Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

ΑΝΑΣΤΑΣΗ 2012...


Χρόνια πολλά, καλή Aνάσταση απ' όλα τα δεινά του τόπου καί πολλές ευχές...
Η Λαμπρή να φωτίσει την καρδιά και τον νού μας!






***********************************************************
Τα Ελληνικά έθιμα του Πάσχα, ανακατεμένα λόγω εποχής με τις μυρωδιές της άνοιξης, είναι όμορφα.

Με τον μυστικισμό του Θείου Πάθους, εμπλουτισμένα στο διάβα των αιώνων με λατρεία και μεράκι, μπολιασμένα με την αγνότητα της πίστης και της λαϊκής παράδοσης, προσαρμοσμένα ανά τόπο και κοινότητα.

Ωστόσο δεν ανήκει σε αυτά η πρόσφατη νεοπλουτίστικη εμβόλιμη συνήθεια να έρχεται με τιμές αρχηγού κράτους το Άγιο Φως από την Ιερουσαλήμ, με κρατικό αεροσκάφος συνοδεία κουστωδίας επισήμων, όπου θα πάει  πρώτα στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα, και θα διαμοιραστεί στην επικράτεια ακόμη και με ειδικές πτήσεις, να το παραλάβουν εγκαίρως οι απανταχού Έλληνες πιστοί.

Δεν έχει σημασία αν το κερί  - φαναράκι που θα μεταφερθεί είναι για κάποιους πιστούς Άγιο φως.
Αν δηλαδή με την παρέμβαση του Δημιουργού συμβαίνει ένα υπερφυσικό γεγονός με ετήσια περιοδικότητα και ωρολογιακή ακρίβεια.

Από τη Βικιπαίδεια: "Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί πριν από την τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται πρώτα ένας σχολαστικός έλεγχος του Παναγίου Τάφου και αμέσως μετά τον σφραγίζουν με το μελισσοκέρι που είχε ετοιμαστεί το πρωί. Ο έλεγχος γίνεται για να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε μέσα στον Πανάγιο Τάφο το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει φωτιά. Αφού σφραγιστεί ο Πανάγιος Τάφος με το μελισσοκέρι, οι αρχές τοποθετούν πάνω στο κερί τις σφραγίδες τους.

Μεγάλο ενδιαφέρον για τον έλεγχο δείχνουν και τα άλλα δόγματα τα οποία έχουν από παλιά αποκτήσει δικαιώματα στον Πανάγιο Τάφο. Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Αν τύχει κάποια χρονιά να μη βγάλει το Άγιο Φως ο Ορθόδοξος Πατριάρχης τότε θα αναλάβουν το προβάδισμα της τελετής του Αγίου Φωτός άλλοι Χριστιανοί...

Ο έλεγχος αρχίζει στις 10 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και τελειώνει στις 11. Όσο γίνεται ο έλεγχος Ορθόδοξοι Άραβες νέοι διαδηλώνουν μέσα στον Ιερό Ναό υπέρ των ορθοδόξων δικαιωμάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τον έλεγχο του Παναγίου Τάφου παρακολουθούν εκπρόσωποι των Αρμενίων και άλλων δογμάτων"...

Αυτά τα θαυμαστά συμβαίνουν κάθε τέτοια μέρα στα Ιεροσόλυμα, περιπεπλεγμένα με εθνοτικές ασκήσεις γεωπολιτικής επιρροής, που δεν είναι του παρόντος.

Όμως αυτό που ένα τμήμα των πιστών θεωρεί ως εκ Θεού σταλθέν, το κράτος με την παρέμβασή του αίρει την μυσταγωγία και την κατάνυξη που υποβάλλει, το εκκοσμικεύει, το μεταβάλλει σε κρατική γραφειοκρατική υποχρέωση. Αυτό το εν πολλοίς παγανιστικό γεγονός (καθώς η λατρεία της φωτιάς, έρχεται από την προϊστορία του ανθρώπου), χάνει την ιερότητα και θρησκευτικότητά ερχόμενο στη χώρα ως αρχηγός κράτους, με ταρατατζούμ και παράτες.

Και για να κάνουμε και λίγο χιούμορ: αφού ο Δημιουργός δίνει το Άγιο Φως μόνο σε μας από όλο τον πλανήτη, δεν μπορούμε να το αξιοποιήσουμε κάπως, τώρα που οι περιστάσεις είναι δύσκολες; Με αποκλειστικά δικαιώματα, κ.λ.π.

Σάββατο 5 Μαρτίου 2011

THE ODYSSEY (1997) ΟΔΥΣΣΕΙΑ - (FULL MOVIE)...




Η "Οδύσσεια" του Ομήρου με τις περιπέτειες του Οδυσσέα και τον τελικό θρίαμβο επι πάντων του Ελληνικού δαιμόνιου, σε μια σχετικά πρόσφατη παραγωγή...

Με υπότιτλους σε πολλές γλώσσες και στα Ελληνικά.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010

ΚΑΙ ΟΙ "ΑΛΛΟΙ" ΕΛΛΗΝΕΣ...


Έγραφε το «ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ» (29-4-1941, δύο ημέρες μετά την κατάληψη της Αθήνας):

«Εντός εικοσιτετραώρων η κατάληψις της χώρας μας θα έχει συμπληρωθή. Έτσι η Ελλάς βγαίνει από τον πόλεμο- και βγαίνει οριστικώς από τον πόλεμον, καθ' ον τρόπον εβγήκαν όλαι σχεδόν αι χώραι της ηπειρωτικής Ευρώπης. Δεν είνε μόνη η Ελλάς που ευρίσκεται εις αυτήν τη θέσιν. (...) Αυτό δεν το λέγομεν προς παρηγορίαν μας. Τα λέγομεν διά να τονίσωμεν τη βασικήν κατά τη γνώμην μας αλήθειαν που δεν πρέπει ποτέ να φεύγη από τα μάτια μας, ότι δηλαδή τα ελληνικά προβλήματα που εδημιουργήθησαν από της 27ης Απριλίου δεν ημπορούν να αντιμετωπισθούν παρά εις το πλαίσιο της Νέας Ευρωπαϊκής πραγματικότητος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής αποτελούμεν μέρος ενός εκτεταμένου ηπειρωτικού συνόλου του οποίου όλα τα τμήματα θα έχουν αναποφεύκτως κοινότητα κατευθύνσεων και προπαντός κοινότητα συμφερόντων, οικονομικών και άλλων».

Την ίδια ημέρα, προπαγάνδιζε η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»:

«Ο αθηναϊκός λαός αντιμετωπίζει τα γεγονότα με σταθεράν πεποίθησιν ότι όλα βαίνουν προς το καλύτερον, ότι λήξαντος του πολέμου, διά την Ελλάδα τουλάχιστον, ανοίγεται η περίοδος της ειρήνης και της εντός των πλαισίων της ειρήνης αυτής παραγωγικής δραστηριότητος». Άλλωστε, «Αι γερμανικαί αρχαί εμφορούμεναι από τας φιλικωτέρας των διαθέσεων απέναντι του ελληνικού πληθυσμού, τας αρετάς και τα προτερήματα του οποίου δεν ήργησαν να γνωρίσουν, θα τον συντρέξουν- περί τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία- εις πάσαν θετικήν και οικοδομητικήν του προσπάθειαν».


Αυτά για λόγους ιστορικής μνήμης.

ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ...

Στην Ήπειρο οι χειμώνες έρχονται νωρίς, ανυπόμονοι. Είναι τραχειά η όψη τους, καθώς γύρω τα βουνά της γύρω περιοχής. Το απόγευμα της Κυριακής 27 Οκτωβρίου ο καιρός είχε βαρύνει πολύ, μύριζε ο τόπος γη νοτισμένη. Με το σούρουπο, ξέσπασε βροχή, βαρειά βροχή, και το γοργό σκοτάδι της νύχτας έφερε αστραπές, βροντές απανωτές, αστροπελέκια. Τα βουνά μούγκριζαν, τα ρουμάνια και οι λαγκαδιές αντιλαλούσαν. Αλάλαζε πέρα ως πέρα το κυματερό, φαρδύστερνο τοπίο της Ηπείρου.

Στα Γιάννινα, στη Μεραρχία, ο Διοικητής της υποστράτηγος Κατσιμήτρος συνεργαζόταν με τον Επιτελάρχη του αντισυνταγματάρχη Δρίβα και με το Διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου Πετρουτσόπουλο. Δύο μέρες πριν είχε έρθει μήνυμα από το συνταγματάρχη Δαβάκη ψηλά από την Πίνδο. Έλεγε πως εκεί, αντίκρυ στα φυλάκια, τα ιταλικά τμήματα έχουν πάρει κιόλας διάταξη επιθετική.

Ξάφνου ανοίγει η πόρτα του γραφείου και μπαίνει μέσα ένας άντρας ηλικιωμένος, μεγαλόσωμος, βαρύς κοκκινωπός. Έφερνε μαζί του μυρωδιά νύχτας, υπαίθρου, θύελλας. Στις επωμίδες του είχε τα διάσημα του συνταγματάρχη, τη φλογοφόρο ροιά και το χρώμα του όπλου του: Μαύρο - Πυροβολικό. Με το έμπα του, φάνηκε σάμπως ο πόλεμος να είχε ζυγώσει ένα ακόμα βήμα. Ήταν ο αρχηγός του Πυροβολικού της Μεραρχίας συνταγματάρχης Μαυρογιάννης. Ερχόταν από τα σύνορα απ' τα προχωρημένα φυλάκια. Απόψε, όσα είπε στο γραφείο του Μεράρχου έδειχναν πως η νύχτα τούτη πρέπει να είναι η οριστική.

Ο μέραρχος με τους επιτελείς του έβγαλε γρήγορα το συμπέρασμα. Το ανακοίνωσε ο ίδιος από το τηλέφωνο στο Γενικό Επιτελείο στον αντισυνταγματάρχη Κορόζη, το αυτί και το μάτι του Παπάγου.

Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αύριον την πρωίαν, ίσως δε και κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα ε­πιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς και οδηγίας του Γ.Ε.Σ. Δύνο­μαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι. Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατάρχου Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί -όπως και δεν επέρασαν-, αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι...».

Και δεν πέρασαν...


Από το βιβλίου του Α. Τερζάκη "Ελληνική Εποποιία 1940-41"

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΟΧΙ ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗ ΔΙΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΑΣ!


70 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την απροειδοποίητη επίθεση της Ιταλίας την 28η Οκτωβρίου 1940 σε βάρος της Ελλάδας, από τα σύνορα της Βόρειας Ηπείρου.

Η επέτειος του "ΟΧΙ" είναι όντως εθνικά σημαντική. Είναι η επέτειος μιας πραγματικής εποποιίας.


Και έρχεται να μας θυμίσει μια εποχή, που αν και σήμερα φαντάζει ξεπερασμένη σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα, εν τούτοις ήταν μια εποχή που γέννησε ήρωες.

