πρόσεχες...
Παράλληλα με σένα υπάρχουν και χιλιάδες άλλοι μη πτυχιούχοι, κρεοπώλες, τζαμάδες, αλουμινάδες, σιδεράδες, κομμώτριες, τουριστικοί πράκτορες, μεσίτες, πωλητές, έμποροι, εστιάτορες και σουβλατζήδες που έχουν τα ίδια δικαιώματα στη ζωή και καταφέρνουν να ζούν αξιοπρεπώς, χωρίς συνεχείς απαιτήσεις από το κράτος, όλες μόνο για πάρτη τους.

Είναι βέβαιο ότι το μέλλον που κανείς δεν πρόκειται να σταματήσει, θα ισοπεδώσει όλες τις τάξεις που ζούσαν από τη διαφθορα στο χώρο της υγείας, την πολυνομία στο χώρο της δικαιοσύνης , την ακατάσχετη συνταγογράφηση, την παραπαιδεία στο χώρο της εκπαίδευσης.

Καλά κάνουν και απελευθερώνουν επαγγέλματα. Η χώρα έφτασε εκεί που έφτασε λόγω των ηλιθίων περιχαρακώσεων που πετύχαιναν με εκβιασμό οι διάφορες ισχυρές κλίκες από φοβισμένους κι ανίσχυρους πολιτικάντηδες που νόμιζαν ότι προστατεύουν τα συμφέροντά τους θάβοντας το εθνικό συμφέρον. Τόσο μυαλό και διορατικότητα είχαν!

Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αυτά, όχι μόνον δεν έχουν κανένα νόημα αλλά αποτελούν και τροχοπέδη στην επιχειρηματικότητα και την ανταγωνιστικότητα...

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ...


Μέρος της ομόψυχης εξέγερσης ενός λαού με λαμπρή ιστορία που πάσχιζε για 400 χρόνια να διατηρήσει την εθνική του ταυτότητα και να αποτινάξει από πάνω του τον βαρύ ζυγό ενός βάρβαρου κατακτητή.

Ένα έπος ανθρώπινου μεγαλείου που γράφτηκε στο
Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου ισότιμα από άνδρες, γυναίκες και παιδιά με μια αυτόχειρα θυσιαστική πράξη στον βωμό της ελευθερίας. Τίποτε αξιοπρεπέστερο, ηρωικότερο και πλέον ανιδιοτελές. Η απώτατη έκφραση της εθνικής συνείδησης και το αποκορύφωμα της συλλογικής ενέργειας για το ανυπέρβλητο ιδανικό.

Μια ανεπανάληπτη στιγμή που ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, ο λεβεντόκορμος και λεοντόκαρδος Γαβριήλ που είχε εκλεγεί πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης, αρνήθηκε τον Μάιο του 1866 να διώξει την επαναστατική επιτροπή από το μοναστήρι, που του είχε παραγγείλει ο Ισμαήλ Πασάς με την απειλή ότι, διαφορετικά, θα το κατέστρεφε. Ένας μοναστικός αγωνιστής που οιστρηλατήθηκε από την παρουσία των 1500 καλύτερων παλικαριών που είχε συγκεντρώσει απ' όλη την Κρήτη ο αρχηγός της Κυδωνίας, Χατζημιχάλης Γιάνναρης και ξύπνησε μέσα του ο ατρόμητος Έλληνας πολεμιστής, έτοιμος να πολεμήσει μέχρι εσχάτων για τα ιερά και τα όσια...

Τον Ιούλιο έφυγαν οι επαναστάτες, τον Αύγουστο ορκίστηκαν στα Σφακιά και τον Σεπτέμβριο επέστρεψαν, όταν ο Πάνος Κορωναίος ανακηρύχτηκε γενικός αρχηγός Ρεθύμνου. Αν και ο τελευταίος επέμενε ότι το Αρκάδι αποτελεί ακατάλληλο οχυρό άμυνας, ο ηγούμενος Γαβριήλ διαφώνησε. Δίπλα στον αταλάντευτο ηγούμενο έμειναν ο οπλαρχηγός Δασκαλάκης, τα γυναικόπαιδα των πολεμιστών και οι μοναχοί. Ο Κορωναίος σηκώθηκε και έφυγε με τους άντρες του, αφού είχε διορίσει φρούραρχο τον Πελοποννήσιο Ιωάννη Δημακόπουλο.

Φρούραρχο, γιατί το μοναστήρι αν και κατανυκτικός χώρος Θείας Λειτουργίας και προσευχής με το τρεμάμενο φως των κεριών και το μύρο του λιβανιού, είχε μετατραπεί σε πολεμικό τείχος και προμαχώνα με τις κλαγγές των όπλων και τη μυρουδιά του μπαρουτιού, για να γίνει η πίστη και η πατρίδα ένα και η άμυνα απροσπέλαστη. Στο μοναστήρι είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά και στις 7 Νοεμβρίου είχαν μαζευτεί πάνω από 900 άτομα, από τα οποία μόνο κάπου 325 ήσαν άντρες και απ' αυτούς μόνο 250 ένοπλοι. Τα γυναικόπαιδα ήσαν περίπου 600.

Ο Μουσταφά πασάς ξεκινάει από το Ρέθυμνο το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου με 15.000 στρατιώτες και 30 κανόνια. Όπως πάντα, με υπεράριθμη στρατιωτική δύναμη και βαρύ πολεμικό εξοπλισμό, γνωρίζοντας το σθεναρό και ακατάβλητο του Έλληνα μαχητή, που αντλούσε Ανταίου δύναμη από το άδικο που του γινόταν και το δίκιο του για ελευθερία.

Όταν την αυγή της 8ης Νοεμβρίου, ημέρα γιορτής των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, ο Σουλεϊμάν μπέη ο γαμπρός του Μουσταφά πασά, φτάνει στο Αρκάδι με τις τρομακτικές αυτές στρατιωτικές δυνάμεις, ο ηγούμενος Γαβριήλ λειτουργεί στο μοναστήρι με τα γυναικόπαιδα και τους πολεμιστές.

Μόλις μαθαίνουν για τη παρουσία των Τούρκων, ο Γαβριήλ υψώνει τα χέρια του και βροντοφωνεί:

- Παιδιά μου, θάνατος δεν υπάρχει! Ας πολεμήσουμε ηρωικά κι ας πάμε στον Πλάστη με καθαρό μέτωπο! Ζήτω ο πόλεμος, ζήτω η ελευθερία!

Ζήτω! φωνάζουν όλοι. Και ο φρούραρχος Δημακόπουλος προσθέτει:

- Εις τας θέσεις σας πολεμισταί, εις τας θέσεις σας παιδιά...

Και όλοι γνωρίζουμε πώς αυτοί οι ωραίοι ήρωες, οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, οι περισσότεροι ανάμεσά τους παιδιά, γυναίκες και γέροντες, πολέμησαν ηρωικότερα των ηρώων. Και όταν στο τέλος αυτοί οι λίγοι, οι αιώνιοι 300, δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τη λαίλαπα της Τουρκικής επίθεσης αποφάσισαν, με προσάναμμα τον ένθερμο πατριωτισμό τους, ν' αυτοπυρποληθούν μεσ' στην πυριτιδαποθήκη για να διασώσουν την αξιοπρέπεια και την εθνική τους υπερηφάνεια.

Ανατινάχθηκαν στον αέρα σαν γιγάντιο πυροτέχνημα, η γη σείστηκε, η λάμψη και ο καπνός τύφλωσαν τα πάντα, ο ουρανός σκοτείνιασε για μια στιγμή και άστραψε αμέσως, οι τοίχοι κατέρρευσαν, οι πέτρες εκσφενδονίστηκαν. Τα σώματά τους διαμελίστηκαν, αλλά οι ψυχές τους ανήλθαν μακαριστές στα ύπατα ουράνια...

Ό,τι ήταν από ύλη διαλύθηκε για να επικρατήσει το πνεύμα και να θριαμβεύσει, ως η αληθινή πεμπτουσία του Αιώνιου Όντος.

Και η πύρινη φλόγα του έγινε το εφαλτήριο της απελευθέρωσης της Κρήτης...

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ...


Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, δεν παραλείπουμε να εκφράσουμε ως έθνος και ως μεμονωμένοι πολίτες, την αντίθεσή μας προς τη χούντα των συνταγματαρχών η οποία, από την 21/4/1967 και επί μια επταετία, είχε το απόλυτο πρόσταγμα εξουσίας στη χώρα στο πρότυπο του στρατώνα, με αξιοπρόσεχτο αντίκτυπο στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πνευματική ζωή των πολιτών.

