ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013
ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ ΝΤΥΣΙΜΟ...
Τρίτη 22 Μαΐου 2012
ΑΝΕΡΓΟΥ ΧΑΡΑ...
Βρήκε δουλειά για το καλοκαίρι, λέει...
Σερβιτόρος σ' ένα εστιατόριο στο ενετικό λιμάνι των Χανίων, λέει...
Δυο μέρες την εβδομάδα, λέει..
Θα παίρνει 30 ευρώ μεροκάματο, λέει...
Υγεία να έχουμε, λέει...
Να κάνει απόσβεση τα λεφτά που ξόδεψαν οι γονείς του για να τον σπουδάσουν, λέει!
Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011
Η ΧΑΡΑ ΕΧΑΘΗ...
Η κρίση έχει αλλάξει τη συμπεριφορά, αν όχι και τον χαρακτήρα των πολιτών. Ο φόβος έκανε τη δουλειά του. Τα μέτρα πέρασαν.
Στο 85% αυξήθηκε η απαισιοδοξία των πολιτών σχετικά με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με το Οικονομικό Βαρόμετρο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 2011.
Η κοινωνία βρίσκεται στα κάγκελα, δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής για αξιοπρεπή διαβίωση, μισθούς, συντάξεις, υγειονομική περίθαλψη. Αναστολή των κλαδικών συμβάσεων μέχρι τη λήξη του μεσοπρόθεσμου, σχολεία, πανεπιστήμια, υπηρεσίες υπό κατάληψη, εξαγριωμένος κόσμος στους δρόμους, όχι όμως ενωμένος αλλά διάσπαρτος συντεχνιακά.
Μια βόλτα στους δρόμους οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι άνθρωποι δεν συζητούν, δεν γελούν, δεν έχουν χαρούμενη όψη.
Περπατούν βιαστικοί, σκυθρωποί, με το κεφάλι σκυμμένο, αποφεύγουν ο ένας τον άλλο, γινήκαν ξένοι. O ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Βασίλης Κρεμμύδας, περιγράφοντας την κοινωνική πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί από την κρίση, διαπιστώνει ότι η χαρά έχει εξαφανιστεί.
Και ενώ τον τελευταίο καιρό έχουν γίνει πολλές ομιλίες, συγκεντρώσεις και αναλύσεις για τον "δημόσιο χώρο" και για την ανάγκη να τον κρατάμε ανοιχτό, η παρατήρηση δείχνει ότι στην πραγματικότητα ο δημόσιος χώρος έχει συρρικνωθεί και οι άνθρωποι κλείστηκαν στο σπίτι τους.
Πηγαίνεις στα καφενεία και στις ταβέρνες και δεν ακούς από πουθενά συζητήσεις για την κρίση. Ποιος ξέρει πόση πίκρα έχουν καταπιεί οι άνθρωποι και δεν μπορούν ούτε να ακούνε πλέον τη λέξη κρίση; Δεν μας φαίνεται καθόλου μελό και όλοι μας έχουμε πια στο περιβάλλον μας παρόμοια περιστατικά...Επιβιώνω εδώ σημαίνει κυριολεκτικώς βιώνω επί κάποιου πράγματος εις βάρος κάποιου άλλου.
Ζω, αντίθετα, συνεπάγεται ένα επίπεδο ψυχολογικής ωριμότητας που μάς επιτρέπει να στηριχτούμε αποκλειστικά στον εαυτό μας (Αλντο Καροτενούτο).
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010
ΜΟΝΟ ΟΙ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝ...
Δεν είναι κάποια αργία του Σαββατοκύριακου, που κλείνουν γραφεία και μαγαζιά. Είναι μια μέρα διαφορετική απ' τις άλλες με δική της τυποποιημένη μορφή, που τάχα για μας τους χριστιανούς σημαίνουν πως η Μαριάμ έφερε στον κόσμο το Θείο Βρέφος, με λαμπρή προβολή και επουράνια λάμψη, για να συμβάλλει στη συγκρότηση του ανθρωπίνου γένους από την παρακμή.
Τα φετινά Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά θα είναι διαφορετικά. Για τους περισσότερους θα είναι γιορτές χωρίς το βασικό συστατικό στοιχείο της έννοιας "γιορτή" που είναι η χαρά.
Γιορτές με μνημόνιο και τρόικα. Γιορτές χωρίς χρήματα. Είναι πια τόσο οφθαλμοφανής η σκιά που έχει πέσει πάνω σε όλη τη χώρα. Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι γιορτές των Χριστουγέννων να προκαλούν μελαγχολία, ίσως και κατάθλιψη.