Και τι είναι οι ήρωες, παρά απλοί καθημερινοί άνθρωποι που όμως σε κάποια κρίσιμη προσωπική ή δημόσια ιστορική καμπή, παίρνουν τη πρωτοβουλία και αναλαμβάνουν δράση, αψηφώντας την όποια απώλεια ή τον όποιο κίνδυνο...

Τι έγινε λοιπόν την 28η Οκτωβρίου του 1940 όταν η Ελλάδα είπε το μεγάλο "Όχι" στις σιδερόφρακτες στρατιές του άξονα; Όταν οι σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας ξύπνησαν την Αθήνα, και τα ανακοινωθέντα έγραφαν: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα...Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους...»

Ήταν η μέρα που είχε έρθει η ώρα της "Μάχης της Ελλάδας".

Και παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις του άξονα ήταν μέχρι τότε ανίκητες, παρά το φόβο που κυρίευσε πολλούς, οι Έλληνες πολέμησαν με τα πενιχρά μέσα που διέθεταν, παρατάσσοντας τη ψυχή απέναντι στο ατσάλι, και νίκησαν. Διότι πολέμησαν με φρόνημα και λεβεντιά, με ελληνική ψυχή.

Λες και όλες οι ξεχασμένες αρετές των Ελλήνων μπήκαν και κέρδισαν εκείνον τον πόλεμο.

«Στο εξής δεν θα λέγεται ότι οι Έλληνες πολεμούν ως ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν ως Έλληνες.» (We will not say thereafter that the Greeks fight like heroes, but heroes fight like the Greeks!) είπε ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στις 19 Απριλίου του 1941.

Όμως πριν φτάσουμε σε αυτό, προηγήθηκε η εισβολή της φασιστικής Ιταλίας. Πολλοί τρομάξανε, όμως αξίζει να παρατεθεί το κάλεσμα της εφημερίδας Καθημερινή, με τη πένα του ιδρυτή της Γιώργου Βλάχου να διώχνει κάθε σκιά φόβου ή τυχόν αμφιβολίας στη δυνατότητα της Ελλάδας να τα βάλει με τα θηρία.

«Λοιπόν;...Θα συνεχίσωμεν την συζήτησιν; Θα βάλωμεν κάτω έναν καφέν και θα σταθώμεν γύρω από το φλιτζάνι του οι απόλεμοι, οι άχρηστοι, οι καφενόβιοι, διά να πούμε, περί του ποιος θα νικήση και ποιος θα επικρατήσει;...Προς Θεού! θα νικήση η Ελλάς! Όλους; ΟΛΟΥΣ! ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ! Χωρίς συλλογισμούς, χωρίς συζητήσεις, χωρίς κεφάλια τα οποία αργοκινούνται και αμφιβάλλουν, χωρίς μυαλό. Μυαλό δεν χρειάζεται. Χρειάζεται ενθουσιασμός και παραφροσύνη. Χρειάζεται θάρρος αλόγιστον και καρδιά. Με αυτό το υλικόν έγινεν ο Αγών του Εικοσιένα. Με αυτά τα όπλα νικούν οι λαοί. Ήρθατε να πάρετε την Ήπειρον;...ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Έχετε Στρατούς, έχετε Στόλους, έχετε αεροπλάνα, είσθε σαράντα πέντε εκατομμύρια και είμαστε πέντε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Θα μας κάψετε. ΔΕΝ ΣΑΣ ΤΗΝ ΔΙΝΟΜΕ. Και θα προχωρήσωμεν και θα νικήσωμεν και θα σας πετάξωμεν εις την θάλασσαν. Γίνεται; ...; Γίνεται, δεν γίνεται, αυτό πρέπει να αισθάνεται και να βροντοφωνή η καρδιά. ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΘΑ ΓΙΝΗ. [...] Θάρρος λοιπόν! Ό,τι θέλομεν αληθινά, με όλην μας την δύναμιν, γίνεται. Ό,τι αποφασίσωμεν με την ψυχήν μας γίνεται. ΚΑΙ ΘΑ ΓΙΝΗ. [...] Όλοι μαζί! Θα αγωνισθώμεν τώρα όλοι μαζί, θα ανθέξωμεν όλοι μαζί, θα προελάσωμεν όλοι μαζί, και μίαν ευλογημένην ημέραν, όταν θα διαλαλούν την ευτυχίαν μας οι κώδωνες των σημαιοστολίστων εκκλησιών μας, θα ψάλλωμεν όλοι μαζί ΤΗ ΥΠΕΡΜΑΧΩ ΣΤΡΑΤΗΓΩ ΤΑ ΝΙΚΗΤΗΡΙΑ...»

Και πράγματι οι Έλληνες όχι μόνο πολέμησαν, αλλά κατατρόπωσαν τον εχθρό, αναγκάζοντας ακόμη και τον ίδιο τον Χίτλερ να αποδώσει τιμές στο ελληνικό φρόνημα. Η σθεναρή στάση της Ελλάδας έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη γενικότερη έκβαση του πολέμου, βοηθώντας την ΕΣΣΔ να αποκρούσει τη χιτλερική επίθεση η οποία καθυστέρησε εξαιτίας της ελληνικής αντίστασης στην επιχείρηση Marita, φέρνοντας τον χειμώνα πιο κοντά και άρα δυσκολεύοντας τη γερμανική επιχείρηση Barbarossa εναντίον της Ρωσίας.

Ανώτεροι Γερμανοί αξιωματούχοι που κατέθεσαν στη δίκη της Νυρεμβέργης, είτε ως κατηγορούμενοι, είτε ως μάρτυρες (Keitel, Jodl, von Rundstedt, von List κ.ά.), ομολόγησαν ως βασική αιτία της αποτυχίας της επιχείρησης Barbarossa τη Βαλκανική εκστρατεία. Ο στρατάρχης Keitel συγκεκριμένα κατέθεσε:

«Η απροσδόκητη και ισχυρή αντίσταση των Ελλήνων εβράδυνε την επίθεση κατά της Ρωσίας για περισσότερο από δύο μήνες. Αν δεν υπήρχε η καθυστέρηση αυτή, η εξέλιξη του πολέμου θα ήτο διαφορετική, τόσο εις το Ανατολικό μέτωπο όσο και εις τον πόλεμο γενικά, και άλλοι σήμερα θα ήσαν εις την θέσιν του κατηγορουμένου.»

Όπως δήλωσε ο Βρετανός υπουργός F. Noel Baker τον Οκτώβριο του 1942: «Αν η Ελλάς ενέδιδε εις το τελεσίγραφο του Mussolini, ουδείς θα εδικαιούτο να την μεμφθεί ... Ο Άξων θα εκυριάρχει στην Μεσόγειο ...Η Συρία, το Ιράκ, η Περσία, η Κύπρος, θα κατελαμβάνοντο από τον Άξονα. Η Τουρκία θα εκυκλώνετο. Οι πετρελαιοπηγές της Εγγύς Ανατολής θα ήσαν στη διάθεσή του. Η οπίσθια θύρα του Καυκάσου θα ανοιγόταν δι' αυτόν...Χάρις εις την ελληνικήν αντίστασιν, μας εδόθη ο καιρός να αποκρούσωμε και να συντρίψωμε την ιταλικήν στρατιά, η οποία εκινήθη από τη Λιβύη κατά της Αιγύπτου, να εκκαθαρίσωμε την Ερυθράν Θάλασσα από τα εχθρικά πλοία, να μεταφέρωμε την αμερικανική βοήθεια προς την Εγγύς Ανατολή και να εξουδετερώσουμε έτσι την εχθρική απειλή εναντίον της...Αν το Στάλιγκραντ και ο Καύκασος κρατούν σήμερα, τούτο δεν είναι άσχετον προς την ελληνικήν αντίσταση, της οποίας επωφελούμεθα, μετά την πάροδον δύο ολόκληρων ετών. Ο κόσμος πραγματικά δεν δικαιούται να λησμονήσει τα ελληνικά κατορθώματα κατά την ιστορική εκείνη στιγμή.»

Οι Ρώσοι από τη πλευρά τους, μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Μόσχας, αναγνώρισαν την καθοριστική συμβολή της Ελλάδος στην καθυστέρηση και τελική αποτυχία της Γερμανικής επιθέσεως εναντίον της χώρας τους λέγοντας: «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πανόπλων και ενικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήτο δυνατόν να γίνει άλλως, διότι είσθε Έλληνες. Εκερδίσαμεν χρόνον διά να αμυνθώμεν. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε».

Ομως, η καλύτερη Ελλάδα έγινε χειρότερη, ώσπου τώρα φθάσαμε στη μέγιστη κατάσταση της οικονομικής μας κρίσης.

Κι εμείς τώρα, αλυσοδεμένοι, αιχμάλωτοι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και των ευρωπαϊκών ελεγκτικών μηχανισμών πνιγόμαστε μέσα στις φουρτουνιασμένες θάλασσες του ΝΑΙ που είπαμε στην Τρόικα χωρίς να λειτουργήσουν τα βαθιά ελληνικά αντανακλαστικά, παρά μόνο οι επιφανειακές δικαιολογήσεις για την κάλυψη των άμεσων αναγκών, που μοιάζουν πως θα γίνουν πιο εφιαλτικές στο μέλλον...

Πολίτες και πολιτικοί, διανοούμενοι, επιστήμονες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και οικονομολόγοι λένε εδώ και 70 χρόνια μόνο κρίσιμα ΝΑΙ στην ελληνική άλωση και παράναλωση.

Ας γίνουν λοιπόν οι αγώνες όλων όσων θυσιάστηκαν για την Ελλάδα μας πριν 70 χρόνια, το δικό μας παράδειγμα αδούλωτης ελληνικής ψυχής, διότι ΑΚΟΜΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΛΛΗΝΕΣ!

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΤΕΛΜΑ ΚΑΙ ΑΝΑΝΕΩΣΗ...

Κανείς δεν ξέρει τι μπορεί να γίνει από αύριο κιόλας λόγω της οικονομικής κρίσης που εντείνεται.

Η Ελλάδα βρίσκεται σε οριακή κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι εξελίξεις μπορούν να μας προκύψουν, ανά πάσα στιγμή, ακόμα και από ένα τυχαίο περιστατικό.

Δεκάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που τα προηγούμενα χρόνια είχαν υπερδανειστεί για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις καταρρέουν επειδή λόγω της πτώσης τζίρου αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Νοικοκυραίοι άνθρωποι χάνουν περιουσίες και κόπους μιας ζωής.

Εκτός από τρια μεγάλα γκρουπ κατασκευαστικών εταιρειών όλες οι άλλες η μια μετά την άλλη σφραγίζουν επιταγές λόγω αδυναμίας του δημοσίου να πληρώσει εργασίες που έχουν κάνει.

Αντίστοιχα αυτές μεταφέρουν το πρόβλημα στους προμηθευτές τους.

Οι απολύσεις στον ιδιωτικό τομέα αυξάνονται και περιλαμβάνουν πλέον και ανθρώπους πάνω από τα πενήντα.

Εαν γίνουν συγχωνεύσεις στις τράπεζες σημαίνει μαζικό κλείσιμο υποκαταστημάτων.