Η αντίσταση του Ελληνικού λαού άρχισε από τις πρώτες κιόλας μέρες και διατηρήθηκε, στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό, όλη την εφταετία.Πολλοί Έλληνες, εξαιτίας της ιδεολογίας και των αρχών τους, γνώρισαν διώξεις, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν, έχασαν και τη ζωή τους ακόμα, με αποκορύφωμα όλων όπως είθισται να πιστεύεται, την αιματοβαμμένη θυσία των νέων στο Πολυτεχνείο του Νοέμβρη του 1973.

Η Χούντα υπό την πίεση των αγώνων πολλών συμπατριωτών μας που αντιστάθηκαν και υπό το βάρος της Κυπριακής τραγωδίας που η ίδια προκάλεσε, εγκατέλειψε την εξουσία και τη Χώρα ολόκληρη σε πλήρη εξαθλίωση.

Στα μετά το 1974, την κατάρρευση της χούντας και τον ερχομό των πολιτικών, συνηθίζουν οι πολιτικοί κρατούντες και αντιπολιτευόμενοι, να ενθυμούνται τα δεινά που επέφερε στον τόπο η χούντα και, με ρητορικούς λόγους, επιδιώκουν να τονώσουν υπέρ της δημοκρατίας το ηθικό του λαού και να θερίσουν εν τη γενέσει της κάθε φιλοδοξία ανατροπής του υφιστάμενου πολιτεύματος.

Αν βρισκόμαστε σήμερα εδώ που βρισκόμαστε, είναι γιατί η ιστορία του τόπου μας, οι ηγέτες μας και η δική μας, προσωπική συνεισφορά στην τελική διαμόρφωσή της, ήταν οι κύριοι παράγοντες που μας οδήγησαν στο σήμερα.

Η επαναστατική - χουντική επέτειος και η σημερινή, δύσκολη συγκυρία θυμίζουν αυτό που είπε ο άγνωστος Ινδός σοφός:

- Η μόνη προϋπόθεση για να μπορέσει κάποιος να σηκωθεί και να πορευτεί πάλι μπροστά, είναι να έχει, προηγουμένως, πέσει κάτω...

Σήμερα, 43 χρόνια μετά την πτώση της Χούντας, υπάρχει στην μνήμη ακόμη μια αλληγορική απάντηση που έδινε ένας πολίτης σε έναν γείτονα του που νοσταλγούσε τέτοια καθεστώτα τότε και που του έλεγε πως:

- Στα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά και του Παπαδόπουλου, υπήρχε ασφάλεια και ησυχία, όλοι είχαν δουλειά, φαγητό και γιατρό όταν τον ήθελαν...

Απαντούσε λοιπόν ο άλλος:

- Μα και τα μουλάρια μας σύντεκνε τα 'χουνε ούλα τούτα-να! Δουλειά έχουνε κάθε μέρα, η πάχνη των είναι γεμάτη, κοιμούνται στον σταύλο ανενόχλητα από λύκους, ο γιατρός είναι δίπλα τους κάθε που θα χρειαστεί, μα είναι κάθε μέρα...μουλάρια!

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΠΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ...


Απόσπασμα από το ποίημα "Ιστορία της Κρήτης" από την συλλογή Ποιήματα Τραγικά. Εμπεριέχοντα διαφόρους Πολέμους της Κρήτης επί Ελληνικών επαναστάσεων:

"Θεέ μου, δος μου λογισμόν και αίσθησιν ν' αρχήσω, την δυστυχή πατρίδα μου με λύπην να θρηνήσω.
Στα χίλια οκτακόσια οι Έλληνες αρχήσαν, και την ελευθερίαν τους με έγγραφα κινήσαν.
Είκοσι έτη μυστικά επροετοιμασθήκαν, στα κοσιένα έξαφνα στα όπλα σηκωθήκαν.
Όλοι σηκώσαν τ' άρματα και την Τουρκιά κτυπήσαν, και την κληρονομίαν τους ως Έλληνες ζητήσαν.
Εν μέρει η Ελλάδα μας είν' ελευθερωμένη, κι η δυστυχής πατρίδα μας ακόμη σκλαβωμένη.
Συγχρόνως συκωθήκασι κι οι Κρήτες οι ανδρείοι, εφάνηκαν εις την Τουρκιά γενναίοι κι εναντίοι.

Δέκα Μαρτίου άρχησαν να απομακρυνθούσι, κι εις τα Σφακιά πηγαίνασι να προετοιμασθούσι.
Πα' ο γενναίος Ξέπαπας να καμ' ετοιμασίαν με τόσον ενθουσιασμόν για την ελευθερίαν.
Φεύγουν οι δύο Χάλιδες κατόπιν οι Χανιώτες, Ρεθέμνιοι και Καστρινοί κι οι τρομεροί Λακιώτες.
Με τους ανδρίους Σφακιανούς κάμνουν ετοιμασίας, για να σηκώσουν άρματα 'ναντίον της Τουρκίας.
Είδησιν πήρεν η Τουρκιά κλέπτας τους ονομάζουν, τα βρέφη και ταις φαμελιαίς αρχήσασι να σφάζουν.
Στην φυλακήν εβάλασιν δάσκαλον και δεσπότην, και με τρομάρα της ψυχής ήτανε οι ανθρώποι.
Και ο Βεζήρης του 'λεγεν δεσπότη να τουρκέψης, να σου χαρίσω την ζωήν και να δημοσιεύσης, να σου χαρίσω την ζωήν κι όλην την εξουσίαν..."


Της Αντωνούσας Ι. Καμποροπούλας.

*************************************************

Η Αντωνούσα, γεννήθηκε στα Χανιά το 1790.
Έφυγε κατατρεγμένη μετά την επανάσταση του '21 στην Κρήτη. Έκανε γνωστό με κάθε τρόπο το Κρητικό Ζήτημα, και μίλησε φλογερά για τη πατρίδα της την Κρήτη των δύο πελάγων με επιφανείς προσωπικότητες της εποχής.

Μπόρεσε να εκδώσει πέντε βιβλία σε τόσο δύσκολες συνθήκες στα οποία φαίνεται η μεγάλη αγάπη της στην Κρήτη, και έφυγε το 1880, ευρισκόμενη στην Αθήνα.

Μια συνειδητοποιημένη γυναίκα του καιρού της, που δεν εσιώπησε για τα μεγάλα ζητήματα του τόπου και εκφράστηκε με την αγάπη, την απλοϊκότητα και τον αυθορμητισμό για την δεινή θέση του νησιού στους αγώνες του να ελευθερωθεί...

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ...


Ο θούριος του Βενιζέλου που πολλοί ψάχνουν να βρούνε και στο διαδίκτυο...

Πρόκειται για τους εμπνευσμένους στίχους του ποιητή Αγγελου Δόξα (1900 - 1985) μελοποιημένους από την ενθουσιώδη μουσική του Μανώλη Καλομοίρη (1883 - 1962).

Λέει λοιπόν ο θούριος που αντιβούιζε για χρόνια απ' άκρο σ' άκρο της Ελλάδας μας:

Βενιζέλε μας, πατέρα της Πατρίδας,
Βενιζέλε μας, σωτήρα της Φυλής,
κάθε πόθου μας και κάθε μας ελπίδας,
είσαι Συ, ζωή και φως κι αγωνιστής.
Ζήτω, ζήτω η Λευτεριά, ζήτω κι ο Λευτέρης,
που 'ναι πρώτος στην τρανή μας λεβεντογενιά,
Βενιζέλε, τι χαρά! Μόνο συ το ξέρεις,
Το στρατί που βγάζει πέρα στην Αγιά Σοφιά!
Βενιζέλε μας, Βενιζέλε μας,
της Κρήτης κρύβεις μεσ' στα στήθη τη φωτιά
π' ανάβει και φλογίζει, μέσα στην καρδιά.
Σαν το βουνό του Ψηλορείτη σε θωρώ
Που μπόρες δε φοβάται και νεροσυρμό...

Για να τελειώσει με το πυρρίχιο γύρισμα του αθάνατου χορού της Κρήτης μας, με το αντρίκιο μέλος του Πεντοζάλη:

Λευτεριά, για Σένα Λευτεριά,
το χάρο δεν ψηφάμε,
και σαν το πει ο Λευτέρης μας
στη μάχη φτερουγάμε.
Και σαν το πει ο Λευτέρης μας,
Στον πόλεμο θα πάμε!

Φέτος το 2010 συμπληρώνονται εβδομήντα τέσσερις (74) χρόνοι από την ημέρα του θανάτου του Εθνάρχη Βενιζέλου στο Παρίσι (18-3-1936). Από τις 29-3-1936 και μέχρι σήμερα, ο τάφος του έχει καταστεί μόνιμο προσκύνημα και τόπος ιερός για τους απανταχού Κρητικούς, τους βενιζελικούς Έλληνες και πολλούς διαβασμένους ξένους.