Τη βλέπουμε παντού και κάθε μέρα. Ο περισσότερος κόσμος μετράει και τα κέρματα που έχει στη τσέπη του γιατί απλά δεν έχει πιά χρήματα. Δεν έχει να αγοράσει ή αν αγοράσει αγοράζει τα απολύτως απαραίτητα και φθηνότερα. Εκείνος που μπορούσε να παρηγορήσει το διπλανό του πέρυσι, έχει ο ίδιος ανάγκη από παρηγοριά φέτος.
Όλους τους πιάνει μια μανία, κάπου να πάνε, κάτι να κάνουν. Παλιά το πρόβλημα ήταν ότι όλα ήταν κλεισμένα από το καλοκαίρι, φέτος ότι δεν έχουμε χρήματα να πάμε. Το αποτέλεσμα όμως είναι το ίδιο.
Δεν πρέπει να μελαγχολούμε όταν φθάνουν οι γιορτές και ανάβουν τα λαμπιόνια στους δρόμους. Επιβάλλεται να τις χαιρόμαστε, όπως όταν ήμασταν παιδιά, που θέλαμε ν' απλώσουμε τα χέρια μας για ν' αγκαλιάσουμε τον κόσμο. Πόσο μάλλον τώρα που μεγαλώσαμε και ξέρουμε όσοι το ξέρουμε, ότι κάθε μικρό κομμάτι του κόσμου έχει την αξία του, αρκεί να μπορείς να το ανακαλύψεις...
Τώρα στις γιορτές μας δίδεται η δυνατότητα να γαληνέψουμε στο σπίτι. Ετσι κι αλλιώς καταναλωτική μανία δεν θα μας πιάσει. Ας επωφεληθούμε της ευκαιρίας να αυτοσυγκρατηθούμε, για να προφυλαχθούμε απ' το βαρομετρικό χαμηλό, που συνεχώς μας σκεπάζει.
Γι' αυτό καλύτερα καθίστε σπίτι με την οικογένειά σας, διαβάστε ένα βιβλίο, ακούστε ένα cd, δείτε το dvd που θέλετε, δώστε και πάρτε ευχές με την καρδιά σας που είναι ότι μας απόμεινε να δώσουμε...
Ευχές, αισιοδοξία και ελπίδες. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη γι' αυτά.
Και το 2011 βλέπουμε...
Το φως της Θείας Γέννησης
Ελπίδας φως να γίνει
Χαρά να φέρει στις καρδιές
και επί Γης Ειρήνη
Wishing you
Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010
ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΟΥ...
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια με ένα παιδί. Το ζευγάρι ήταν σκληρά εργαζόμενο και παρόλο που προσπαθούσαν, ο χρόνος ποτέ δεν ήταν αρκετός για να μοιραστούν πράγματα και εμπειρίες με το εξάχρονο αγοράκι τους...
Κάποιο βράδυ μόλις κουρασμένος ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι και άκουσε τη χαρούμενη φωνούλα του παιδιού του:
- Μπαμπά, πόσα λεφτά κερδίζεις σε μια ώρα;
Ρώτησε με συνεσταλμένη φωνή και παρακλητική ματιά το μικρό αγόρι, καθώς υποδεχόταν τον πατέρα του που επέστρεψε στο σπίτι από τη δουλειά του. Ο πατέρας που ξαφνιάστηκε από την ερώτηση, είπε:
- Κοίταξε αγόρι μου, ούτε η μητέρα σου το ξέρει αυτό. Γι΄αυτό σε παρακαλώ, μη με ενοχλείς γιατί είμαι πολύ κουρασμένος...
- Μπαμπά, πες μου σε παρακαλώ! Πόσα λεφτά κερδίζεις σε μια ώρα; το αγόρι επέμεινε...
Ο πατέρας, τελικά απάντησε:
- Είκοσι ευρώ την ώρα.
- Εντάξει, μπαμπά. Θα μπορούσες να μου δανείσεις δέκα ευρώ; ρωτά το αγοράκι...
Η ανησυχία και ο εκνευρισμός του πατέρα ήταν φανερός που φώναξε στο παιδί:
- Ώστε μου τα ρωτάς όλα αυτά για να σου δώσω δέκα ευρώ; Πήγαινε γρήγορα να κοιμηθείς και μη με ξαναενοχλήσεις!
Είχε βραδιάσει και οι ενοχές για τον τρόπο που απάντησε στο γιο του είχαν πλημμυρίσει το μυαλό του πατέρα. Σκέφτηκε ότι ο γιος του τον ρώτησε επειδή μάλλον θα ήθελε να αγοράσει κάποιο παιχνίδι και δεν είχε αρκετά χρήματα.
Στο τέλος θέλοντας να απαλλαγεί από τις ενοχές του για τη συμπεριφορά του αυτή, ο πατέρας πήγε στο δωμάτιο του γιου του...
- Κοιμάσαι; τον ρώτησε.
- Όχι, μπαμπά. Γιατί;»απάντησε το αγόρι, μισοκοιμισμένο.
- Εδώ είναι τα δέκα ευρώ που μου ζήτησες πιο πριν, του είπε...