Η χώρα με την απουσία παραγωγικών μηχανισμών και σοβαρών υποδομών είναι ένα βήμα πριν την κατάρρευση.

Κανείς δεν ξέρει πως θα αντιδράσουν οι άνθρωποι που μπαίνουν στο περιθώριο.
Στη ζωή και στα επαγγέλματα μπορεί να υπάρχουν διαβαθμίσεις, αλλά στην δημοκρατία της ανεργίας, δεν διαφέρει και πολύ όποιος συμμετέχει στην περίφημη μαύρη λίστα, είτε είναι της διανόησης, είτε της χειρωνακτικής εργασίας.

Όταν δεν έχεις δουλειά είσαι στο περιθώριο: χωρίς οικονομική βάση και χωρίς επαγγελματική ταυτότητα, το ίδιο απαξιωμένος, ανυπεράσπιστος και χρησιμοποιημένος από ένα σύστημα που περνώντας μια μεγάλη κρίση, ζητάει τα ρέστα από αυτούς κυρίως που δεν τα έχουν...

Στο μεταξύ όσοι μαλώνουν για το χάλι της οικονομίας και τις ευθύνες, δεν έχουν το παραμικρό οικονομικό πρόβλημα...

Το δικαίωμα συμμετοχής στο μέλλον το δικό μας, των δικών μας και των συναθρώπων που ζουν στην ίδια κοινωνία με εμάς, εξαρτάται από τον καθένα από εμάς. Χρειάζεται ανανέωση και μια "επανάσταση" παντού.

Χρειάζεται όραμα και προοπτική για να ξεκινήσουμε πάλι οι Ελληνες να αναστηλώνουμε την πατρίδα μας.

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ...


Σ' αυτή τη χώρα κανείς δε μιλάει για την Ελλάδα του αύριο. Κανείς δεν μπορεί να μας πει πως ονειρεύεται την Ελλάδα του αύριο.

Η ύφεση της οικονομίας επηρεάζει και την ψυχολογία της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που μετατρέπεται σταδιακά σε κοινωνία φοβισμένων και τρομοκρατημένων πολιτών χωρίς χαμόγελο, χωρίς λάμψη στα μάτια, χωρίς ελπίδα για το αύριο, με την αγωνία για κάθε άνεργο παιδί στην οικογένεια, με ενδεχόμενη ανεργία του πατέρα ή της μητέρας, για το άγχος μην μας συμβεί κάτι σε θέμα υγείας και δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε, για ένα σωρό άλλα άγχη και αβεβαιότητες.

Τα οποία όμως σταδιακά αυξάνουν την οργή, την αγανάκτηση, τα νεύρα και το θυμό και μπορούν άνετα να οδηγήσουν σε φαινόμενα κοινωνικής αντιπαράθεσης, απείθειας προς το κράτος, κοινωνικών εντάσεων και συγκρούσεων, διάρρηξη κοινωνικής συνοχής και ένα σωρό άλλα.

Και όλα αυτά γιατί στη διαχείριση της πολιτικής και της οικονομίας ξεχνάμε το νόημα του οράματος και της ελπίδας. Γιατί κατά βάση το όραμα είναι μια πατριωτική πράξη. Ο σύγχρονος πατριωτισμός έχει να κάνει και με τον οικονομικό πατριωτισμό.

Μικρές χώρες και μικρές κοινωνίες έχουν την ανάγκη της συσπείρωσης και της εσωτερικής ενίσχυσης της αγοράς. Αν στην πολιτική και στην οικονομία επιστρέψουμε το ενδιαφέρον σε κάθε τι Ελληνικό θα έχουμε δώσει μια ανάσα στην οικονομία και την κοινωνία.

Όταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στα διεθνή οικονομικά φόρα μας λένε βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, αυτό τι σημαίνει; Ότι θα πρέπει και εμείς από μόνοι μας να ενισχύσουμε το εσωτερικό μας μέτωπο όσο μπορούμε καλύτερα, να εμπιστευτούμε τις ελληνικές βιομηχανίες, να ενισχύσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να στηρίξουμε τον Έλληνα αγρότη, κτηνοτρόφο και παραγωγό, να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε μια επιθετική οικονομική πολιτική "πουλώντας" στο εξωτερικό Ελλάδα.

Οι καιροί απαιτούν γενναίες πράξεις, αλλαγή νοοτροπίας, ξεβόλεμα, σκληρή δουλειά και ιδρώτα. Η μαλθακότητα μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, η ψευδαίσθηση της αέναης ευδαιμονίας - καλοπέρασης και η μετακύλυση ευθυνών σε άλλους λαμβάνει τέλος και όλοι μας είμαστε πλέον προ των ευθυνών μας.

Η Ελλάδα του αύριο χρειάζεται ένα νέο όραμα, μια αναγεννητική πολιτική και πίστη στις αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού εντός και εκτός των τειχών, για να έχει συνέχεια και να δικαιολογήσει και τον ιστορικό της ρόλο

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

ΜΑΝΙΑΤΕΣ ΠΡΟΣ ΙΜΠΡΑΗΜ: ΔΕΝ ΧΑΡΙΖΟΥΜΕ ΚΑΣΤΑΝΑ...


Μια φράση που έχει περάσει στην Ελληνική γλώσσα και λέγεται για όσους είναι αδέκαστοι, ξεκίνησε από την Μάνη...

Άντρες, γυναίκες και παιδιά της Μάνης στα χρόνια του Αγώνα, ήξεραν από όπλα. Για τα χωριά τους, δεν έλεγαν ότι έχουν τόσους κατοίκους, αλλά τόσα τουφέκια...

Κανένας κατακτητής δεν πάτησε το πόδι του εκεί κι ο Ιμπραήμ, που έκαψε όλη την Πελοπόννησο, μόνο τη Μάνη δεν μπόρεσε να πάρει.

Στα 1826 προσπάθησε να ξεγελάσει τους Μανιάτες. Χώρισε στα δύο το στρατό του και τράβηξε τους Μανιάτες προς τον Αλμυρό, ενώ η άλλη φάλαγγά του από τον όρμο του Διρού ανέβηκε στα έρημα χωριά τους, αλλά τα γυναικόπαιδα τους έδιωξαν με πέτρες και δρεπάνια.

Ωστόσο, ο Ιμπραήμ έστειλε μέσα στα χωριά της Μάνης κατασκόπους ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις πεινασμένες γυναίκες και τα παιδιά που κρύβονταν οι άντρες τους, άρχισαν να τους χαρίζουν κάστανα, αντί να τα πουλάνε.

Αυτό έκανε εντύπωση στο χωριό και αμέσως ειδοποίησαν και κατέβηκαν οι αρματολοί στα χωριά και έπιασαν τους καστανάδες. Οι κατάσκοποι ομολόγησαν την αλήθεια εκλιπαρώντας για τη ζωή τους, όμως οι Μανιάτες λίγο πριν τους απαγχονίσουν απάντησαν:

- Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα...

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Ο ΘΟΥΡΙΟΣ ΤΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ...


Ο θούριος του Βενιζέλου που πολλοί ψάχνουν να βρούνε και στο διαδίκτυο...

Πρόκειται για τους εμπνευσμένους στίχους του ποιητή Αγγελου Δόξα (1900 - 1985) μελοποιημένους από την ενθουσιώδη μουσική του Μανώλη Καλομοίρη (1883 - 1962).

Λέει λοιπόν ο θούριος που αντιβούιζε για χρόνια απ' άκρο σ' άκρο της Ελλάδας μας:

Βενιζέλε μας, πατέρα της Πατρίδας,
Βενιζέλε μας, σωτήρα της Φυλής,
κάθε πόθου μας και κάθε μας ελπίδας,
είσαι Συ, ζωή και φως κι αγωνιστής.
Ζήτω, ζήτω η Λευτεριά, ζήτω κι ο Λευτέρης,
που 'ναι πρώτος στην τρανή μας λεβεντογενιά,
Βενιζέλε, τι χαρά! Μόνο συ το ξέρεις,
Το στρατί που βγάζει πέρα στην Αγιά Σοφιά!
Βενιζέλε μας, Βενιζέλε μας,
της Κρήτης κρύβεις μεσ' στα στήθη τη φωτιά
π' ανάβει και φλογίζει, μέσα στην καρδιά.
Σαν το βουνό του Ψηλορείτη σε θωρώ
Που μπόρες δε φοβάται και νεροσυρμό...

Για να τελειώσει με το πυρρίχιο γύρισμα του αθάνατου χορού της Κρήτης μας, με το αντρίκιο μέλος του Πεντοζάλη:

Λευτεριά, για Σένα Λευτεριά,
το χάρο δεν ψηφάμε,
και σαν το πει ο Λευτέρης μας
στη μάχη φτερουγάμε.
Και σαν το πει ο Λευτέρης μας,
Στον πόλεμο θα πάμε!

Φέτος το 2010 συμπληρώνονται εβδομήντα τέσσερις (74) χρόνοι από την ημέρα του θανάτου του Εθνάρχη Βενιζέλου στο Παρίσι (18-3-1936). Από τις 29-3-1936 και μέχρι σήμερα, ο τάφος του έχει καταστεί μόνιμο προσκύνημα και τόπος ιερός για τους απανταχού Κρητικούς, τους βενιζελικούς Έλληνες και πολλούς διαβασμένους ξένους.

Κάθε Μάρτη από τις 18 έως τις 30, όποτε πέφτει Κυριακή, εδώ συγκεντρώνεται σύσσωμη η Κρήτη "αβάρετη και μαυροφορεμένη" καθώς η επίσημη πατρίδα με τους εκπροσώπους της, προκειμένου να παραστούν στο μνημόσυνο και ν' αποτίσουν τον οφειλόμενο σεβασμό στον αείμνηστο Εθνάρχη Βενιζέλο κι από το1964, και στον γιο του Σοφοκλή, θαμμένους πλάι - πλάι στον Προφήτη Ηλία στο Ακρωτήρι Χανίων...

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΚΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ...


Στις ημέρες μας η πατροπαράδοτη Ελληνική φιλοξενία έχει μετατραπεί σε Αχίλλειο πτέρνα του Ελληνισμού.

Η ανεξέλεγκτη σε ποσότητα και ποιότητα λαθρομετανάστευση δημιουργεί προφανείς κινδύνους για τον υπαρκτό Ελληνισμό.

Προκαλεί δημογραφική αλλοίωση και απειλεί τη συνέχεια του γένους που ήδη φθίνει λόγω της υπογεννητικότητας των Ελλήνων και τη συνεχή δυσανάλογη εισροή μεταναστών.

Διασπά την αποκλειστική σχέση των Ελλήνων με τον Ελλαδικό χώρο, που ανέκτησαν με θυσίες στην επανάσταση του 1821 και στους βαλκανικούς πολέμους.

Αυξάνει την ανεργία των Ελλήνων πολιτών και αναιρεί τις κατακτήσεις της Ελληνικής εργατικής τάξης, υποβαθμίζοντας την σε τριτοκοσμικό επίπεδο ενώ ταυτόχρονα ισχυροποιεί το κεφάλαιο.