Κάθε Μάρτη από τις 18 έως τις 30, όποτε πέφτει Κυριακή, εδώ συγκεντρώνεται σύσσωμη η Κρήτη "αβάρετη και μαυροφορεμένη" καθώς η επίσημη πατρίδα με τους εκπροσώπους της, προκειμένου να παραστούν στο μνημόσυνο και ν' αποτίσουν τον οφειλόμενο σεβασμό στον αείμνηστο Εθνάρχη Βενιζέλο κι από το1964, και στον γιο του Σοφοκλή, θαμμένους πλάι - πλάι στον Προφήτη Ηλία στο Ακρωτήρι Χανίων...

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Ι.Μ. ΑΡΚΑΔΙΟΥ 9 ΝΟΕ. 1866: ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ...


**********************************************************

Η Μονή του Αρκαδίου, αφιερωμένη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, έχει ιδιαίτερη σημασία ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά και λόγω της έντονης συμμετοχής της στους απελευθερωτικούς αγώνες των Κρητικών, με αποκορύφωμα την πολιορκία και την αυτοθυσία των κλεισμένων σε αυτή υπερασπιστών στις 9 Νοεμβρίου του 1866.

Το 1866 οι Τούρκοι την πολιόρκησαν και καθώς δεν έρχονταν ενισχύσεις, όσοι βρίσκονταν εκτός των τειχών κλείστηκαν στην πυριτιδαποθήκη. Πολεμώντας γενναία προκάλεσαν σημαντικές απώλειες στον εχθρό αλλά όταν είδαν ότι η μάχη θα χανόταν, περίμεναν τον εχθρό να πλησιάσει και ανατινάχθηκαν.
Ο τραγικός επίλογος ήταν 845 νεκροί, 114 αιχμάλωτοι και μόνο 3 - 4 άτομα κατάφεραν να διαφύγουν. Οι απώλειες για τους Τούρκους ήταν πολύ μεγαλύτερες και έφταναν τους 1.500 νεκρούς και τραυματίες.

Το Αρκάδι πατήθηκε μα δεν έπεσε. Στα κυπαρίσσια υπάρχουν ακόμα οι σφαίρες εκείνης της εποχής. Ο Τούρκος πασάς πίστεψε ότι με την νίκη του αυτή θα σταματούσε την επανάσταση στην Κρήτη, κάτι που δεν έγινε αφού με την πράξη αυτή μαθεύτηκε στην Ευρώπη ο αγώνας του Κρητικού λαού για την ελευθερία του...

"Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσια φωνοκλήσι
ετούτ' η ώρα θ'ακουστεί σ' Ανατολή και Δύση.
Και μέσα στον αναβρασμό, που ο Χάρος εβρουχάτο
βροντή, σεισμός εγίνηκε, κι ο κόσμος άνω - κάτω
φωθιά, καπνός και κτήρια, κορμιά κομματιασμένα
άντρες και γυναικόπαιδα στα νέφελα ανεβαίνουν.
Τρόχαλος έγινε η Μονή κι' εσείστη ο Ψηλορείτης
κι' αντιλαλούνε τα βουνά κι απ' άκρου ως άκρου η Κρήτη"

Η μονή ανοικοδομήθηκε ξανά λίγα χρόνια αργότερα και έκτοτε αποτελεί σύμβολο της εθνικής ανεξαρτησίας.

Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή που διαβάζει ο ευλαβικός προσκυνητής του Αρκαδίου στη Μπαρουταποθήκη, η οποία δείχνει περίτρανα την αδούλωτη ψυχή του Κρητικού λαού:

"Αυτή η φλόγα π' άναψε μέσα εδώ στη κρύπτη
κι απάκρου σ' άκρο φώτισε τη δοξασμένη Κρήτη,
ήτανε φλόγα του Θεού μέσα εις την οποία
Κρήτες ολοκαυτώθηκαν για την Ελευθερία "

Η UNESCO έχει χαρακτηρίσει το Αρκάδι Ευρωπαϊκό Μνημείο Ελευθερίας.

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΑΔΕΡΦΙΑ...


Όσοι Έλληνες και Φιλέλληνες συμμετείχατε στην εθνεγερσία, εκείνη την άνοιξη του 1821...

Τραγουδά η παιδική χορωδία της Ι. Μ. Κ. Α.

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 1821...


Ο στρατηγός Μακρυγιάννης για το 1821
αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα:

"Οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τα αναγκαία. οί Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι. οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι αγύμναστοι νίκησαν...Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν ολοένα... Γενναίοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κι επίλοιποι γενναίοι άντρες περηφανεύεστε όπου κάμετε τόσα μεγάλα κατορθώματα και σας εγκωμιάζει όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας.oι στρατιωτικοί και πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι με αρετή, με φώτα πατριωτικά."

"Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. 'Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με κείνον μιαν ημέρα. 'Ηταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου.

Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό' 'γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι' αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ' είναι αυτό οπού 'γινε 'σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.

Φορτώνοντας τα ξύλα 'σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου.
Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από 'να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ' έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τουςλέγει, "Η αμάρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι' αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε κι' ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα 'λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.

Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι' άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ' έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια 'πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια να γλυτώσω από αυτήν την 'πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ'άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ' αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η 'πηρεσία μ' είχε καταντήση να χαθώ.

'Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα 'Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. 'Ηταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου.

Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό' 'γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι' αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ' είναι αυτό οπού 'γινε 'σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Σε ολίγον καιρόν γράφει ο αδελφός του αφέντη μου από τα Γιάννενα ότι θέλει ένα παιδί να του κάνη χοσμέτι. Μ' έστειλαν εμένα, τα 1811. Τον πάντρεψε αυτόν ο Αλήπασσας εις την Αρτα. 'Εκατζε κάμποσον καιρόν εις 'Αρτα, τον γύρεψε ο Αλήπασσας να πάγη, ότι τον αγαπούσε και τον είχε εις τα μυστικά του γράμματα. 'Ηταν τίμιος άνθρωπος, τον λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει να μ' αφήση εις το σπίτι του εμένα, δεν ήθελα να κάτζω. Μου είπε: "Θα κάτζης και με το στανιόν". Αυτό δεν μπορούσα να το αποφύγω, οτ'είχε την δύναμη. 'Εκατζα με συμφωνίες ότι εγώ ως δούλος δεν κάθομαι. "Κάνω την 'πηρεσία του σπιτιού σου, όμως θα γνωριστώ και με τους κατοίκους να δανειστώ, να κάμω και εμπόριο, ότ' είμαι γυμνός, να ντυθώ. Αυτός ήταν φιλάργυρος, δεν μό'δινε τίποτας).

Πρώτη συμφωνία αυτείνη, του είπα, και δεύτερον τα ψώνια του σπιτιού σου να βαστάη η γυναίκα σου τα χρήματα και τον λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, και να μου δίνη να της ψωνίζω, να ζυάζη όταν φέρνω το ψώνιο και ό,τι κάνει να πλερώνη. Το ίδιον και εις τ' άλλα τα ψώνια, να μην με λέτε ότι σας έκλεψα, ότι τώρα με βλέπετε γυμνόν και αύριονντυμένον και θα λέτε ότ' είμαι κλέφτης. 'Εκατζα μ' εκείνες τις συμφωνίες οπού του είπα και έκαμα 'σ αυτόν δέκα χρόνους. Μό' 'δωσε και αυτός δια μιστόν τετρακόσια γρόσια όλα. Του ζήτησα ένα δάνειο και μου τό' 'δωσε με τόκον τα δέκα δώδεκα τον χρόνον. Του 'φκιασα ομολογία και την έχω ως σήμερον. Αυτό το τζιρακλίκι μό' 'καμε κι' αυτός.

Εκεί 'μπρός εις το σπίτι του ήταν μία πιάτζα και μαζώνονταν οι άρχοντες, οι έμποροι, και κάθονταν ως τα μεσάνυχτα το καλοκαίρι. Τότε εγώ έβανα και καθάριζαν το μέρος εκείνο, τους έδινα και ό,τι τους χρειάζονταν, τους καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ' όλους αυτούς και με τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, είχα και εγώ ως τότε καπετάλι εικοσιτέσσερα γρόσια, τα προστοίχησα εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ' αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τ' αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκαέξι. Πιάνω όλα αυτά τα χρήματα. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι, το συνάζω εις τ'αλώνια, το πουλώ εις την 'Αρτα τριάντα τρία. 'Οτ' ήταν πανούκλα εις την 'Αρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί.

Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι' αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον - έχω και τ' όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα...

'Υστερα άρχισα το εμπόριον και μ' είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά, και είχα και μετρητά και ομολογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Και το κιμέρι μου γιομάτο. Απόχτησα ό,τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλουνού. 'Εκατζα εις 'Αρτα ως δέκα χρόνια, έκαμα πολλούς φίλους.
Εκεί είχα φίλον και έναν σακελλάριον ύστερα έγινε οικονόμος. Τον είχα στενόν φίλον, ότι η συντροφιά μου ήταν με τους καλύτερούς μου. Αυτός ο οικονόμος μ' είχε καλύτερα από τα παιδιά του, και νύχτα και ημέρα από το σπίτι του δεν έλειπα. 'Οτ' ήταν ένας τοίχος με το σπίτι του πατριώτη μου και πλησίον και εκείνο οπού αγόρασα εγώ δικό μου από 'ναν δυστυχή άρχοντα.

Πολύ προκομμένος οικονόμος, δεν ήταν άλλος εις την 'Αρτα τοιούτος και είχε και τέσσερα παιδιά σερνικά. Το ένα απ' αυτά ήταν εις την Ευρώπη οπού σπούδαζε, και ήταν φίλος και αγαπημένος του Καποδίστρια. Το παιδί έσωσε τα έξοδά του και ζήτησε του Καποδίστρια να πάγη να σπουδάξη την γιατρική. Του λέγει ο Καποδίστριας, ότι κάτι καταγινόμαστε να λευτερώσωμεν την Ελλάδα, και αν τελειώση αυτό, δεν σου χρειάζεται η γιατρική, και αν μείνη, σου στέλνω από την Ρωσσίαν τα μέσα και πας και σπουδάζεις. Και αν γίνη αυτό, σου γράφω και ανταμωνόμαστε. Το παιδί ήρθε εις 'Αρτα, το είπε του πατέρα του αυτό και έφυγε πίσω δια Κορφούς. Πέρασε κάμποσος καιρός, του γράφει ο Καποδίστριας και πήγε κι' ανταμώθηκαν, και τον κατήχησε δια την πατρίδα το μυστικόν.

Και επειδή ο Αλήπασσας ήταν πολλά δυνατός και αγόρασε την Πάργα και άλλες ακαταστασίες έκανε, του επισώρεψαν εγκλήματα αναντίον του να μαχευτή με τον Σουλτάνον. Του ενέργησαν πολλά από αυτά και άξαινε η διχόνοια του Σουλτάνου και αυτεινού. 'Ηρθε το παιδί εις 'Αρτα κατηχημένο, ορκίζει τον πατέρα του και φεύγει οπίσω. Ο πατέρας του θέλει να βάλη κ' εμένα εις το μυστήριον. Παίρνει να μ' ορκίση και πάλι μετανογούσε και αυτό μου τό' 'καμε πολλές φορές. Τότε και εγώ πείσμωσα αναντίον του και του λέγω: "Σου πέρασε υποψία οτ' ειμαι άτιμος του σπιτιού σου και ντρέπεσαι να μου το πεις; Και όντως είμαι άτιμος αν ματαπατήσω εις την πόρτα σου!" Και σηκώθηκα και έφυγα. Φωνάζει ο παπάς, εγώ δεν ματαγύρισα οπίσω. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες, ήρθε, ξαναήρθε, δεν ματαζύγωσα.

Αφού ήρθε πολλές φορές, με δάκρυα εις τα μάτια μου τ' αποκρίθηκα: "Δια μένα να σου περάσει κακή ιδέα, το παιδί σου;" Εκλαψε κι' αυτός και με περικάλεσε να πάμε μαζί και ύστερα να μην ματαπάγω, σαν μου ξηηθή. Πήγα. Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ' ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον. Αφού προχώρεσε, τότε τ' ορκίστηκα ότι δεν θα το μαρτυρήσω κανενού, όμως να μου δώση καιρόν οχτώ ημέρες να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι' αυτό το μυστήριον και αν μπορώ να ωφελήσω, να το λάβω, ή να κάτζω, είναι σα να μην το ξέρω ολότελα.

Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες - θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα: "Είμαι άξιος". Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα. Τον περικάλεσα να μη μου μαρτυρήση τα σημεία της κατήχησης, ότ' είμαι νέος και να μην αντέσω και λυπηθώ την ζωή μου και προδώσω το μυστήριον και κιντυνέψη η πατρίς. Συφωνήσαμεν και εις αυτό και μου είπε ότι όθεν δουλέψω, χρήματα... και κατάχρησες δεν μπορώ να κάμω, όμως να παίρνω από 'να αποδειχτικόν, αυτά τα πλούτη να κάνω.

Και η ευκή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν μ' άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβησα δεινά, πληγές και κιντύνους, όμως είμαι καλά σαν θέλει ο Θεός. Του είπα: "Ολα θα πάνε καλά, όμως ο Αλήπασσας είναι πολύ δυνατός και θα μας κιντυνέψη αυτός, ότι είναι οι καπεταναίοι μ' αυτόν". Μου είπε τα αίτια και σε ολίγον καιρόν θέλησε ο Θεός και τον κλείσανε παντού, εις τα 1820.
Μπήκα 'σ το μυστικόν και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα εις το σπίτι μου και εργαζόμουνε δια την πατρίδα μου και θρησκείαν μου να την δουλέψω 'λικρινώς, καθώς την δούλεψα, να μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου.

Ο Σουλτάνος διόρισε τον Χουρσίτ πασσά αρχιστράτηγον με πολλούς πασιάδες να πολιορκήσουνε τον Αλήπασια και γιόμωσαν τα Γιάννενα και η 'Αρτα Τούρκους και Αρβανίτες και άρπαγους και παραλυμένους, πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς, πήραν και μίαν δούλα του πατριώτη μου και ήθελαν να του πάρουν και την γυναίκα του. 'Ηταν ωραία και θα την έπαιρνε ένας πασσάς οπού ήταν εις την 'Αρτα, τον έλεγαν Χασάνπασια, κακός άνθρωπος, αυτός και ένας, τον έλεγαν Μπαμπάπασια, αφάνισαν την τιμή και πλούτη των ανθρώπων.

Αυτός ο Μπαμπάπασιας έπιασε τον πατριώτη μου κ' εμένα και μας φυλάκωσε και γύρευε να μας χαλάση, και με πολλές πλερωμές οπού 'καμε ο πατριώτης μου σωθήκαμε. Και αφού σωθήκαμε, του είπα να φύγωμε να πάμε εις την πατρίδα μας, εις το Λιδορίκι, να σωθούμε. Δεν μ' άκουσε, άκουγε τις γυναίκες και έπαθε πολλά. Και από αυτό αναχώρησα από αυτόν. 'Υστερα τον κιντύνεψε και ο Χασάνπασσας και έφυε κρυφίως και άφησε την φαμελιά του εις 'Αρτα, και θα του την έπαιρνε αυτός γυναίκα. Και ήταν γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη, και την άφησε όσο να γεννήση, να την πάρη.

Αφού ήταν πολλή Τουρκιά εις 'Αρτα και Πρέβεζα και Σούλι και άλλα μέρη της 'Ηπειρος οπού τα βαστούσε ο Αλήπασσας, καθώς και 'σ τα Γιάννενα, ήταν παντού δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου και βάλαν και σφίξη και μάζωναν και τ' άρματα των Ρωμαίγων και να βουλώσουνε και τον πάλτο της μπαρούτης, του μολυβιού, των στουρναριών της 'Αρτας. Και αυτόν τον πάλτο τον είχε ένας αγαθός άνθρωπος, φίλος μου στενός, κάναμε εμπόριον μαζί, Γιωργάκη Κοράκη τον έλεγαν, συγγενής των αγαθών και καλών πατριώτων Ζωσιμάδων.

Αφού τον ήξερα τίμιον άνθρωπον, ρώτησα τον Οικονόμο και τον μακαρίτη Γώγο Μπακόλα και Σκαρμίτζο, ότι μπήκαν και αυτείνοι εις το μυστήριον (γενναίοι άντρες και αγαθοί πατριώτες) και αφού τους ρώτησα, δεν ήθελαν να τον βάλουν εις το μυστήριον τον Κοράκη, ότι φοβώνταν να μην τους προδώση το μυστήριον. Και πολεμοφόδια δεν είχαμε τελείως 'σ εκείνα τα μέρη, και ο τόπος όλος πιασμένος, και θα κάναμε επανάστασιν χωρίς πολεμοφόδια, και τα περισσότερα ντουφέκια με σκοινιά δεμένα.