- Ευχαριστώ μπαμπά! απάντησε με χαρά το παιδάκι, βάζοντας το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι του και βγάζοντας κάποια χρήματα που είχε από παλιά.
- Τώρα έχω αρκετά...Τώρα έχω είκοσι ευρώ! είπε στον πατέρα του, ο οποίος κοίταζε με απορία το γιο του, που συνέχισε λέγοντας:
- Μήπως τώρα θα μπορούσες μπαμπά, να μου πουλήσεις μια ώρα από το χρόνο σου;
Όλοι οι γονείς θα πρέπει να αφιερώνουν ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά τους. Χρόνο στον οποίο θα μοιράζονται πράγματα, σκέψεις και συναισθήματα. Τα παιδιά διψούν για την παρέα τους. Τα παιδιά έχουν αυτό που εμείς οι μεγαλύτεροι κάπου στη διαδρομή έχουμε ξεχάσει. Την ανοιχτή πόρτα στη χαρά, στο παιχνίδι, στην καλοσύνη, στη μοιρασιά και στο γέλιο. Τα παιδιά έχουν το ταλέντο να βιώνουν τη στιγμή...
Ας γίνουμε περισσότερο ανεκτικοί, υπομονετικοί, δημιουργικοί και ανοιχτοί με τα παιδιά. Αυτό χρειάζονται πολύ περισσότερο από τα υλικά αγαθά που αφειδώς τους προσφέρουμε. Είναι κρίμα να χάνονται τέτοιες ευλογίες. Γιατί οι άγγελοι δεν περισσεύουν!
Από το βιβλίο του φίλου μου Άκη Αγγελάκη "Ιστορίες που δυναμώνουν την ψυχή"
Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010
ΜΙΚΡΕΣ ΧΑΡΕΣ. SMALL PLEASURES (Η ΤΑΝΙΑ)...
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή...Ζούσε ένα αγόρι, διαφορετικό απ΄όλα τ΄άλλα. Όλα κυλούσαν ήρεμα στη ζωή του...Ώσπου κάποτε πριν πολλά πολλά χρόνια, ένα γεγονός έγινε η αιτία για να δει τη ζωή με άλλα μάτια. Τότε του αποκαλύφθηκε ένα μεγάλο μυστικό...
Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΦΟΥΚΑΡΑ...
Ο Γιώργης ήτανε καλός άνθρωπος, μα του έτυχε να παντρευτεί γυναίκα κακή, μίζερη και γλωσσοκοπάνα.
Η θάλασσα καταλάγιαζε καμιά φορά, μα αυτή δεν είχε σταμάτημα όποτε τον αρχίνιζε στο μπούρου - μπούρου. Κι έβρισκε συχνά αφορμή, ότι κι αν έκανε τελευταία ο φουκαράς ο Γιώργης ήτανε κακά καμωμένο κι αιτία για ατέλειωτη γκρίνια.
Για να την ξεφορτώνεται ο Γιώργης δούλευε συνέχεια έξω από το σπίτι, πολλές ώρες κι αργούσε να γυρίσει. Με κάθε ευκαιρία για δουλειά ή αγγαρεία που του τύχαινε έτρεχε, να λείψει όσο γινόταν, να την έχει όσο γινόταν λιγότερο φόρτωμα.
Κατά ένα περίεργο τρόπο είχε μαγνητοφωνήσει μια από τις μαραθώνιες μουρμούρες της, άγνωστο πώς και το κρατούσε πάντα μαζί του, όπου κι αν πήγαινε. Κάθε που ξαπόσταινε λιγάκι, το άνοιγε κι άκουγε αρκετές φορές το αέναο γλωσσοκοπανητό.
Το ίδιο έκανε και στο καφενείο που περνούσε ώρες περιμένοντας να κοιμηθεί ο διάολος του, για να γυρίσει κι αυτός στο σπίτι να καταλαγιάσει.
Κίνησε την περιέργεια του καφετζή και των θαμώνων που τον βλέπανε να το βάζει να παίζει, κάμποσες φορές και πάλι από την αρχή. Αφού βαρεθήκανε να τον βλέπουνε να επαναλαμβάνει την ίδια κίνηση, τον ρωτούνε με απορία:
- Δεν σε φτάνουνε όσα ακούς στο σπίτι μωρέ Γιώργη, μα θες να την ακούς και όταν είσαι έξω; Περίμενε να γυρίσεις, να σε περιλάβει...
- Άστε, μην μιλάτε εσείς που δεν ξέρετε. Το μαγνητόφωνο μου θυμίζει να αργήσω όσο μπορώ να γυρίσω σπίτι.
Μα η μεγαλύτερη χαρά που μου δίνει και γι' αυτό κυρίως το πήρα, είναι πως εδώ τουλάχιστον μπορώ και την σταματώ όποτε θέλω!