Με τον ισχυρισμό της αποδοχής του άλλου αφελληνίζουμε την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες. Παρά τις αναγγελίες των "προοδευτικών" οπαδών του πολυπολιτισμού αποδείχθηκε αδύνατο να αφομοιωθεί από την ελληνική κοινωνία ένας τόσο δυσανάλογος αριθμός μεταναστών.

Το αποτέλεσμα είναι η γκετοποίηση στις πόλεις και η αύξηση της εγκληματικότητας με τη δημιουργία μαφιόζικων κυκλωμάτων αλλοεθνών. Αντί για την υποσχόμενη ειρηνική πολυπολιτισμική συμβίωση, βιώνουμε ένα κλίμα σύγκρουσης πολιτισμών που αποδυναμώνει την εξουσία, η οποία αδυνατεί πλέον να εγγυηθεί την ασφάλεια και τη δημοκρατία.

Οι μετανάστες από όμορες χώρες με αλυτρωτικές βλέψεις αποτελούν εν δυνάμει κίνδυνο προς την αποσύνθεση της Ελλάδας. Με πρόσχημα την αποδοχή της ετερότητας του ξένου έχουμε αποποιηθεί την ομοιότητα του οικείου ομοεθνή μας.

Η διατήρηση της παράδοσης και η καλλιέργεια των στοιχείων που συνθέτουν την ταυτότητα του γένους και το διαφοροποιούν σαν οντότητα από τους γύρω λαούς, συκοφαντείται σαν ρατσισμός. Η φυσική αγάπη και η υπερηφάνεια για την πατρίδα, απαραίτητα στοιχεία για την επιβίωση του έθνους, συνθήκη αναγνωρισμένη και από τον ΟΗΕ, καταγγέλλεται σαν εθνικισμός.

Η μεταναστευτική πολιτική πρέπει να καθορίζει με αυστηρό τρόπο πόσους μετανάστες θα δεχθούμε, από ποιες χώρες, με τι ειδικότητες που χρειάζεται η εντόπια οικονομία, τι δικαιώματα και υποχρεώσεις θα έχουν και για ποιο χρονικό διάστημα. Οι λαθραίοι πρέπει να απελαύνονται.

Η πολιτική για τον μετανάστη καθορίζει την ισότιμη αποδοχή και ένταξη του στο κοινωνικό σύνολο, υπό την προϋπόθεση της εκ μέρους τους αποδοχής του πολιτισμού και του νομικού πλαισίου του κράτους που τον υποδέχεται και στο οποίο οφείλει να ενσωματωθεί...

Ο καλύτερος τρόπος που η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε να ασκήσει τα φιλάνθρωπα αισθήματα της για τους μετανάστες και τους πολιτικούς πρόσφυγες είναι να δημιουργήσει συνθήκες ελευθερίας, εργασίας και δίκαιης επιβίωσης στις χώρες προέλευσης τους.

Τρίτη 19 Μαΐου 2009

ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ...


Η 19η Μαίου έχει οριστεί από τη Βουλή των Ελλήνων ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, που έζησε και άκμασε στο βόρειο μέρος της Μικράς Ασίας μέχρι το 1922.

Μέσα στην Οθωμανική αυτοκρατορία οι Πόντιοι αποτελούσαν το πιο αποκομμένο κομμάτι του Ελληνισμού, που ζούσαν σε μια περιοχή φτωχή, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κεντρική διοίκηση. Επιπλέον αποτελούσαν μειοψηφία μέσα σε ένα πλήθος αλλόθρησκων και αλλόγλωσσων λαών, όπως οι Κούρδοι και οι Αρμένιοι.

Παρ' όλα αυτά οι Πόντιοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τη θρησκεία τους, να αποκτήσουν κυρίαρχη οικονομική θέση στα αστικά κέντρα της περιοχής τους, να επιδείξουν έναν αξιόλογο δημογραφικό δυναμισμό που τους επέτρεψε να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας, και τέλος να αναπτύξουν μια σημαντική εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Το 1915 ήταν μια χρονιά ορόσημο για τον Ποντιακό Ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ όλα τα ευρωπαικά κράτη είχαν εμπλακεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας...

Τον Δεκέμβριο του 1916 εκπονήθηκε από τους Τούρκους στρατηγούς Εμβέρ και Ταλαάτ σχέδιο εξόντωσης του άμαχου Ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Εκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία, προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του Ποντιακού Ελληνισμού. Οι πόλεις και τα χωριά κάηκαν, οι χωρικοί σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν ή έφευγαν ομαδικά στα δάση και στα βουνά...

Αφιέρωμα στην γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, από τους συλλόγους Ποντίων φοιτητών της Ελλάδας.

Part 1
Part 2

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

ΠΑΤΡΙΩΤΙΣΜΟΣ 2009...


Αρκετά θέματα μέγιστης σημασίας (διαχείριση εθνικών θεμάτων και πανεθνική προπαρασκευή για τη διαφαινόμενη όξυνσή τους στο μέλλον) απουσιάζουν από την ατζέντα των κομμάτων εξουσίας.

Κατοχή της Κύπρου από Τουρκικές δυνάμεις, διαρκές Casus belli, Σκοπιανός Αλυτρωτισμός, τρία πανίσχυρα όπλα στα χέρια της Ελλάδας αντί να αποτελούν την αιχμή του δόρατος της εξωτερικής μας πολιτικής παραμένουν αναξιοποίητα και αχρησιμοποίητα.

Η ευθύνη ανήκει στο σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, που φαίνεται ότι δεν βλέπει την πίσω από το βουνό αθέατη πλευρά.

Η χώρα οδεύει σε μια πολιτική ενδοτισμού, συμβιβασμού και υποχωρητικότητας, με στόχο τον κατευνασμό της Τουρκίας. Όμως, η πολιτική αυτή επιφέρει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα πολλά χρόνια τώρα...

Επείγει η χάραξη μιας σθεναρής και αποφασιστικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των μεγίστης σημασίας εθνικών μας θεμάτων, (Κυπριακό, Αιγαίο, Σκοπιανό). Είναι τυχαίο ότι λείπει από την ατζέντα των "κομμάτων εξουσίας" η διαχείριση αυτών των κρίσιμων ζητημάτων του Έθνους στη βάση του αδιαπραγμάτευτου του ανυποχώρητου σε ό,τι αφορά την προάσπιση των εθνικών μας δικαίων;

Είναι δυνατόν τη στιγμή που η Τουρκία προωθεί στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο τα στρατηγικά σχέδια της επεκτατικής της πολιτικής, οι δικοί μας πολιτικοί αργηγοί να κατατρώγονται με στείρες αντιπαραθέσεις; Χωρίς την άμυνά μας στα ανάλογα πεδία και χωρίς την αναγκαία προπαρασκευή για την ενίσχυση του εθνικού φρονήματος του λαού, την ομοψυχία και την συνοχή του;

Πρέπει σε τέτοιες συνθήκες να εμπεδώσουνε στην συνείδηση του Λαού την εθνική αυτοπεποίθηση, Και δεν το κάνουνε. Γιατί;

Είναι δυνατόν, τη στιγμή που οι από βορρά αλλά και οι εξ ανατολών γείτονες διαπαιδαγωγούν τη νεολαία τους με εθνικό όραμα, την εμπνέουν με αισιοδοξία, την εκπαιδεύουν με προοπτική και εθνικούς στόχους, εδώ να την έχουνε παραιτημένη από οράματα, χωρίς προοπτική και χωρίς πνευματική προετοιμασία για να διαδραματίσει στο μέλλον τον εκ προορισμού ιστορικό ρόλο του Ελληνισμού;

Υπάρχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού στην κατεύθυνση της κατοχύρωσης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, τα οποία συμπίπτουν με τα εθνικά μας σύνορα, αλλά και ανάγκη προώθησης των πολιτιστικών και πνευματικών μας αξιών, οι οποίες φέρουν τη σφραγίδα του ελληνισμού χωρίς σύνορα.

Είναι η ώρα της εθνικής μας αφύπνισης, της πατριωτικής αυτογνωσίας για την απόκρουση των κινδύνων που είναι ορατοί. Πρέπει να συνειδητοποιήσει η πολιτική ηγεσία του τόπου, ότι όταν η ιστορία της αναθέτει την ανάληψη εθνικής ευθύνης για την αντιμετώπιση κρισίμων ζητημάτων, δεν μπορεί να μεταθέτει την ευθύνη αυτή στις γενιές του μέλλοντος.

Δεν μπορεί να μεταβιβάζει την εθνική κληρονομιά βεβαρημένη, υποθηκευμένη στις γενιές του αύριο. Αυτό αποτελεί εθνική ατολμία. Και αυτή την ατολμία, αυτή τη δειλία η ιστορία θα την καταλογίσει...

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

ΦΙΛΟΙ ΚΙ ΑΔΕΡΦΙΑ...


Όσοι Έλληνες και Φιλέλληνες συμμετείχατε στην εθνεγερσία, εκείνη την άνοιξη του 1821...

Τραγουδά η παιδική χορωδία της Ι. Μ. Κ. Α.

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΥ 1821...


Οι μορφές του αγώνα που όλοι αναγνωρίζουμε και τιμούμε και μια επισήμανση ακόμη...

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2009

Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟ 1821...


Ο στρατηγός Μακρυγιάννης για το 1821
αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα:

"Οι περισσότεροι πολεμούσαν με τα ξύλα και χωρίς τα αναγκαία. οί Τούρκοι ήταν πλήθος και γυμνασμένοι. οι δυστυχείς Έλληνες ολίγοι κι αγύμναστοι νίκησαν...Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων τους κατάτρεχαν ολοένα... Γενναίοι προπατέρες, Μιλτιάδη, Θεμιστοκλή, Αριστείδη, Λεωνίδα κι επίλοιποι γενναίοι άντρες περηφανεύεστε όπου κάμετε τόσα μεγάλα κατορθώματα και σας εγκωμιάζει όλος ο κόσμος δεν τα κάμετε εσείς μόνοι σας.oι στρατιωτικοί και πολιτικοί σας βοηθούσαν, σας βοηθούσαν οι φιλόσοφοι με αρετή, με φώτα πατριωτικά."

"Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα. 'Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με κείνον μιαν ημέρα. 'Ηταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου.

Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό' 'γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι' αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ' είναι αυτό οπού 'γινε 'σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι, χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη, τρεις ώρες είναι από το Λιδορίκι μακρυά το άλλο το χωριό, πέντε καλύβια. Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί και η φτώχεια αυτείνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί και όταν ήμουνε ακόμα εις την κοιλιά της μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε δια ξύλα εις τον λόγκον.