Τότε αποφασίζω μόνος μου, χωρίς να ρωτήσω τους άλλους, και ορκίζω τον παλταδόρο, τον αγαθόν πατριώτη, και αδειάσαμε όλον τον πάλτο και πήραμε το μπαρούτι, μολύβι και στουρνάρια. Και είχα δυο κρυψώνες εις το σπίτι μου και αυτός εις το σπίτι του και τα κουβαλήσαμε εκεί και κάτι ολίγον αφήσαμε μέσα εις τον πάλτο. Και η θεία χάρη, δόξα να έχει, στράβωνε τους Τούρκους και δεν βλέπαν οπού τα κουβαλάγαμε. Και έβαλε χρήματα ο αγείμνηστος Κοράκης -ότι ύστερα εχάθη- και εγώ και αγοράζαμε με τρόπον άρματα και τα κρύβαμε εκεί οπού 'χαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας, και αρματώναμε τους Εφτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε και πολεμοφόδια και τους...εις τους καπεταναίους, όθεν έκανε χρεία, δίναμε και των ίδιων καπεταναίων.

Αφού εβήκε ο Χουρσίτ πασσάς από την Πελοπόννησο, οπού 'ταν εκεί, και διατάχτη δια τον Αλήπασσα και πήρε και όλα τ' ασκέρια μαζί του, και εις την Πελοπόννησο μείναν πολλά ολίγοι, άρχισαν να υποπτεύωνται από την Πελοπόννησο οι ντόπιοι Τούρκοι, ότι άρχισαν οι Πελοποννήσιοι και κομμανταρίζονταν δια την επανάσταση. 'Εβαιναν υποψία και δια την Ρούμελη. Εμείς λέγαμε, δεν είναι τίποτας, αλλά αγρίεψε ο ραγιάς εις την Ρούμελη από τόσον πλήθος Τουρκιάς, οπού γιόμωσε όλος ο τόπος εξ αιτίας του Αλήπασσα και αφανίστη ο τόπος από τις αγγάρειες και γύμνωμα των κόσμων. Και με ταύτο τους αποκοιμούσαμε. 'Ομως αφανίστη και όντως ο τόπος όλος της Ρούμελης και κατεξοχή Γιάννενα και 'Αρτα και όλα εκείνα τα μέρη τα ρήμαξαν όλως διόλου.

Οι ντόπιοι Τούρκοι της Πελοπόννησος έγραφαν την υποψίαν για τους Ρωμαίγους του Χουρσίτ πασσά και να πάρη μέτρα δι' αυτό ο Χουρσίτ πασσάς. Τότε εμείς στενά πολιορκημένοι από τους Τούρκους παντού, και δεν μαθαίναμε και τίποτας, ευρέθη εύλογον από τον Οικονόμο της 'Αρτας και Γώγο και Σκαρμίτζο να στείλουν εμένα ως πραματευτή να πάγω εις Πάτρα και από 'κεί να περάσω εις την ανατολική Ελλάδα ν' ανταμώσω πρώτα τον Διάκο, να τον ρωτήσω δια τα τρέχοντα και να του ειπώ να βαρέσουνε σε όλα αυτά τα μέρη, και να πάγω να μιλήσω και με τον Πανουργιά και άλλους καπεταναίους να βαρέσουνε αυτείνοι και οι Πελοποννήσιοι, να τραβηχτή κάμποση Τουρκιά, να βαρέσουμε και εμείς εκεί τότε.

Τον Μάρτιον μήνα, τα 1821, πήρα κάμποσα χρήματα και πέρασα εις την Πάτρα. Οι Τούρκοι υποψιασμένοι, να 'βλεπαν Ρουμελιώτη, κιντύνευε, άρχισαν να με ξετάζουν οι Ρωμαίγοι ανόγητα μέσα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικο οπού 'ταν κόνσολας ο Βλασσόπουλος. 'Ημουν κονεμένος 'σ του Ταταράκη το χάνι ονομαζόμενον. 'Ηταν εκεί και Γιαννιώτες, οπού κάθονταν, και Αρτηνοί. Πήγα εις το κονσουλάτο, τους είπα τα τρέχοντα της Ρούμελης και το κακό οπού 'παθε ο Αλήπασσας, είχαν βγη από το κάστρο αναντίον των βασιλικών ει την πολιτείαν των Γιαννίνων και του σκότωσαν πλήθος του Αλήπασσα, του χάθη όλο τ' άνθος οπού 'χε.

Αυτείνοι δεν πίστευαν τίποτας απ' όσα τους έλεγα, αλλά τον ήθελαν νικητή να τους λευτερώση, αυτός ο τύραγνος να φέρη το Ρωμαίγικον και την λευτεριά της πατρίδος - και αν έβγαινε αυτός, δεν θ' άφινε μήτε ρουθούνι από 'μάς. Σαν τους είπα πολλά και δεν πίστευαν, αναχώρησα και πήγα 'σ έναν μεγάλον έμπορον πως ψωνίζω πράμα, να σηκώνω κάθε υποψία όσο να ξετάξω τα τρέχοντα εκεί, να μάθω.
Αφού πήγα εις τ'αργαστήρι του, μου είπε ο έμπορος: "Ψώνισε ό,τι θέλεις και ό,τι σε βαστάξη η ψυχή πλέρωσε". Αφού ψώνισα ό,τ' ήθελα, με πήρε να πάγω εις το σπίτι του να φάγω και να κοιμηθώ εκεί. Πήγα, με ρώτησε. 'Αρχισε να μου κάνη τα σημεία της Εταιρίας, τότε άρχισα να τον ορκίζω και του είπα πως δεν τα 'μαθα από τον σακελλάριον. Τότε του είπα όσα εγώ ήξερα από την Ρούμελη και αυτός της Πελοπόννησος.

Τον ρώτησα αν είναι άργητα ακόμα και αν έχουν ετοιμασίες. Μου είπε: "Οι Τούρκοι άρχισαν να υποπτεύωνται και δεν είναι δέκα ημέρες οπού ζήτησαν ένα δάνειον και τους έδωσα εκατόν πενήντα χιλιάδες γρόσια ως δανεικά να τους αποκοιμάμε. 'Ομως, μου λέγει, το πράμα δεν δέχεται άργητα" Του λέγω: "Σαν είναι αυτό, τι ετοιμασία έχετε;" Μου είπε: "Του Κολοκοτρώνη στείλαμε κάμποσα χρήματα εις την Ζάκυθο και ήρθε με καμμίαν τριανταριά ανθρώπους και είναι εις την Μάνη. Και άλλη ετοιμασίαν δεν έχομε"

Του λέγω: "Αυτά τα χρήματα, όπου βλέπω θεμωνιά τάλλαρα (και γράφαν και πέντ' έξι γραμματικοί), δεν τα στέλνεις πουθενά να χρησιμέψουν δια του λόγου σου και δια την πατρίδα;" Μου λέγει: "Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους" Είπα και εγώ: "Μεγάλοι άνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα, κάμετε ό,τι σας φωτίση ο Θεός". Κοιμήθηκα. Την αυγή πήγα να ψωνίσω ό,τι μόλειπε.

Ο ζαπίτης έμαθε οπού πήγα και με γύρευε παντού. Αντίς εμένα, έπιασαν έναν του Βαρνακιώτη και τον πήγαν. Τον ξέτασε, είδε ότι δεν ήταν εκείνος. Είπε: "Οχι αυτόν, έναν άλλον. Εκείνος είναι τζασίτης φερμένος εδώ και να τον πιάσετε να τον κρεμάσω, να πάθη ό,τ' ήρθε γυρεύοντας εδώ". Τα είπε ο άνθρωπος του Βαρνακιώτη αυτά εις το χάνι και ήρθαν οι Αρτηνοί και μου το είπανε και πήγα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικον και είπα τα αίτια και να μείνω εκεί φυλαμένος. Δεν με βάσταγε ο κόνσολας. Μου λέγει, τέτοιες ώρες κιντυνεύει και αυτός.