Φορτώνοντας τα ξύλα 'σ το νώμο της, φορτωμένη εις τον δρόμον, εις την ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα μόνη της η καϊμένη και αποσταμένη εκιντύνεψε και αυτείνη τότε και εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη ολίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου εις τα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε εις το χωριόν. Σε κάμποσον καιρόν έγιναν τρία φονικά εις το σπίτι μας και χάθη και ο πατέρας μου.
Οι Τούρκοι του Αλήπασσα θέλαν να μας σκλαβώσουνε. Τότε δια νυχτός όλη η φαμελιά και όλο μας το σόι σηκώθηκαν και έφυγαν και ήθα παγαίνουν εις την Λιβαδειά να ζήσουνε εκεί. Θα πέρναγαν από 'να γιοφύρι του Λιδορικιού ονομαζόμενον Στενό, δεν πέρναγε από άλλο μέρος το ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι να περάσουν να τους πιάσουνε, και δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τα δάση όλοι κ' έτρωγαν αγριοβέλανα και εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό το γάλα. Μην υποφέρνοντας πλέον την πείνα, αποφάσισαν να περάσουνε από το γιοφύρι, και ως βρέφος εγώ μικρό, να μην κλάψω και χαθούνε όλοι, αποφάσισαν και με πέταξαν εις το δάσος, εις τον Κόκκινον ονομαζόμενον, και προχώρεσαν δια το γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου και τουςλέγει, "Η αμάρτία του βρέφους θα μας χάση, τους είπε, περνάτε εσείς και σύρτε εις το τάδε μέρος και σταθήτε... το παίρνω κι' αν έχω τύχη και δεν κλάψη, διαβαίνομε κι' ο Θεός μας έσωσε. Αυτά όλα τα 'λεγε η μητέρα μου και οι άλλοι συγγενείς. Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδειά και μας περασπίστηκαν οι φιλάνθρωποι άρχοντες εκεί κάμποσον καιρόν, όσο οπού πιαστήκαμεν και κάμαμεν εκεί σπίτια, υποστατικά.

Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι' άλλες δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παιδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάμω αυτό το έργον και μ' έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς. Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδειά και εις τον ίδιον αφέντη. Και την ίδια 'πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια να γλυτώσω από αυτήν την 'πηρεσίαν, ότι η φιλοτιμία μου δεν μ'άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα τις ράχες. Και μ' αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, ότι αυτείνη η 'πηρεσία μ' είχε καταντήση να χαθώ.

'Εγινα ως δεκατέσσερων χρονών και πήγα εις έναν πατριώτη μου εις Ντεσφίνα 'Ηταν ο αδελφός του με τον Αλήπασια και ήταν ζαπίτης αυτός εις την Ντεσφίναν. Στάθηκα με εκείνον μιαν ημέρα. 'Ηταν γιορτή και παγγύρι τ'Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το παγγύρι, μόδωσε το ντουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετζακίστη. Τότε μ' έπιασε σε όλον τον κόσμον ομπρός και με πέθανε εις το ξύλο. Δεν μ' έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου.

Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αϊγιάννη, ότι εις το σπίτι του μό' 'γινε αυτείνη η ζημία και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειω την πόρτα κι' αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες, τ' είναι αυτό οπού 'γινε 'σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά κι' ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον.

Σε ολίγον καιρόν γράφει ο αδελφός του αφέντη μου από τα Γιάννενα ότι θέλει ένα παιδί να του κάνη χοσμέτι. Μ' έστειλαν εμένα, τα 1811. Τον πάντρεψε αυτόν ο Αλήπασσας εις την Αρτα. 'Εκατζε κάμποσον καιρόν εις 'Αρτα, τον γύρεψε ο Αλήπασσας να πάγη, ότι τον αγαπούσε και τον είχε εις τα μυστικά του γράμματα. 'Ηταν τίμιος άνθρωπος, τον λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει να μ' αφήση εις το σπίτι του εμένα, δεν ήθελα να κάτζω. Μου είπε: "Θα κάτζης και με το στανιόν". Αυτό δεν μπορούσα να το αποφύγω, οτ'είχε την δύναμη. 'Εκατζα με συμφωνίες ότι εγώ ως δούλος δεν κάθομαι. "Κάνω την 'πηρεσία του σπιτιού σου, όμως θα γνωριστώ και με τους κατοίκους να δανειστώ, να κάμω και εμπόριο, ότ' είμαι γυμνός, να ντυθώ. Αυτός ήταν φιλάργυρος, δεν μό'δινε τίποτας).

Πρώτη συμφωνία αυτείνη, του είπα, και δεύτερον τα ψώνια του σπιτιού σου να βαστάη η γυναίκα σου τα χρήματα και τον λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, και να μου δίνη να της ψωνίζω, να ζυάζη όταν φέρνω το ψώνιο και ό,τι κάνει να πλερώνη. Το ίδιον και εις τ' άλλα τα ψώνια, να μην με λέτε ότι σας έκλεψα, ότι τώρα με βλέπετε γυμνόν και αύριονντυμένον και θα λέτε ότ' είμαι κλέφτης. 'Εκατζα μ' εκείνες τις συμφωνίες οπού του είπα και έκαμα 'σ αυτόν δέκα χρόνους. Μό' 'δωσε και αυτός δια μιστόν τετρακόσια γρόσια όλα. Του ζήτησα ένα δάνειο και μου τό' 'δωσε με τόκον τα δέκα δώδεκα τον χρόνον. Του 'φκιασα ομολογία και την έχω ως σήμερον. Αυτό το τζιρακλίκι μό' 'καμε κι' αυτός.

Εκεί 'μπρός εις το σπίτι του ήταν μία πιάτζα και μαζώνονταν οι άρχοντες, οι έμποροι, και κάθονταν ως τα μεσάνυχτα το καλοκαίρι. Τότε εγώ έβανα και καθάριζαν το μέρος εκείνο, τους έδινα και ό,τι τους χρειάζονταν, τους καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ' όλους αυτούς και με τους προεστούς των χωριών. Ζήτησα από αυτούς τους προεστούς και εμπόρους ένα δάνειον και με δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, είχα και εγώ ως τότε καπετάλι εικοσιτέσσερα γρόσια, τα προστοίχησα εις τους χωργιάτες και έπιασα βρώμη τον χειμώνα, να την λάβω εις τ' αλώνια. Την πιάνω τέσσερα γρόσια το ξάι, την σύναξα εις τ' αλώνια (και ήταν έλλειψη) και την πουλώ δεκαέξι. Πιάνω όλα αυτά τα χρήματα. Την άλλη χρονιά τον χειμώνα τα πιάνω αραποσίτι από έντεκα γρόσια το ξάι, το συνάζω εις τ'αλώνια, το πουλώ εις την 'Αρτα τριάντα τρία. 'Οτ' ήταν πανούκλα εις την 'Αρτα και ήταν έλλειψη το ψωμί.

Τότε έφκιασα ντουφέκι ασημένιον, πιστιόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι' αληθινόν φίλον, τον Αϊγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον - έχω και τ' όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα...

'Υστερα άρχισα το εμπόριον και μ' είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά, και είχα και μετρητά και ομολογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Και το κιμέρι μου γιομάτο. Απόχτησα ό,τι ήθελα και δεν είχα την ανάγκη αλλουνού. 'Εκατζα εις 'Αρτα ως δέκα χρόνια, έκαμα πολλούς φίλους.
Εκεί είχα φίλον και έναν σακελλάριον ύστερα έγινε οικονόμος. Τον είχα στενόν φίλον, ότι η συντροφιά μου ήταν με τους καλύτερούς μου. Αυτός ο οικονόμος μ' είχε καλύτερα από τα παιδιά του, και νύχτα και ημέρα από το σπίτι του δεν έλειπα. 'Οτ' ήταν ένας τοίχος με το σπίτι του πατριώτη μου και πλησίον και εκείνο οπού αγόρασα εγώ δικό μου από 'ναν δυστυχή άρχοντα.

Πολύ προκομμένος οικονόμος, δεν ήταν άλλος εις την 'Αρτα τοιούτος και είχε και τέσσερα παιδιά σερνικά. Το ένα απ' αυτά ήταν εις την Ευρώπη οπού σπούδαζε, και ήταν φίλος και αγαπημένος του Καποδίστρια. Το παιδί έσωσε τα έξοδά του και ζήτησε του Καποδίστρια να πάγη να σπουδάξη την γιατρική. Του λέγει ο Καποδίστριας, ότι κάτι καταγινόμαστε να λευτερώσωμεν την Ελλάδα, και αν τελειώση αυτό, δεν σου χρειάζεται η γιατρική, και αν μείνη, σου στέλνω από την Ρωσσίαν τα μέσα και πας και σπουδάζεις. Και αν γίνη αυτό, σου γράφω και ανταμωνόμαστε. Το παιδί ήρθε εις 'Αρτα, το είπε του πατέρα του αυτό και έφυγε πίσω δια Κορφούς. Πέρασε κάμποσος καιρός, του γράφει ο Καποδίστριας και πήγε κι' ανταμώθηκαν, και τον κατήχησε δια την πατρίδα το μυστικόν.

Και επειδή ο Αλήπασσας ήταν πολλά δυνατός και αγόρασε την Πάργα και άλλες ακαταστασίες έκανε, του επισώρεψαν εγκλήματα αναντίον του να μαχευτή με τον Σουλτάνον. Του ενέργησαν πολλά από αυτά και άξαινε η διχόνοια του Σουλτάνου και αυτεινού. 'Ηρθε το παιδί εις 'Αρτα κατηχημένο, ορκίζει τον πατέρα του και φεύγει οπίσω. Ο πατέρας του θέλει να βάλη κ' εμένα εις το μυστήριον. Παίρνει να μ' ορκίση και πάλι μετανογούσε και αυτό μου τό' 'καμε πολλές φορές. Τότε και εγώ πείσμωσα αναντίον του και του λέγω: "Σου πέρασε υποψία οτ' ειμαι άτιμος του σπιτιού σου και ντρέπεσαι να μου το πεις; Και όντως είμαι άτιμος αν ματαπατήσω εις την πόρτα σου!" Και σηκώθηκα και έφυγα. Φωνάζει ο παπάς, εγώ δεν ματαγύρισα οπίσω. Πέρασαν δυο τρεις ημέρες, ήρθε, ξαναήρθε, δεν ματαζύγωσα.

Αφού ήρθε πολλές φορές, με δάκρυα εις τα μάτια μου τ' αποκρίθηκα: "Δια μένα να σου περάσει κακή ιδέα, το παιδί σου;" Εκλαψε κι' αυτός και με περικάλεσε να πάμε μαζί και ύστερα να μην ματαπάγω, σαν μου ξηηθή. Πήγα. Κατεβάζει τις εικόνες όλες και μ' ορκίζει και αρχινάγει να με βάλη εις το μυστήριον. Αφού προχώρεσε, τότε τ' ορκίστηκα ότι δεν θα το μαρτυρήσω κανενού, όμως να μου δώση καιρόν οχτώ ημέρες να συλλογιστώ αν είμαι άξιος δι' αυτό το μυστήριον και αν μπορώ να ωφελήσω, να το λάβω, ή να κάτζω, είναι σα να μην το ξέρω ολότελα.