Με το στανιό έμεινα ως το βράδυ και σουρπώνοντας να βγω. Μ'έβαλαν σε μια κάμαρη μέσα και με κλείσανε χωρίς να ζυγώνη κανείς. Μου 'ρθε να κατουρήσω, ήταν μια τρυπούλα εις το πάτωμα και κατούραγα. 'Ηρθε ένας δούλος και μ' έβρισε. Του είπα, είμ' άνθρωπος και δεν μπόρεσα να υποφέρω. Με ρωτάγει ο δούλος πούθεν είμαι. Του είπα από την Ρούμελη. Μου λέγει, και αυτός είναι από το Βραχώρι.
Τον περικάλεσα να μου ειπή αν ξέρη τον Κωνσταντίνο Γερακάρη (ότ' ήταν εκεί 'σ το κονσουλάτο, όταν με ξέταζε ο κόνσολας), να του ειπή να 'ρθη να τον ανταμώσω. Μου λέγει ο δούλος: "Εψές ήταν ο Δυσσέας εδώ και έφυγε. - Σύρε πες του Γερακάρη", του είπα. Πήγε του είπε και ήρθε. Του λέγω: "Να με πας βράδυ εκεί όπουναι ο Δυσσέας και θέλει μάθης χαμπέρια πλήθος, ότ' ήρθα δια τον Δυσσέα" Μου είπε να του τα πω πρώτα. Του είπα: 'Είμαι ορκισμένος και δεν τα λέγω αλλουνού".Εφυγε ο Γερακάρης.

Πήρε να νυχτώση. Μ' έβιαζαν να φύγω από το κονσουλάτο. 'Ισασα τις πιστιόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου, είπα και του παιδιού, μόφερε κάμποσο ρακί και ήπια ν' αυγατήση το σπίρτο και να βγω με το γιαταγάνι έξω, ας ήμουν και κιοτής. Φύλαγαν απόξω την πόρτα οι διασαχτζήδες οι Τούρκοι του κονσόλου και άλλοι Τούρκοι, ότι τόμαθαν οπού ήμουν μέσα και ήθελαν να βγω να με πιάσουνε.
Και εγώ έλεγα να μην πιαστώ ζωντανός και με παιδέψουνε και βρεθώ μπόσικος και προδώσω τίποτας - καλύτερα να σκοτωθώ. Εκεί οπού ετοιμάζομουν να βγω, έρχεται ένας Κεφαλλωνίτης, μου λέγει: "Εσείσαι οπού ήσουν 'δω μέσα;" Του λέγω "Εδώ είναι πολλοί, ποιον γυρεύεις; ποιος σ' έστειλε;" Μου λέγει: " Ο Γερακάρης. - Εγώ είμαι" του είπα. Μου είπε: "Πάμε να κάνουμε δουλειά μας". Του λέγω: "Στην πόρτα φυλάνε Τούρκοι και τήρα από του περιβολιού τον τοίχο θα πέσω εγώ κάτου και εσύ να πας απόξω να φυλάς εκεί οπού θα πέσω, να φύγωμε, ότι δεν ξέρω τα σοκάκια".

Πήγε απόξω. Ρίχτηκα από τον τοίχο, ήταν ψηλός, μισοτσακίστηκα από τ' άρματά μου. Ο φόβος μ' έτρεχε καλύτερα από γερόν. Πήγαμε κάτου κατά την θάλασσα. Του είπα να πάμε από το μέρος των σταφίδων, μ' άκουσε, ότι 'στην Ντογάνα ήταν Τούρκοι και θα μας πιάναν. Του είπα να κρυφτώ εις τα χαντάκια να φωνάξη την βάρκα. 'Οτι ο Δυσσέος ήταν μέσα 'σ ένα μαρτίγο. Σαν του είπα να κρυφτώ, μου λέγει: "Τι βρωμόκωλοι είσται εσείς οι... Φοβάστε και από τον ίσκιον σας" Ντράπηκα πήγα μαζί του. Φωνάζει δια την φελούκα, μας βλέπουν οι Τούρκοι και μας στρώνουν να μας πιάσουνε. Θέλησε ο Θεός και ήταν μια φελούκα. Τους μίλησα και ριχτήκαμε μέσα και μας βάλαν απάνου 'σ την γολέττα τους. Πλάκωσαν και οι Τούρκοι. Πήραν και αυτείνοι τα τριμπόνια τους και αντιστάθηκαν.

'Υστερα με πήγανε κι' ανταμώθηκα με τον Δυσσέα και του είπα όλα τα τρέχοντα, και του είπα οπού θα πάγω και εις τον Διάκο και αλλουνούς και μου είπε ότι αγροικήθη αυτός και θα χτυπήσουνε, και πήρε πολεμοφόδια να πάγη εις το Ξερόμερον εις την Ζάβιτζα. Και μου είπε να πάμε αντάμα. Του είπα: "Θα ιδώ το τέλος εδώ και να πάρω και το ντουφέκι μου, όπου είναι 'σ το χάνι. Και θα πάγω χαμπέρι έξω ό,τι μάθω και μου είπες". Και ανεχώρησε την νύχτα.

Σε δυο ημέρες χτύπησε ντουφέκι 'στην Πάτρα. Οι Τούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα. Τότε πήρα καμμιά δεκαριά παιδιά από το καράβι με τ' άρματά τους και βήκαμε έξω. Εις την Ντογάνα κουβαλιώνταν ο κόσμος και γιόμωσε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως το λαιμό μέσα. Τότε βλέπω και τον φίλο μου τον πραματευτή, έφερνε 'στο 'να του χέρι την φαμιλιά του και 'στ' άλλο τα παιδιά του και τίποτας άλλο από τόσο βιον οπού 'χε - οπού θα ξύπναγε να βρη Ρωμαίικον. Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη, οι μικροί θα κάμουν μικρά. Τους πήρα και τους πήγα μέσα εις το καράβι και τους παρηγορούσα.

Στάθηκα εκεί και την άλλη ημέρα και πέρασα εις Μισολόγγι. Ψώνισα λαμπάδες άσπρες, οπού είχε έρθη ένα καράβι από Τριέστι, και ρούμες και λάδι και καπνόν να πάγω ως πραματευτής εις την 'Αρτα, να ιδούνε οι Τούρκοι και να μην υποψιαστούν. Φόρτωσα το καϊκι, βήκα απόξω από το Βασιλάδι 'σ ένα λιμάνι πλησίον εκεί, το λένε Βούκεντρο. Ξημερώνοντας των Βαγιών, την νύχτα (ότ' ήταν καιρός ανάντιος) βλέπομε από αγνάντια 'σ την Πάτρα φωτιά πολλή, και κανονισμός και ντουφεκίδι.Το γιόμ έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καϊκια με φαμιλιές. Ρώτησα, μου είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασσάς μέσα εις την Πάτρα και την ρήμαξε και αφάνισε τους κατοίκους.

'Εφυγα από εκεί την Μεγάλη Παρασκευή. Πήγα εις Πρέβεζα, πούλησα τις λαμπάδες και ρούμες και καπνό με μια μεγάλη τιμή. Το μεγάλο Σαββάτο την νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα εις 'Αρτα, αντάμωσα τους δικούς μας, τους είπα τα τρέχοντα. Φέραν και τα κεφάλια των Πατρινών εκεί, να τα πάνε του Χουρσίτ πασσά. Τότε πιάνουν κ' εμένα ως χαϊνην του Σουλτάνου, οπού ήμουν εις Μωριά, με πάνε εις το κάστρο της 'Αρτας. Μου περνούνε σίδερα εις τα ποδάρια και άλλους παιδεμούς, να μαρτυρήσω το μυστικόν. Εβδομήντα πέντε 'μέρες παιδεμούς.

Μας πάνε είκοσιέξι ανθρώπους να μας κρεμάσουνε και ο Θεός γλύτωσε μόνον εμένα. 'Ηταν Βονιτζάνοι και απ' άλλα μέρη και τους κρέμασαν όλους 'σ το παζάρι. Δια να με ξετάξουνε ακόμα και να τους μαρτυρήσω το βιον μου με γύρισαν οπίσω από την καταδίκη εις τον πασιά και με ξέταζε δια το δικό μου βιον και του πατριώτη μου. Με πήγαν πίσω εις το κάστρο, άλλη βολά να με χαλάσουνε, και μ' έβαλαν 'σ ένα μπουντρούμι. Και ήμαστε εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Και ήταν σάπιο ψωμί μέσα και μαγαρίζανε απάνου 'σ το ψωμί, ότι αλλού δεν είχαμε τόπον. Και η ακαθαρσία εκείνη και τα χνώτα έκαναν μίαν βρώμα, οπού δεν είναι 'στην γης άλλη χειρότερη.

Και από την κλειδωνότρυπατης πόρτας βαίναμε τη μύτη μας και παίρναμε αγέρα. Και μόριχναν εμένα ξύλο και παιδεμούς πλήθος, και αφού πήγαν να με χαλάσουνε. Και από τα χτυπήματα επρίστηκε το σώμα μου και καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. 'Εταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήματα. Μου δίνει έναν Τούρκον να πάμε εις το σπίτι μου. Καθώς πηγαίναμε στον δρόμον, πήγαινα κρατώντας και πολύ κουτζαίνοντας και βογγώντας.
Ο Τούρκος, βόδι θεοτικόν, και παντήχαινε θα μου βγη η ψυχή μου - δεν ήξερε ότ' είναι βαθιά. Πήγα εις το σπίτι, ξαπλώθηκα του πεθαμού. 'Ηρθε ο γιατρός, εγώ στοχάζομουν τον Τούρκο, πώς να του φύγω. Βγάνω και του δίνω τα χρήματα και του λέγω, του Τούρκου: "Σύρ' τα (τάχα κρυφά). Μου είπε να του τα δώσης να μην είναι άλλος". Τόδωσα και εκεινού καμμιά εκατοστή γρόσια. Τα πήρε, του λέγω: "Σύρ' τα (τάχα) εις το κάστρο και έλα όσο να μου φκειάση το γιατρικό ο γιατρός, να πάμε μαζί εις το κάστρο, ότι μόνος μου δεν βγαίνω έξω. Φοβώμαι από τους ντόπιους Τούρκους". Τα πήρε. Αυτός βγαίνοντας από την πόρτα, ετοιμάστηκα εγώ.

Του δίνω ένα φευγάκι και πάγω εις το κονάκι ενού ξαδέρφου του Αλήπασσα, τον λέγαν Σμαήλμπεη Κόνιτζα, ο Θεός μακαρίση την ψυχή του. Αφού μ' είδε, με λυπήθη πολύ. Του είπα τι δοκίμασα και αν με φυλάγη, να μη με δώση πίσω. "Ντουφέκι, είπε, έχω με τους Κονιάρους, εσένα δεν σε δίνω". Ευτύς μόδωσε άρματα και με πήρε με τ' ασκέρι του και πήγαμε εις το Κομπότι. 'Ηταν το Τούρκικον ορδί εκεί, είναι τρεις ώρες από την 'Αρτα. Αφού καθίσαμε εκεί κάμποσες ημέρες, αυτός ο δυστυχής αρρώστησε βαριά και ως ευεργέτης δικός μου τον συγύριζα καλύτερα από τον γονιόν μου. Αν ήθελα, από 'κεί έφευγα, ένα κάρτο ήταν οι δικοί μας αλάργα. 'Ομως είπα του ευεργέτη μου να μην του γένω άπιστος και τον αφήσω άρρωστον. Σηκώθη άρρωστος και εγώ μαζί του και πήγαμε πίσω εις την 'Αρτα - και αυτόν να δουλέψω όσο-να γερέψη και να γλυτώσω και την γυναίκα του αλλουνού ευεργέτη μου, του πατριώτη μου, οπού 'χα φάγη το ψωμί του τόσα χρόνια, και θα την έπαιρναν οι Τούρκοι να την τουρκέψουν. Και δι' αυτούς τους δυο ευεργέτες μου πήγα πίσω εις τον κίντυνον, μέσα εις την 'Αρτα. Αφού πήγαμε μέσα εις την 'Αρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι ο σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. Του λέγω του μπέγη δια την γυναίκα του πατριώτη μου, οπού θα την πάρη ο Χασάνπασιας.

Μιλεί των πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει: "-Πασσάδες και Μπεηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήση κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε".

Αφού τους είπε πολλά ο μπέγης από αυτά, τους λέγει ύστερα πως ο Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τους πλέον παντίδους και γύμνωσαν τον κόσμο και του πήραν και τις γυναίκες. "Αυτείνοι θα φύγουν δια τον τόπο τους κ' εμείς θα μείνουμεν εδώ". Τότε έπιασε και για την γυναίκα του πατριώτη μου, πως γυρεύει να την πάρη ο πασσάς. Και τότε όλοι με μίαν φωνή είπανε και πήγαν και την πήραν από 'κεί οπού την είχε και την πήγαν εις το Αγγλικόν κονσολάτο να είναι φυλαμένη.

Αφού σιγούρεψα την γυναίκα και του αλλουνού ευεργέτη μου, μίαν ημέρα είχε κάψη πολλή ο δυστυχής μπέγης και πήγα δια τον γιατρό. Οι Τούρκοι φύλαγαν να με πιάσουνε εξ αιτίας οπού τους έφυγα από το κάστρο, και ο πασσάς έμαθε ότι εγώ 'νέργησα και δια την γυναίκα, φύλαγαν να με πιάσουνε να με κρεμάσουνε. Αφού πήγα δια τον γιατρό, μου ρίχτηκαν οι Τούρκοι. 'Ημουν ελεύτερος εις τα ποδάρια και τους έφυγα. Με πήγαν κυνηγώντα ως του μπέγη το κονάκι. Εκεί βγήκανε δικοί μας άνθρώποι, πιαστήκαμε από άρματα και εσώθηκα.

Αφού ξεγέρεψε ο μπέγης, του πήρα την ευκή του και του είπα: "θα φύγω". Δεν μ'άφινε. Του είπα: "Εγώ σαν ήθελα έφευγα και από το Κομπότι, όμως δεν τόκανα δια την τιμή μου". Αφού είδε όπου δεν θα καθώμουν, μόδωσε την ευκή του και μου είπε να ειπώ των καπεταναίων έξω 'στου Πέτα και αλλού νάχουν δικαιοσύνη εις τον κόσμον, να πάνε ομπρός. 'Οτι τοιούτως έκαναν αδικίγες οι Τούρκοι και θα χαθούν:
"Νάχουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και εμείς οι Τούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του" Του φίλησα το χέρι να φύγω, μόδωσε χρήματα, του είπα: "Μπέγη μου, έχω και δεν θέλω, ότι έχεις έξοδα μεγάλα εις τους ανθρώπους σου".

Μόδωσε άρματα και με διάταξε να φέρνωμαι καλά και να πάγω με τον Γώγο, ότ' είναι άξιος και τίμιος και φίλος του, και να τους ειπώ των καπεταναίων να μην μπούνε εις την 'Αρτα, ότ' είναι πολλοί Τούρκοι και θα σκοτωθούν, όμως να τους κλείσουνε και φεύγουν μόνοι τους, ότι δεν έχουν ζαερέδες. Τον περικάλεσα και δια την γυναίκα του πατριώτη μου να την προσέχη και αναχώρησα τα 1821, μπαίνοντας ο Αύγουστος...

Τρίτη 17 Μαρτίου 2009

1821. ΟΡΚΟΣ ΚΑΤΑ ΤΥΡΡΑΝΙΑΣ ΚΙ ΑΝΑΡΧΙΑΣ...


Όρκος Κατά Τυραννίας και Αναρχίας:

Ω βασιλεύ του κόσμου, ορκίζομαι σε σε,
στην γνώμην των τυράννων, να μην έλθω ποτέ.
Μήτε να τους δουλεύσω, μήτε να πλανηθώ,
εις τα ταξίματά τους, για να παραδοθώ.
Εν όσω ζω στον κόσμον, ο μόνος μου σκοπός,
για να τους αφανίσω, θε νάναι σταθερός.
Πιστός εις την πατρίδα, συντρίβω τον ζυγόν,
αχώριστος για ναμαι, υπό τον στρατηγόν.
Κι αν παραβώ τον όρκον, ν' αστράψ' ο ουρανός,
και να με κατακάψη, να γένω σαν καπνός.

Σ' ανατολή και δύση, και νότον και βοριά,
για την πατρίδα όλοι, να 'χωμεν μια καρδιά.
Στην πίστιν του καθ' ένας, ελεύθερος να ζη,
στην δόξαν του πολέμου, να τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι Αρβανήτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί,
Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινήν ορμή...
Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί,
πως είμαστ' αντριωμένοι, παντού να ξακουσθή.
Όσα απ' την τυραννίαν, πήγαν στην ξενητιά
στον τόπον του καθ' ένας, ας έλθη τώρα πιά.
Και όσοι του πολεμου, την τέχνην αγροικούν
Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυρράνους να νικούν.
Η Ρούμελη τους κράζει, μ' αγκάλες ανοιχτές,
τους δίδει βιό και τόπον, αξίες και τιμές.
Ως ποτ' οφφικιάλος, σε ξένους Βασιλείς;
έλα να γένης στύλος, δικής σου της φυλής.
Κάλλιο για την πατρίδα, κανένας να χαθή
ή να κρεμάση φούντα, για ξένον στο σπαθί.
Και όσοι προσκυνήσουν, δεν είναι πιά εχθροί,
αδέλφια μας θα γένουν, ας είναι κι εθνικοί.
Μα όσοι θα τολμήσουν, αντίκρυ να σταθούν,
εκείνοι και δικοί μας, αν είναι, ας χαθούν.