Πήγα στοχάστηκα και τάβαλα όλα ομπρός και σκοτωμόν και κιντύνους και αγώνες - θα τα πάθω δια την λευτερίαν της πατρίδος μου και της θρησκείας μου. Πήγα και του είπα: "Είμαι άξιος". Του φίλησα το χέρι, ορκίστηκα. Τον περικάλεσα να μη μου μαρτυρήση τα σημεία της κατήχησης, ότ' είμαι νέος και να μην αντέσω και λυπηθώ την ζωή μου και προδώσω το μυστήριον και κιντυνέψη η πατρίς. Συφωνήσαμεν και εις αυτό και μου είπε ότι όθεν δουλέψω, χρήματα... και κατάχρησες δεν μπορώ να κάμω, όμως να παίρνω από 'να αποδειχτικόν, αυτά τα πλούτη να κάνω.

Και η ευκή του παπά του ευλογημένου και της πατρίδος μου και θρησκείας μου, ως την σήμερον δεν μ' άφησε ο Θεός να ντροπιαστώ. Τράβησα δεινά, πληγές και κιντύνους, όμως είμαι καλά σαν θέλει ο Θεός. Του είπα: "Ολα θα πάνε καλά, όμως ο Αλήπασσας είναι πολύ δυνατός και θα μας κιντυνέψη αυτός, ότι είναι οι καπεταναίοι μ' αυτόν". Μου είπε τα αίτια και σε ολίγον καιρόν θέλησε ο Θεός και τον κλείσανε παντού, εις τα 1820.
Μπήκα 'σ το μυστικόν και αναχώρησα από τον πατριώτη μου και πήγα εις το σπίτι μου και εργαζόμουνε δια την πατρίδα μου και θρησκείαν μου να την δουλέψω 'λικρινώς, καθώς την δούλεψα, να μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου.

Ο Σουλτάνος διόρισε τον Χουρσίτ πασσά αρχιστράτηγον με πολλούς πασιάδες να πολιορκήσουνε τον Αλήπασια και γιόμωσαν τα Γιάννενα και η 'Αρτα Τούρκους και Αρβανίτες και άρπαγους και παραλυμένους, πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς, πήραν και μίαν δούλα του πατριώτη μου και ήθελαν να του πάρουν και την γυναίκα του. 'Ηταν ωραία και θα την έπαιρνε ένας πασσάς οπού ήταν εις την 'Αρτα, τον έλεγαν Χασάνπασια, κακός άνθρωπος, αυτός και ένας, τον έλεγαν Μπαμπάπασια, αφάνισαν την τιμή και πλούτη των ανθρώπων.

Αυτός ο Μπαμπάπασιας έπιασε τον πατριώτη μου κ' εμένα και μας φυλάκωσε και γύρευε να μας χαλάση, και με πολλές πλερωμές οπού 'καμε ο πατριώτης μου σωθήκαμε. Και αφού σωθήκαμε, του είπα να φύγωμε να πάμε εις την πατρίδα μας, εις το Λιδορίκι, να σωθούμε. Δεν μ' άκουσε, άκουγε τις γυναίκες και έπαθε πολλά. Και από αυτό αναχώρησα από αυτόν. 'Υστερα τον κιντύνεψε και ο Χασάνπασσας και έφυε κρυφίως και άφησε την φαμελιά του εις 'Αρτα, και θα του την έπαιρνε αυτός γυναίκα. Και ήταν γκαστρωμένη, ετοιμόγεννη, και την άφησε όσο να γεννήση, να την πάρη.

Αφού ήταν πολλή Τουρκιά εις 'Αρτα και Πρέβεζα και Σούλι και άλλα μέρη της 'Ηπειρος οπού τα βαστούσε ο Αλήπασσας, καθώς και 'σ τα Γιάννενα, ήταν παντού δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου και βάλαν και σφίξη και μάζωναν και τ' άρματα των Ρωμαίγων και να βουλώσουνε και τον πάλτο της μπαρούτης, του μολυβιού, των στουρναριών της 'Αρτας. Και αυτόν τον πάλτο τον είχε ένας αγαθός άνθρωπος, φίλος μου στενός, κάναμε εμπόριον μαζί, Γιωργάκη Κοράκη τον έλεγαν, συγγενής των αγαθών και καλών πατριώτων Ζωσιμάδων.

Αφού τον ήξερα τίμιον άνθρωπον, ρώτησα τον Οικονόμο και τον μακαρίτη Γώγο Μπακόλα και Σκαρμίτζο, ότι μπήκαν και αυτείνοι εις το μυστήριον (γενναίοι άντρες και αγαθοί πατριώτες) και αφού τους ρώτησα, δεν ήθελαν να τον βάλουν εις το μυστήριον τον Κοράκη, ότι φοβώνταν να μην τους προδώση το μυστήριον. Και πολεμοφόδια δεν είχαμε τελείως 'σ εκείνα τα μέρη, και ο τόπος όλος πιασμένος, και θα κάναμε επανάστασιν χωρίς πολεμοφόδια, και τα περισσότερα ντουφέκια με σκοινιά δεμένα.

Τότε αποφασίζω μόνος μου, χωρίς να ρωτήσω τους άλλους, και ορκίζω τον παλταδόρο, τον αγαθόν πατριώτη, και αδειάσαμε όλον τον πάλτο και πήραμε το μπαρούτι, μολύβι και στουρνάρια. Και είχα δυο κρυψώνες εις το σπίτι μου και αυτός εις το σπίτι του και τα κουβαλήσαμε εκεί και κάτι ολίγον αφήσαμε μέσα εις τον πάλτο. Και η θεία χάρη, δόξα να έχει, στράβωνε τους Τούρκους και δεν βλέπαν οπού τα κουβαλάγαμε. Και έβαλε χρήματα ο αγείμνηστος Κοράκης -ότι ύστερα εχάθη- και εγώ και αγοράζαμε με τρόπον άρματα και τα κρύβαμε εκεί οπού 'χαμε το μπαρούτι και εις τα ταβάνια των σπιτιών μας, και αρματώναμε τους Εφτανησιώτες και άλλους και τους δίναμε και πολεμοφόδια και τους...εις τους καπεταναίους, όθεν έκανε χρεία, δίναμε και των ίδιων καπεταναίων.

Αφού εβήκε ο Χουρσίτ πασσάς από την Πελοπόννησο, οπού 'ταν εκεί, και διατάχτη δια τον Αλήπασσα και πήρε και όλα τ' ασκέρια μαζί του, και εις την Πελοπόννησο μείναν πολλά ολίγοι, άρχισαν να υποπτεύωνται από την Πελοπόννησο οι ντόπιοι Τούρκοι, ότι άρχισαν οι Πελοποννήσιοι και κομμανταρίζονταν δια την επανάσταση. 'Εβαιναν υποψία και δια την Ρούμελη. Εμείς λέγαμε, δεν είναι τίποτας, αλλά αγρίεψε ο ραγιάς εις την Ρούμελη από τόσον πλήθος Τουρκιάς, οπού γιόμωσε όλος ο τόπος εξ αιτίας του Αλήπασσα και αφανίστη ο τόπος από τις αγγάρειες και γύμνωμα των κόσμων. Και με ταύτο τους αποκοιμούσαμε. 'Ομως αφανίστη και όντως ο τόπος όλος της Ρούμελης και κατεξοχή Γιάννενα και 'Αρτα και όλα εκείνα τα μέρη τα ρήμαξαν όλως διόλου.

Οι ντόπιοι Τούρκοι της Πελοπόννησος έγραφαν την υποψίαν για τους Ρωμαίγους του Χουρσίτ πασσά και να πάρη μέτρα δι' αυτό ο Χουρσίτ πασσάς. Τότε εμείς στενά πολιορκημένοι από τους Τούρκους παντού, και δεν μαθαίναμε και τίποτας, ευρέθη εύλογον από τον Οικονόμο της 'Αρτας και Γώγο και Σκαρμίτζο να στείλουν εμένα ως πραματευτή να πάγω εις Πάτρα και από 'κεί να περάσω εις την ανατολική Ελλάδα ν' ανταμώσω πρώτα τον Διάκο, να τον ρωτήσω δια τα τρέχοντα και να του ειπώ να βαρέσουνε σε όλα αυτά τα μέρη, και να πάγω να μιλήσω και με τον Πανουργιά και άλλους καπεταναίους να βαρέσουνε αυτείνοι και οι Πελοποννήσιοι, να τραβηχτή κάμποση Τουρκιά, να βαρέσουμε και εμείς εκεί τότε.

Τον Μάρτιον μήνα, τα 1821, πήρα κάμποσα χρήματα και πέρασα εις την Πάτρα. Οι Τούρκοι υποψιασμένοι, να 'βλεπαν Ρουμελιώτη, κιντύνευε, άρχισαν να με ξετάζουν οι Ρωμαίγοι ανόγητα μέσα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικο οπού 'ταν κόνσολας ο Βλασσόπουλος. 'Ημουν κονεμένος 'σ του Ταταράκη το χάνι ονομαζόμενον. 'Ηταν εκεί και Γιαννιώτες, οπού κάθονταν, και Αρτηνοί. Πήγα εις το κονσουλάτο, τους είπα τα τρέχοντα της Ρούμελης και το κακό οπού 'παθε ο Αλήπασσας, είχαν βγη από το κάστρο αναντίον των βασιλικών ει την πολιτείαν των Γιαννίνων και του σκότωσαν πλήθος του Αλήπασσα, του χάθη όλο τ' άνθος οπού 'χε.

Αυτείνοι δεν πίστευαν τίποτας απ' όσα τους έλεγα, αλλά τον ήθελαν νικητή να τους λευτερώση, αυτός ο τύραγνος να φέρη το Ρωμαίγικον και την λευτεριά της πατρίδος - και αν έβγαινε αυτός, δεν θ' άφινε μήτε ρουθούνι από 'μάς. Σαν τους είπα πολλά και δεν πίστευαν, αναχώρησα και πήγα 'σ έναν μεγάλον έμπορον πως ψωνίζω πράμα, να σηκώνω κάθε υποψία όσο να ξετάξω τα τρέχοντα εκεί, να μάθω.
Αφού πήγα εις τ'αργαστήρι του, μου είπε ο έμπορος: "Ψώνισε ό,τι θέλεις και ό,τι σε βαστάξη η ψυχή πλέρωσε". Αφού ψώνισα ό,τ' ήθελα, με πήρε να πάγω εις το σπίτι του να φάγω και να κοιμηθώ εκεί. Πήγα, με ρώτησε. 'Αρχισε να μου κάνη τα σημεία της Εταιρίας, τότε άρχισα να τον ορκίζω και του είπα πως δεν τα 'μαθα από τον σακελλάριον. Τότε του είπα όσα εγώ ήξερα από την Ρούμελη και αυτός της Πελοπόννησος.

Τον ρώτησα αν είναι άργητα ακόμα και αν έχουν ετοιμασίες. Μου είπε: "Οι Τούρκοι άρχισαν να υποπτεύωνται και δεν είναι δέκα ημέρες οπού ζήτησαν ένα δάνειον και τους έδωσα εκατόν πενήντα χιλιάδες γρόσια ως δανεικά να τους αποκοιμάμε. 'Ομως, μου λέγει, το πράμα δεν δέχεται άργητα" Του λέγω: "Σαν είναι αυτό, τι ετοιμασία έχετε;" Μου είπε: "Του Κολοκοτρώνη στείλαμε κάμποσα χρήματα εις την Ζάκυθο και ήρθε με καμμίαν τριανταριά ανθρώπους και είναι εις την Μάνη. Και άλλη ετοιμασίαν δεν έχομε"

Του λέγω: "Αυτά τα χρήματα, όπου βλέπω θεμωνιά τάλλαρα (και γράφαν και πέντ' έξι γραμματικοί), δεν τα στέλνεις πουθενά να χρησιμέψουν δια του λόγου σου και δια την πατρίδα;" Μου λέγει: "Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους Τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους" Είπα και εγώ: "Μεγάλοι άνθρωποι, ξέρετε μεγάλα πράγματα. Εγώ μικρός, ξέρω ολίγα, κάμετε ό,τι σας φωτίση ο Θεός". Κοιμήθηκα. Την αυγή πήγα να ψωνίσω ό,τι μόλειπε.

Ο ζαπίτης έμαθε οπού πήγα και με γύρευε παντού. Αντίς εμένα, έπιασαν έναν του Βαρνακιώτη και τον πήγαν. Τον ξέτασε, είδε ότι δεν ήταν εκείνος. Είπε: "Οχι αυτόν, έναν άλλον. Εκείνος είναι τζασίτης φερμένος εδώ και να τον πιάσετε να τον κρεμάσω, να πάθη ό,τ' ήρθε γυρεύοντας εδώ". Τα είπε ο άνθρωπος του Βαρνακιώτη αυτά εις το χάνι και ήρθαν οι Αρτηνοί και μου το είπανε και πήγα εις το κονσουλάτο το Ρούσσικον και είπα τα αίτια και να μείνω εκεί φυλαμένος. Δεν με βάσταγε ο κόνσολας. Μου λέγει, τέτοιες ώρες κιντυνεύει και αυτός.

Με το στανιό έμεινα ως το βράδυ και σουρπώνοντας να βγω. Μ'έβαλαν σε μια κάμαρη μέσα και με κλείσανε χωρίς να ζυγώνη κανείς. Μου 'ρθε να κατουρήσω, ήταν μια τρυπούλα εις το πάτωμα και κατούραγα. 'Ηρθε ένας δούλος και μ' έβρισε. Του είπα, είμ' άνθρωπος και δεν μπόρεσα να υποφέρω. Με ρωτάγει ο δούλος πούθεν είμαι. Του είπα από την Ρούμελη. Μου λέγει, και αυτός είναι από το Βραχώρι.
Τον περικάλεσα να μου ειπή αν ξέρη τον Κωνσταντίνο Γερακάρη (ότ' ήταν εκεί 'σ το κονσουλάτο, όταν με ξέταζε ο κόνσολας), να του ειπή να 'ρθη να τον ανταμώσω. Μου λέγει ο δούλος: "Εψές ήταν ο Δυσσέας εδώ και έφυγε. - Σύρε πες του Γερακάρη", του είπα. Πήγε του είπε και ήρθε. Του λέγω: "Να με πας βράδυ εκεί όπουναι ο Δυσσέας και θέλει μάθης χαμπέρια πλήθος, ότ' ήρθα δια τον Δυσσέα" Μου είπε να του τα πω πρώτα. Του είπα: 'Είμαι ορκισμένος και δεν τα λέγω αλλουνού".Εφυγε ο Γερακάρης.

Πήρε να νυχτώση. Μ' έβιαζαν να φύγω από το κονσουλάτο. 'Ισασα τις πιστιόλες μου, το γιαταγάνι μου, έκαμα την προσευκή μου, είπα και του παιδιού, μόφερε κάμποσο ρακί και ήπια ν' αυγατήση το σπίρτο και να βγω με το γιαταγάνι έξω, ας ήμουν και κιοτής. Φύλαγαν απόξω την πόρτα οι διασαχτζήδες οι Τούρκοι του κονσόλου και άλλοι Τούρκοι, ότι τόμαθαν οπού ήμουν μέσα και ήθελαν να βγω να με πιάσουνε.
Και εγώ έλεγα να μην πιαστώ ζωντανός και με παιδέψουνε και βρεθώ μπόσικος και προδώσω τίποτας - καλύτερα να σκοτωθώ. Εκεί οπού ετοιμάζομουν να βγω, έρχεται ένας Κεφαλλωνίτης, μου λέγει: "Εσείσαι οπού ήσουν 'δω μέσα;" Του λέγω "Εδώ είναι πολλοί, ποιον γυρεύεις; ποιος σ' έστειλε;" Μου λέγει: " Ο Γερακάρης. - Εγώ είμαι" του είπα. Μου είπε: "Πάμε να κάνουμε δουλειά μας". Του λέγω: "Στην πόρτα φυλάνε Τούρκοι και τήρα από του περιβολιού τον τοίχο θα πέσω εγώ κάτου και εσύ να πας απόξω να φυλάς εκεί οπού θα πέσω, να φύγωμε, ότι δεν ξέρω τα σοκάκια".

Πήγε απόξω. Ρίχτηκα από τον τοίχο, ήταν ψηλός, μισοτσακίστηκα από τ' άρματά μου. Ο φόβος μ' έτρεχε καλύτερα από γερόν. Πήγαμε κάτου κατά την θάλασσα. Του είπα να πάμε από το μέρος των σταφίδων, μ' άκουσε, ότι 'στην Ντογάνα ήταν Τούρκοι και θα μας πιάναν. Του είπα να κρυφτώ εις τα χαντάκια να φωνάξη την βάρκα. 'Οτι ο Δυσσέος ήταν μέσα 'σ ένα μαρτίγο. Σαν του είπα να κρυφτώ, μου λέγει: "Τι βρωμόκωλοι είσται εσείς οι... Φοβάστε και από τον ίσκιον σας" Ντράπηκα πήγα μαζί του. Φωνάζει δια την φελούκα, μας βλέπουν οι Τούρκοι και μας στρώνουν να μας πιάσουνε. Θέλησε ο Θεός και ήταν μια φελούκα. Τους μίλησα και ριχτήκαμε μέσα και μας βάλαν απάνου 'σ την γολέττα τους. Πλάκωσαν και οι Τούρκοι. Πήραν και αυτείνοι τα τριμπόνια τους και αντιστάθηκαν.

'Υστερα με πήγανε κι' ανταμώθηκα με τον Δυσσέα και του είπα όλα τα τρέχοντα, και του είπα οπού θα πάγω και εις τον Διάκο και αλλουνούς και μου είπε ότι αγροικήθη αυτός και θα χτυπήσουνε, και πήρε πολεμοφόδια να πάγη εις το Ξερόμερον εις την Ζάβιτζα. Και μου είπε να πάμε αντάμα. Του είπα: "Θα ιδώ το τέλος εδώ και να πάρω και το ντουφέκι μου, όπου είναι 'σ το χάνι. Και θα πάγω χαμπέρι έξω ό,τι μάθω και μου είπες". Και ανεχώρησε την νύχτα.

Σε δυο ημέρες χτύπησε ντουφέκι 'στην Πάτρα. Οι Τούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα. Τότε πήρα καμμιά δεκαριά παιδιά από το καράβι με τ' άρματά τους και βήκαμε έξω. Εις την Ντογάνα κουβαλιώνταν ο κόσμος και γιόμωσε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως το λαιμό μέσα. Τότε βλέπω και τον φίλο μου τον πραματευτή, έφερνε 'στο 'να του χέρι την φαμιλιά του και 'στ' άλλο τα παιδιά του και τίποτας άλλο από τόσο βιον οπού 'χε - οπού θα ξύπναγε να βρη Ρωμαίικον. Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη, οι μικροί θα κάμουν μικρά. Τους πήρα και τους πήγα μέσα εις το καράβι και τους παρηγορούσα.

Στάθηκα εκεί και την άλλη ημέρα και πέρασα εις Μισολόγγι. Ψώνισα λαμπάδες άσπρες, οπού είχε έρθη ένα καράβι από Τριέστι, και ρούμες και λάδι και καπνόν να πάγω ως πραματευτής εις την 'Αρτα, να ιδούνε οι Τούρκοι και να μην υποψιαστούν. Φόρτωσα το καϊκι, βήκα απόξω από το Βασιλάδι 'σ ένα λιμάνι πλησίον εκεί, το λένε Βούκεντρο. Ξημερώνοντας των Βαγιών, την νύχτα (ότ' ήταν καιρός ανάντιος) βλέπομε από αγνάντια 'σ την Πάτρα φωτιά πολλή, και κανονισμός και ντουφεκίδι.Το γιόμ έρχεται εκεί εις το πόρτο ο Βλασσόπουλος και άλλα καϊκια με φαμιλιές. Ρώτησα, μου είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασσάς μέσα εις την Πάτρα και την ρήμαξε και αφάνισε τους κατοίκους.

'Εφυγα από εκεί την Μεγάλη Παρασκευή. Πήγα εις Πρέβεζα, πούλησα τις λαμπάδες και ρούμες και καπνό με μια μεγάλη τιμή. Το μεγάλο Σαββάτο την νύχτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα εις 'Αρτα, αντάμωσα τους δικούς μας, τους είπα τα τρέχοντα. Φέραν και τα κεφάλια των Πατρινών εκεί, να τα πάνε του Χουρσίτ πασσά. Τότε πιάνουν κ' εμένα ως χαϊνην του Σουλτάνου, οπού ήμουν εις Μωριά, με πάνε εις το κάστρο της 'Αρτας. Μου περνούνε σίδερα εις τα ποδάρια και άλλους παιδεμούς, να μαρτυρήσω το μυστικόν. Εβδομήντα πέντε 'μέρες παιδεμούς.

Μας πάνε είκοσιέξι ανθρώπους να μας κρεμάσουνε και ο Θεός γλύτωσε μόνον εμένα. 'Ηταν Βονιτζάνοι και απ' άλλα μέρη και τους κρέμασαν όλους 'σ το παζάρι. Δια να με ξετάξουνε ακόμα και να τους μαρτυρήσω το βιον μου με γύρισαν οπίσω από την καταδίκη εις τον πασιά και με ξέταζε δια το δικό μου βιον και του πατριώτη μου. Με πήγαν πίσω εις το κάστρο, άλλη βολά να με χαλάσουνε, και μ' έβαλαν 'σ ένα μπουντρούμι. Και ήμαστε εκατόν ογδόντα άνθρωποι. Και ήταν σάπιο ψωμί μέσα και μαγαρίζανε απάνου 'σ το ψωμί, ότι αλλού δεν είχαμε τόπον. Και η ακαθαρσία εκείνη και τα χνώτα έκαναν μίαν βρώμα, οπού δεν είναι 'στην γης άλλη χειρότερη.