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά
ως πότε σταις σπηλιές σας, κοιμάστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί,
κι Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή.
Ανδρείοι Μακεδόνες, ορμήσετε για μια,
και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σα θεριά.
Του Σάββα και Δουνάβου, αδέλφια Χριστιανοί,
με τα άρματα στο χέρι, καθ' ένας ας φανή,
Το αίμα σας ας βράση, με δίκαιον θυμόν,
μικροί μεγάλοι ομώστε, τυρράννου τον χαμόν.
Λεβέντες αντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ο βάρβαρος ως πότε, θε να σας τυραννή.
Μην καρτερήτε πλέον, ανίκητοι Λαζοί,
χωθήτε στο μπογάζι, μ' εμάς και σεις μαζί.
Δελφίνια της θαλάσσης, αζδέρια των νησιών,
σαν αστραπή χυθήτε, χτυπάτε τον εχθρόν.
Της Κρήτης και της Νύδρας, θαλασσινά πουλιά,
καιρός ειν' της πατριδος, ν' ακούστε την λαλιά.
Κι οσ' είστε στην αρμάδα, σαν άξια παιδιά,
οι νόμοι σας προστάζουν, να βάλετε φωτιά.
Με εμάς κι εσείς Μαλτέζοι, γεννήτε ένα κορμί,
κατά της τυραννίας, ριχθήτε με ορμή.
Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί,
ζητά την συνδρομήν σας, με μητρική φωνή.
Τι σκέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον εκστατικός;
τινάξου στο Μπαλκάνι, φώλιασε σαν αητός.
Τους μπούφους και κοράκους, καθόλου μη ψηφάς,
με τον ραγιά ενώσου, αν θέλης να νικάς.

Συλήστρα και Μπραίλα, Σμαήλι και Κιλί,
Μπενδέρι και Χωτήνι, εσένα προσκαλεί.
Στρατεύματα σου στείλε, κι εκείνα προσκυνούν
γιατί στην τυρραννίαν, να ζήσουν δεν μπορούν.
Γκιουρντζή πιά μη κοιμάσαι, σηκώσου με ορμήν,
τον Προύσια να μοιάσης, έχεις την αφορμήν.
Και συ που στο Χαλέπι, ελεύθερα φρονείς
πασιά καιρόν μη χάνεις, στον κάμπον να φανής.
Με τα στρατεύματά σου, ευθύς να συκωθής,
στης Πόλης τα φερμάνια, ποτέ να μη δοθής.
Του Μισιριού ασλάνια, για πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ένα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι της Αιγύπτου, στην Πόλη ας μη φανή,
για να ψοφήσει ο λύκος, όπου σας τυραννεί.
Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθή.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλην την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα, και ως την Αραπιά.
Ψηλά στα μπαϊράκια, σηκώστε τον σταυρόν,
και σαν αστροπελέκια, χτυπατε τον εχθρόν.
Ποτέ μη στοχασθήτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοκτυπά και τρέμει, σαν τον λαγόν κι αυτός.
Τριακόσιοι Γκιρτζιαλήδες, τον έκαμαν να ιδή,
πως δεν μπορεί με τόπια, μπροστά τους να εβγεί.
Λοιπόν γιατί αργήτε, τι στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήστε μην είστε ενάντιοι κι εχθροί.

Πως οι προπάτορές μας, ορμούσαν σα θεριά,
για την ελευθερία, πηδούσαν στη φωτιά.
Έτσι κι ημείς, αδέλφια, ν' αρπάξουμε για μια
τα άρματα, και να βγούμεν απ' την πικρή σκλαβιά.
Να σφάξουμε τους λύκους, που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου, να λάμψη ο σταυρός,
και στην δικαιοσύνην, να σκύψη ο εχθρός.
Ο κόσμος να γλυτώση, απ' αύτην την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη.

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2009

ΦΟΒΟΣ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...


Δεν υπάρχει χειρότερη μορφή δουλείας από τη δουλεία του φόβου. Όταν μια κοινωνία είναι υποταγμένη στον φόβο είναι ανελεύθερη κοινωνία. Εξάλλου, τα έννομα αγαθά του πολίτη, τα ατομικά, περιουσιακά και άλλα δικαιώματα πρέπει να τελούν υπό την εγγύηση της πολιτείας. Και να προστατεύονται αποτελεσματικά.

Οι κοινωνίες αλλά και τα άτομα που κυριαρχούνται, που καταλαμβάνονται από το αίσθημα του φόβου δε μπορούν να αναπτύξουν τις δραστηριότητες για την ελεύθερη σταδιοδρομία τους. Δεν αισθάνονται ασφαλείς και κατ' ακολουθία δεν αισθάνονται ελεύθεροι.

Ουδείς διανοείται περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων και την αναγκαιότητα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Είναι και πρέπει να είναι απαραβίαστα. Υπάρχουν όμως και όρια. Και τα όρια συμπίπτουν με το όριο της αυθαιρεσίας, το όριο της κατάχρησης και φυσικά με το όριο που δεν επιτρέπει να χρησιμοποιούνται για την προσβολή των δικαιωμάτων των τρίτων, του πολίτη ή με τη διάπραξη αδικημάτων.

Παράλληλα μαζί με τη γενίκευση της εγκληματικότητας του κοινού ποινικού δικαίου, επανέκαμψε και η ειδική εγκληματικότητα, δηλαδή η τρομοκρατία. Μια τρομοκρατία πολύμορφη, πολιτικά άστοχη, ιδεολογικά τυφλή, με στόχευση τα ανυποψίαστα όργανα της δημόσιας τάξης, όργανα δηλαδή άνευ πολιτικής ευθύνης.

Μπροστά στα γενικά και ειδικά φαινόμενα της εκτεταμένης εγκληματικότητας, ο πολιτικός κόσμος δεν έχει ούτε τον χρόνο ούτε την πολυτέλεια να διαφωνεί. Υπάρχει επείγουσα ανάγκη λήψης όλων των αναγκαίων μέτρων «εν ομοφωνία» τόσο για την πρόληψη όσο και για την καταστολή του φαινομένου πριν είναι αργά.

Πριν η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη.

Και τα μέτρα δεν είναι μόνο αστυνομικά. Είναι επίσης και μέτρα κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα. Η πολυπολιτισμική κοινωνία που εκ των πραγμάτων και άθελα μας δημιουργείται, μεγαλώνει τους κινδύνους για τη συνοχή της. Γιατί, παράλληλα, λόγω έλλειψης σοβαρής και υπεύθυνης μεταναστευτικής πολιτικής, δημιουργεί και τις συνθήκες πολυεγκληματικότητας, πολυπαραβατικότητας, επαυξάνει τους κινδύνους για μια αναρχούμενη επικίνδυνη κοινωνία.

Ανάγκη λοιπόν άμεσων μέτρων με κοινή κοινωνική συμφωνία.

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ...

Όσοι αγαπάνε, μια φορά το χρόνο το γιορτάζουν
μονάχα οι ελεύθεροι συνέχεια διασκεδάζουν...

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2007

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΗΣ - ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ.


Στο παρόν blog που δημιούργησα, σκοπεύω να εκφράζω την γνώμη /άποψη μου για οποιοδήποτε θέμα ή ζήτημα μου τραβήξει το ενδιαφέρον.
Θα την εκφράζω με τον δικό μου τρόπο, που θα εξαρτάται απο την κατάσταση που θα μου έχει δημιουργήσει το θέμα εκείνη την στιγμή. Θα είναι καυστική, σατυρική, επιθετική, με μορφή συμβουλής ή παραίνεσης, ή έξω απο τα δόντια αν χρειαστεί.

Αρέσει δεν αρέσει, αυτή είναι η άποψη μου, και θα την λέω ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ.

Σε πολλούς "δηθεν" δεν θα αρέσει, ποιός όμως νοιάζεται αλήθεια τι θα πούν;

Δεν ξύπνησα το πρωί και την είχα έτσι για σήμερα.
Είναι όλη μου η ζωή συμπυκνωμένη, τα βιώματα μου, οι σκέψεις μου, οι επιρροές που είχα απο γεγονότα, ο τρόπος αντιμετώπισης τους..

Αν τώρα θέλετε να αλλάξω άποψη, φέρτε μου πίσω τα χρόνια μου να τα ζήσω αλλιώς, σε άλλες συνθήκες και περιβάλλοντα και αυτομάτως θα έχω διαφορετική άποψη.

Όμως προς το παρόν, αυτή είναι η ζωή μου, αυτή η γνώμη μου, έτσι τα βλέπω εγώ και αν ταιριάζουμε ας συντονιστούμε να επικοινωνούμε!