Και από την κλειδωνότρυπατης πόρτας βαίναμε τη μύτη μας και παίρναμε αγέρα. Και μόριχναν εμένα ξύλο και παιδεμούς πλήθος, και αφού πήγαν να με χαλάσουνε. Και από τα χτυπήματα επρίστηκε το σώμα μου και καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. 'Εταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη να βγω να με ιδή γιατρός και να πάρω και γιατρικά και τα χρήματα. Μου δίνει έναν Τούρκον να πάμε εις το σπίτι μου. Καθώς πηγαίναμε στον δρόμον, πήγαινα κρατώντας και πολύ κουτζαίνοντας και βογγώντας.
Ο Τούρκος, βόδι θεοτικόν, και παντήχαινε θα μου βγη η ψυχή μου - δεν ήξερε ότ' είναι βαθιά. Πήγα εις το σπίτι, ξαπλώθηκα του πεθαμού. 'Ηρθε ο γιατρός, εγώ στοχάζομουν τον Τούρκο, πώς να του φύγω. Βγάνω και του δίνω τα χρήματα και του λέγω, του Τούρκου: "Σύρ' τα (τάχα κρυφά). Μου είπε να του τα δώσης να μην είναι άλλος". Τόδωσα και εκεινού καμμιά εκατοστή γρόσια. Τα πήρε, του λέγω: "Σύρ' τα (τάχα) εις το κάστρο και έλα όσο να μου φκειάση το γιατρικό ο γιατρός, να πάμε μαζί εις το κάστρο, ότι μόνος μου δεν βγαίνω έξω. Φοβώμαι από τους ντόπιους Τούρκους". Τα πήρε. Αυτός βγαίνοντας από την πόρτα, ετοιμάστηκα εγώ.

Του δίνω ένα φευγάκι και πάγω εις το κονάκι ενού ξαδέρφου του Αλήπασσα, τον λέγαν Σμαήλμπεη Κόνιτζα, ο Θεός μακαρίση την ψυχή του. Αφού μ' είδε, με λυπήθη πολύ. Του είπα τι δοκίμασα και αν με φυλάγη, να μη με δώση πίσω. "Ντουφέκι, είπε, έχω με τους Κονιάρους, εσένα δεν σε δίνω". Ευτύς μόδωσε άρματα και με πήρε με τ' ασκέρι του και πήγαμε εις το Κομπότι. 'Ηταν το Τούρκικον ορδί εκεί, είναι τρεις ώρες από την 'Αρτα. Αφού καθίσαμε εκεί κάμποσες ημέρες, αυτός ο δυστυχής αρρώστησε βαριά και ως ευεργέτης δικός μου τον συγύριζα καλύτερα από τον γονιόν μου. Αν ήθελα, από 'κεί έφευγα, ένα κάρτο ήταν οι δικοί μας αλάργα. 'Ομως είπα του ευεργέτη μου να μην του γένω άπιστος και τον αφήσω άρρωστον. Σηκώθη άρρωστος και εγώ μαζί του και πήγαμε πίσω εις την 'Αρτα - και αυτόν να δουλέψω όσο-να γερέψη και να γλυτώσω και την γυναίκα του αλλουνού ευεργέτη μου, του πατριώτη μου, οπού 'χα φάγη το ψωμί του τόσα χρόνια, και θα την έπαιρναν οι Τούρκοι να την τουρκέψουν. Και δι' αυτούς τους δυο ευεργέτες μου πήγα πίσω εις τον κίντυνον, μέσα εις την 'Αρτα. Αφού πήγαμε μέσα εις την 'Αρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι ο σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. Του λέγω του μπέγη δια την γυναίκα του πατριώτη μου, οπού θα την πάρη ο Χασάνπασιας.

Μιλεί των πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια της Αρβανιτιάς, τους λέγει: "-Πασσάδες και Μπεηδες, θα χαθούμε. Θα χαθούμε! ο μπέγης τους λέει, ότι ετούτος ο πόλεμος δεν είναι μήτε με τον Μόσκοβον, μήτε με τον Εγγλέζο, μήτε με τον Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τον ραγιά και από πλούτη και από τιμή και τον αφανίσαμε, και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε ντουφέκι. Και ο Σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται, τον γελάνε εκείνοι οπού τον τρογυρίζουν. Και η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή το βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά να βρούμε προδότη και δεν στέκει τρόπος να μαρτυρήση κανένας το μυστικόν, να μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μας πολεμεί ή και οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε και παλουκώνουμε και σκοτώνομε και αλήθεια ποτέ δεν μάθαμε".

Αφού τους είπε πολλά ο μπέγης από αυτά, τους λέγει ύστερα πως ο Σουλτάνος στέλνει πασιάδες τους πλέον παντίδους και γύμνωσαν τον κόσμο και του πήραν και τις γυναίκες. "Αυτείνοι θα φύγουν δια τον τόπο τους κ' εμείς θα μείνουμεν εδώ". Τότε έπιασε και για την γυναίκα του πατριώτη μου, πως γυρεύει να την πάρη ο πασσάς. Και τότε όλοι με μίαν φωνή είπανε και πήγαν και την πήραν από 'κεί οπού την είχε και την πήγαν εις το Αγγλικόν κονσολάτο να είναι φυλαμένη.

Αφού σιγούρεψα την γυναίκα και του αλλουνού ευεργέτη μου, μίαν ημέρα είχε κάψη πολλή ο δυστυχής μπέγης και πήγα δια τον γιατρό. Οι Τούρκοι φύλαγαν να με πιάσουνε εξ αιτίας οπού τους έφυγα από το κάστρο, και ο πασσάς έμαθε ότι εγώ 'νέργησα και δια την γυναίκα, φύλαγαν να με πιάσουνε να με κρεμάσουνε. Αφού πήγα δια τον γιατρό, μου ρίχτηκαν οι Τούρκοι. 'Ημουν ελεύτερος εις τα ποδάρια και τους έφυγα. Με πήγαν κυνηγώντα ως του μπέγη το κονάκι. Εκεί βγήκανε δικοί μας άνθρώποι, πιαστήκαμε από άρματα και εσώθηκα.

Αφού ξεγέρεψε ο μπέγης, του πήρα την ευκή του και του είπα: "θα φύγω". Δεν μ'άφινε. Του είπα: "Εγώ σαν ήθελα έφευγα και από το Κομπότι, όμως δεν τόκανα δια την τιμή μου". Αφού είδε όπου δεν θα καθώμουν, μόδωσε την ευκή του και μου είπε να ειπώ των καπεταναίων έξω 'στου Πέτα και αλλού νάχουν δικαιοσύνη εις τον κόσμον, να πάνε ομπρός. 'Οτι τοιούτως έκαναν αδικίγες οι Τούρκοι και θα χαθούν:
"Νάχουν αυτείνοι δικαιοσύνη, να πάρη τέλος να ησυχάσουμε και εμείς οι Τούρκοι, ότι πλέον μας έγινε χαράμι από τον Θεόν το βασίλειόν μας, ότι φύγαμε από την δικαιοσύνη του" Του φίλησα το χέρι να φύγω, μόδωσε χρήματα, του είπα: "Μπέγη μου, έχω και δεν θέλω, ότι έχεις έξοδα μεγάλα εις τους ανθρώπους σου".

Μόδωσε άρματα και με διάταξε να φέρνωμαι καλά και να πάγω με τον Γώγο, ότ' είναι άξιος και τίμιος και φίλος του, και να τους ειπώ των καπεταναίων να μην μπούνε εις την 'Αρτα, ότ' είναι πολλοί Τούρκοι και θα σκοτωθούν, όμως να τους κλείσουνε και φεύγουν μόνοι τους, ότι δεν έχουν ζαερέδες. Τον περικάλεσα και δια την γυναίκα του πατριώτη μου να την προσέχη και αναχώρησα τα 1821, μπαίνοντας ο Αύγουστος...

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΤΑΚΙ...


Οργή επικρατεί στην ελληνική κοινότητα του Λονδίνου, για τα σχόλια του Τζέρεμι Κλάρκσον παρουσιαστή εκπομπής του BBC για την Ελλάδα και τους Έλληνες.

Ο γνωστός παρουσιαστής που εκτός από την εκπομπή TOP GEAR με θέμα τα αυτοκίνητα (κάθε Σάββατο στον ΣΚΑΙ, όπου χαριεντίζεται με υπερ-αυτοκίνητα των 50.000 λιρών κι άνω, χαρακτηρίζοντας όλα τα υπόλοιπα "παντόφλες"), γράφει κάθε εβδομάδα και ένα σχόλιο στη SUN, όπου αναφέρθηκε με ιδιαίτερα προσβλητικά λόγια για τους Έλληνες και την Ελλάδα, παίρνοντας παράδειγμα από τουριστική διαφήμιση για τη χώρα μας.

Χαρακτήρισε την Ελλάδα "Τουαλέτα", ενώ αναφερόμενος στη γυναίκα της φωτογραφίας σε μια διαφημιστική αφίσα του ΕΟΤ, ανέφερε ότι αποκλείεται να είναι Ελληνίδα γιατί δεν έχει μουστάκι!

Ο Κλάρκσον είναι γνωστός για τις επιθέσεις του προς την Ελλάδα. Στο παρελθόν έχει ουκ ολίγες φορές αναφερθεί με υποτιμητικά σχόλια για τη χώρα μας. Σύμφωνα όμως με το δημοσιογράφο της London Daily News Τζον Καπώνη, ο οποίος έστειλε και έγγραφη διαμαρτυρία στο BBC, αυτή τη φορά ξεπέρασε κάθε όριο.

Μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει επίσημη αντίδραση για τα σχόλια του Κλάρκσον σε σχέση με την Ελλάδα.

Ρίξτε ωστόσω μια ματιά στην κοπελιά που είναι Ελληνίδα:


Και ρωτήστε τον: Χρειάζεται ΚΑΙ μουστάκι για να είναι πιο επιθυμητή;
Τα υπόλοιπα δεν μετράνε;

Οι απαντήσεις σας σαν άτυπη εκδήλωση διαμαρτυρίας στα λεγόμενα του...

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

1922: Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (Η ΤΑΙΝΙΑ)...


Ταινία του Νίκου Κούνδουρου που αναφέρεται στην πυρπόληση και καταστροφή της Σμύρνης της Μικράς Ασίας και την γενοκτονία των Ελλήνων κατοίκων της, στις 14 Σεπτεμβρίου 1922, από τους Νεότουρκους του Κεμάλ, με σκοπό την ίδρυση του σύγχρονου Τουρκικού κράτους.

Η ταινία βασίστηκε σε αυθεντικές μαρτυρίες από το μυθιστόρημα «Το νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη και στην οποία απαγόρευσαν την προβολή της στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Μια ταινία που όχι μόνο κατέγραψε τη βαρβαρότητα των Νεοτούρκων, αλλά ανέδειξε και την Ελλαδική νοοτροπία των Νεοελλήνων να συγκαλύπτουν για λόγους σκοπιμότητας τη Γενοκτονία των Ελλήνων της Μικρασίας...


Δείτε τη σε πλήρη οθόνη: