Ο Αϊ Βασίλης ήρθε και φέτος όπως κάθε χρόνο απαρέγκλητα.
Το δισάκι του ήταν παρά την οικονομικοκοινωνική κρίση, πάλι γεμάτο
δώρα. Τι θα θέλαμε όμως ολόψυχα να ρίξει στις καμινάδες μας για τον
καινούργιο χρόνο;
Αγάπη, γιατί δίχως αυτή είμαστε όπως λένε οι Γραφές, κενοί σαν κύμβαλα αλαλάζοντα.
Ειρήνη, επειδή με τον πόλεμο οι γονείς χάνουν τα παιδιά τους και
καταστρέφονται συθέμελα όλα τα δημιουργήματα του ανθρώπου, πνευματικά
και υλικά.
Υγεία σωματική και ψυχική ισορροπία, γιατί χωρίς αυτές ο άνθρωπος δεν
μπορεί να ζήσει, ούτε μόνος του ούτε ως μέλος μιας οργανωμένης
κοινωνίας.
Αλήθεια, διότι είναι το ακλόνητο θεμέλιο όλων όσα ονειρευόμαστε να έχουμε στη δημόσια και στην προσωπική μας ζωή.
Ελπίδα, θάρρος και αισιοδοξία, επειδή οι καθημερινοί αγώνες μάς
φέρνουν αντιμέτωπους με πολλά και δύσκολα, γεμάτα παγίδες και εμπόδια,
που γεμίζουν τον άνθρωπο πίκρα και απογοήτευση και τον
αποπροσανατολίζουν από τους στόχους του και τις πραγματικές του ανάγκες,
σε μιαν εποχή που η φυγομαχία δε συγχωρείται.
Δικαιοσύνη, διότι όλοι οι άνθρωποι έχουν εκ γενετής ίσα δικαιώματα στη ζωή και έχουν ανάγκη κάποιον να τα προστατεύει.
Μετριοφροσύνη, γιατί «παν μέτρον άριστον», εφόσον ο υπερφίαλος και
αλαζόνας άνθρωπος κάνει μακροπρόθεσμα στην ψυχή του κακό παραμένοντας
φτωχός τη ψυχή και τω πνεύματι, απαίδευτος και άξεστος, παρά την έξωθεν
εικόνα του μορφωμένου ή του εύπορου.
Σύνεση και αυτογνωσία, επειδή μονάχα χάρη σε αυτές οι άνθρωποι, αφού
γνωρίσουν πραγματικά και να ελέγχουν τα εσώψυχά τους, μπορούν να
λαβαίνουν τις σωστές αποφάσεις στη στιγμή που πρέπει ή να προβλέπουν και
ν' αντιπαλέψουν τα μελλοντικά.
Δημοκρατία με βάσεις και ουσία στην καθημερινή μας ζωή ορατή και
χειροπιαστή, να έχουν δηλαδή οι πολίτες στιβαρό λόγο και ενεργό
απευθείας συμμετοχή στα κέντρα λήψεων αποφάσεων σε τοπικό και εθνικό
επίπεδο για όσα μέχρι σήμερα γίνονταν ερήμην τους για το καλό τους τάχα
από τους κρατούντες.
Ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου από το 1988. Ένας μουρντάρης μεσήλικας σκοτώνεται πέφτοντας από την ταράτσα του σπιτιού του, ενώ παρακολουθεί μία γυμνή κοπέλα, και η γυναίκα του αποφασίζει να δώσει την καρδιά του για μεταμόσχευση...
Η αληθινή ιστορία της αγάπης ενός πατέρα για τον γιο του και τα επιτεύγματα που πέτυχαν μαζί...
Δείτε το βίντεο και διαβάστε την ιστορία τους.
Ο Dick Hoyt είναι ένας συνταξιούχος του Αμερικανικού στρατού, ζει στην πόλη Holland της Μασαχουσέτης των Η.Π.Α. και είναι σήμερα 68 ετών. Πριν από 46 χρόνια η σύζυγός του Judy έφερε στον κόσμο ένα αγοράκι που το ονόμασαν Rick.
Η γέννα ήταν δύσκολη καθώς ο ομφάλιος λώρος είχε μπλεχτεί γύρω από το λαιμό του εμβρύου σταματώντας την αιμάτωση του εγκεφάλου τα πρώτα κρίσιμα λεπτά της ζωής του. Τελικά o Rick έζησε αλλά όπως είπαν αργότερα οι γιατροί στους γονείς του δεν θα μπορούσε ποτέ ούτε να περπατήσει, ούτε να μιλήσει. Η ολιγόλεπτη αυτή στέρηση του οξυγόνου κατέστρεψε το τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που ελέγχει την κίνηση των άκρων και της ομιλίας. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελέγχει τις κινήσεις του κεφαλιού.
Οι γιατροί τους πρότειναν να βάλουν το Rick σε ένα ειδικό ιατρικό κέντρο για παιδιά με τέτοια προβλήματα όπου θα τύχει της καλύτερης δυνατής φροντίδας. Τότε ο Rick ήταν 9 μηνών. Οι Hoyt ήταν κατηγορηματικοί. Τα ματάκια του Rick ακολουθούσαν τις κινήσεις τους μέσα στο δωμάτιο. Δεν μπορούσαν να αποδεχθούν ότι το παιδί τους θα έμενε για πάντα "φυτό".
Πήραν την απόφαση να μεγαλώσουν τον Rick μαζί με τ' αδέλφια του σαν ένα φυσιολογικό παιδί. Όταν ο Rick ήταν 11 ετών τον πήγαν στο Πολυτεχνείο του Tufts University στη Βοστόνη και ζήτησαν από τους μηχανικούς μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσουν το παιδί να επικοινωνεί. Μόλις ο επικεφαλής καθηγητής είδε το παιδί, τους είπε:
- Αδύνατον...Ο εγκέφαλος ενός τέτοιου παιδιού δεν μπορεί να δεχθεί τίποτε!
- Σας παρακαλώ, μιλήστε του. Είπε ο Dick, Πείτε του κάτι. Πείτε του ένα αστείο!
Ο καθηγητής είπε στον Rick ένα ανέκδοτο και ο Rick γέλασε. Λίγους μήνες αργότερα οι μηχανικοί του Tufts έφτιαξαν ένα σύστημα με το οποίο ο Rick με διάφορες κινήσεις του κεφαλιού μετακινούσε ένα κέρσορα, επιλέγοντας γράμματα και σχημάτιζε λέξεις στην οθόνη ενός υπολογιστή. Αυτό ήταν! Το παιδί άρχισε να επικοινωνεί...
Η πρώτη φράση που έγραψε στον υπολογιστή ήταν: "GO BRUINS". Είναι μια έκφραση των Αμερικανών για να ενθαρρύνουν την ομάδα τους. Bruins είναι η ομάδα χόκεϊ της Βοστόνης. Έτσι το παιδί έδειξε μια σαφή προτίμηση προς τον αθλητισμό...
Αργότερα πήγε στο σχολείο. Όταν ήταν 15 ετών ένας συμμαθητής του τραυματίστηκε σε τροχαίο και το σχολείο οργάνωσε έναν αγώνα δρόμου 8 χιλιομέτρων προς τιμή του. Όταν ο Rick γύρισε στο σπίτι είπε στον πατέρα του:
- Μπαμπά θέλω να τρέξουμε για τον Στιβ.
Ο Dick σάστισε Πως ένα "γουρουνόπουλο" όπως συνήθιζε να λέει για τον εαυτό του, που δεν έτρεξε ποτέ πάνω από ένα χιλιόμετρο συνεχόμενο, θα έσπρωχνε ένα αναπηρικό καροτσάκι για 8 χιλιόμετρα; Το δοκίμασε όμως. Και τα κατάφεραν....
Μετά βέβαια ο αγύμναστος Dick ήταν κουρασμένος για δυο βδομάδες. Ο Rick είπε στον πατέρα του:
- Μπαμπά, όταν τρέχαμε, ένοιωθα ότι δεν είμαι πια παράλυτος. Ένοιωθα να τρέχω κι εγώ μαζί σου!
Αυτή η μέρα άλλαξε την ζωή των Hoyt για πάντα. Ο Dick δάκρυσε. Αποφάσισε να τρέχει μαζί με το γιο του όσο πιο συχνά μπορούσε. Άρχισαν εντατική προπόνηση και 2 χρόνια αργότερα ήταν έτοιμοι για το μεγάλο αθλητικό γεγονός. Τον Μαραθώνιο της Βοστόνης του 1979. Δεν κατάφεραν να πάρουν επίσημη συμμετοχή αλλά έτρεξαν και τερμάτισαν!
Τα επόμενα χρόνια πήραν και επίσημη συμμετοχή. Η επόμενη πρόκληση ήταν το τρίαθλο. Ένα αγώνισμα συνδυασμός από τρέξιμο, ποδηλασία και κολύμπι. Οι Ολυμπιακές αποστάσεις για το τρίαθλο είναι: τρέξιμο 10 χλμ, ποδηλασία 40χλμ. και κολύμπι 1.5 χλμ. Ο Dick αποφάσισε να το δοκιμάσει κι αυτό. Και τα κατάφερε. Και όσο ο Dick ανέβαζε τον πήχη και δοκίμαζε πιο δύσκολες διοργανώσεις, τόσο ο Rick ένιωθε λιγότερο την τετραπληγία του.
Γίνονται πολλές διοργανώσεις τρίαθλου ανά τον κόσμο σε διάφορες αποστάσεις. Η κορυφαία όμως δοκιμασία για υπεραθλητές ψυχής είναι το λεγόμενο Ironman τρίαθλο που διεξάγεται στη Χαβάη. 3,8 χλμ. κολύμπι, Μαραθώνιος (42.195μ. τρέξιμο) και 180 χλμ. ποδηλασία! Μια δοκιμασία 15 ωρών για σώμα και ψυχή γι αυτούς που αποδεικνύουν ότι η θέληση μπορεί να νικήσει την σωματική εξάντληση.
Ο Dick το επιχείρησε 6 φορές. Και τερμάτισε και τις 6! Μεταφέροντας πάντα τον γιο του, ο Rick Κολύμπησε 3,8 χλμ σέρνοντας μια φουσκωτή βάρκα μέσα στην οποία ήταν ο Rick, έτρεξε 42 χλμ. σπρώχνοντας το αναπηρικό καροτσάκι του Rick και ποδηλατούσε για 180 χλμ. κουβαλώντας και τον Rick. Κάτι που πολλοί αθλητές δεν καταφέρνουν ούτε μόνοι τους. Από το 1979 που συμμετείχαν στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, ο Dick και ο Rick Hoyt (Team Hoyt) συμμετείχαν σε 958 αθλητικά γεγονότα μεταξύ των οποίων 224 τρίαθλον, 6 Ironman τρίαθλον, 65 Μαραθώνιους, τους 25 στη Βοστόνη και 20 δίαθλα με ένα απ' αυτά το1992, να διασχίζουν τις Ην. Πολιτείες από Βορρά προς Νότο τρέχοντας και ποδηλατόντας για 45 μέρες καλύπτοντας 5.976 χλμ! Πέρυσι σε ηλικία 67 ετών ο Dick και 45 ο Rick τερμάτισαν για 25η φορά στον Μαραθώνιο της Βοστόνης, στην 5.083η θέση μεταξύ 10.000 αθλητών. Το 1992 τερμάτισαν με χρόνο 2 ώρες και 40 λεπτά, 35 λεπτά πάνω από το παγκόσμιο ρεκόρ.
Τότε κάποιοι παρότρυναν τον Dick να τρέξει μόνος του μια και ήταν σίγουρο ότι θα κατέγραφε χρόνο μέσα στους καλύτερους του κόσμου. Η απάντηση του Dick ήταν άμεση και μονολεκτική: ΟΧΙ. Τρέχω για να αισθάνεται καλύτερα ο γιος μου και όχι για το ρεκόρ. Ο Rick κατάφερε να κερδίσει μια θέση στο πανεπιστήμιο και όταν αποφοίτησε δέχθηκε την πρόταση του πανεπιστημίου για να εργαστεί στις υπηρεσίες του, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ο Dick ανακηρύχθηκε ο πατέρας του αιώνα και συνεχίζει να λαμβάνει μέρος σε μαραθώνιους και τρίαθλα όποτε οι υποχρεώσεις του Rick το επιτρέπουν. Πρόσφατα σε μια τηλεοπτική συνέντευξη των Hoyt ρώτησαν τον Rick, μετά απ' όλα αυτά τι δώρο θα ήθελε να κάνει στον πατέρα του.
Ο Rick έγραψε στον υπολογιστή:
- Θα ήθελα, έστω και για μία φορά, να καθίσει ο πατέρας μου στο καροτσάκι και να τον σπρώχνω εγώ...
Βγαίνοντας μια μέρα μια γυναίκαι από το σπίτι της είδε τρείς παραμυθένιους γέροντες με μακριές λευκές γενειάδες, να στέκονται στον μπροστινό κήπο. Εψαξε στο νου της αλλά δεν τους αναγνώρισε. - Δεν μου φαίνεται να σας ξέρω, αλλά θα πρέπει να πεινάτε. Κοπιάστε να σας βάλω κάτι να φάτε...είπε η νοικοκυρά.
- Ο νοικοκύρης είναι μέσα; ρώτησαν εκείνοι...
- Οχι, λείπει, είπε η γυναίκα...
- Τότε δε μπορούμε να περάσουμε ακόμη, απάντησαν ξανά εκείνοι.
Οταν αργά το βράδυ γύρισε ο σύζυγός της, εκείνη του διηγήθηκε τι συνέβη.
- Πήγαινε πες τους ότι γύρισα και προσκάλεσε τους να περάσουν, της είπε ο άντρας της αφού την άκουσε κι εκείνη βγήκε και τους κάλεσε μέσα.
- Δεν μπαίνουμε ποτέ σ' ένα σπίτι όλοι μαζί, είπαν οι γέροντες... - Και γιατί; ρώτησε η γυναίκα...
Ο ένας απ' αυτούς της εξήγησε:
- Το όνομα αυτού (κι έδειξε έναν από τους γέροντες), είναι Πλούτος...Το όνομα εκείνου (κι έδειξε τον άλλον) είναι Επιτυχία κι εγώ ονομάζομαι Αγάπη.... Αν θέλετε τώρα πηγαίνετε μέσα και συναννοηθείτε με το σύζυγό σας ποιόν από εμάς θέλετε να περάσει.
Η γυναίκα μπήκε σπίτι της κι ανάφερε στον άντρα της αυτά που της είπαν οι τρεις γέροντες. Εκείνος ενθουσιάστηκε.
- Υπέροχα! Το καλύτερο είναι να προσκαλέσουμε τον Πλούτο. Ας περάσει μέσα κι ας γεμίσει το σπίτι μας με πλούτη...
Η σύζυγος διαφώνησε.
- Αγάπη μου, γιατί να μην καλέσουμε την Επιτυχία;
Η κόρη τους άκουγε απ'ό την άλλη άκρη του σαλονιού και μπήκε στη μέση:
- Δεν θα ήταν καλύτερο να προσκαλέσουμε την Αγάπη; Ετσι το σπιτικό μας όλο θα γεμίσει με αγάπη...
- Έχεις δίκιο! Πήγαινε να καλέσεις να φιλοξενήσουμε την Αγάπη, είπε ο πατέρας. Η νοικοκυρά βγήκε και ρώτησε τους τρείς γέροντες:
- Ποιός από σας είναι η Αγάπη; Παρακαλώ περάστε να σας περιποιηθούμε...
Αυτός που ονομαζόταν Αγάπη σηκώθηκε και προχώρησε προς το σπίτι, ενώ κι οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν. Γεμάτη έκπληξη η γυναίκα ρώτησε τον Πλούτο και την Επιτυχία:
- Εγώ κάλεσα μόνο την Αγάπη, γιατί μπαίνετε όλοι σας μέσα;
Και οι τρεις γέροντες απάντησαν όλοι μαζί:
- Αν είχατε καλέσει τον Πλούτο ή την Επιτυχία, τότε οι άλλοι δυό θα μέναμε απέξω, αλλά εφ' όσον καλέσατε την Αγάπη, εκεί που αυτή πηγαίνει κι εμείς ακολουθούμε. Οπουδήποτε υπάρχει Αγάπη, εκεί υπάρχουν επίσης Πλούτος κι Επιτυχία...
Μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο νέων από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, στην Κέρκυρα του 1900. "Η τιμή της αγάπης", βασισμένη στο μυθιστόρημα "Η τιμή και το χρήμα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι ένα δράμα εποχής με έντονα στοιχεία κοινωνικής κριτικής κυρίως σε σχέση με την τάξη και το φύλο.
Η ανθρώπινη καρδιά πολλές φορές μοιράζεται σε πολλά, πολλές φορές ασήμαντα, φθαρτά και φθοροποιά.
Οι σημερινές συνθήκες ζωής και συνυπάρξεως, άλλαξαν και μετέτρεψαν τους ρόλους και στέρησαν πολλούς από αγάπη, από στοργή, από τρυφερότητα, από μέριμνα και συναισθηματικό σύνδεσμο... Ένα απ' αυτά τα θύματα είναι και τα παιδιά αρχής γενομένης από τη γέννησή τους ακόμη. Και τούτο γιατί η μητέρα είναι "υποχρεωμένη" να εργάζεται και να λείπει τις περισσότερες ώρες, από το σπίτι και το παιδί, το τρυφερό αυτό πλασματάκι, να στερείται το χάδι, τα φιλιά, την αγκαλιά και την αναντικατάστατη φροντίδα και θαλπωρή της μαμάς του.
Με την ευκαιρία της μεθαυριανής γιορτής της μητέρας, μια ιστορία που τα λέει όλα: Ηταν δεν ήταν ενός έτους ο μικρούλης. Η μάνα του συζητούσε με κάποια κυρία και ήταν τόσο απορροφημένη, που δεν έδωσε σημασία στο μικρό χεράκι που της τραβούσε το μανίκι. Ο μικρός έσκυψε και ξανατράβηξε το χέρι της μαμάς του, χωρίς όμως να λάβει ανταπόκριση...
Ανασηκώθηκε τότε μια - δύο φορές, βγάζοντας παραπονιάρικες φωνούλες, μήπως και πετύχει να εισπράξει την προσοχή και το χαμόγελό της. Μάταιος ο κόπος...
Η τρίτη του προσπάθεια έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα:
Μια τσιρικτή φωνή κι ένα εκνευρισμένο πρόσωπο που έσκυψε απειλητικά προς το μέρος του, δύο χέρια που τον απώθησαν στην πλάτη του καροτσιού κι ένα παράπονο:
- Τί να σου πω, πολύ γκρινιάρης μου βγήκε ο μικρός μου...
Το καροτσάκι με το πολύτιμο φορτίο του απομακρύνθηκε βιαστικά και άδοξα. Το βλέμμα όμως του μικρού, καθώς κοιτούσε τη μανούλα του να μουρμουρίζει ήταν εκκωφαντικά σιωπηλό. Βοούσε το δικό του παράπονο...
"Μαμά, κοίταξέ με λίγο, είμαι το μικρό σου αγοράκι, η χαρά σου όπως έλεγες τόσες φορές τους πρώτους μήνες της ζωής μου. Τότε σε κοιτούσα μόνο, αναγνώριζα στο πρόσωπό σου τη φωνή της μαμάς μου που άκουγα μέσα σου στους 9 μήνες... Η μυρωδιά σου με γέμιζε ασφάλεια καθώς με κρατούσες τρυφερά!
Μαμά, μεγαλώνω... Αρχίζω και σου λέω τα πρώτα λογάκια μου, απλώνω τα χέρια μου, αφήνω φωνούλες ενθουσιασμού στα παιχνίδια μου... Με ακούς; Με βλέπεις; Νιώθεις πόσο σε έχω ανάγκη;
Οι δουλειές, οι υποχρεώσεις, οι συζητήσεις, οι έξοδοι σε απασχολούν, σ' ενδιαφέρουν, σε κουράζουν, μα εγώ μεγαλώνω... Καταλαβαίνεις;
Ολα αυτά θα επαναληφθούν, εκτός από την παιδική μου ηλικία.
Θέλω να με πάρεις αγκαλίτσα και να παίξουμε με τα δάκτυλά μας, να με ακουμπήσεις τρυφερά στο μάγουλό σου και να πούμε τραγουδάκια, να κάτσεις δίπλα μου σαν να μην υπάρχουν ούτε έννοιες, ούτε δουλειές και να μου δείχνεις χρωματιστές εικόνες στα βιβλία.
Μαμά, εγώ πάντα θα περιμένω, πότε θ' αφήσεις τις δουλειές να περιμένουν για μένα... Και θα είμαι τότε τόσο χαρούμενος... Δεν είμαι γκρινιάρης, οι περιστάσεις με αναγκάζουν να γίνω, μήπως κλέψω πιο πολλή ώρα απ' την αγάπη σου...
Αρκετά χρόνια πίσω, 6 Νοεμβρίου του "91, ώρα 12.00μμ ακριβώς. Πέρασα την πύλη της 124 ΠΒΕ. στην Τρίπολη.
Με άλλα 1800 άτομα περίπου, σχεδόν όλοι μεγάλοι, είχαμε ήδη το πρώτο μας πτυχίο.
Για τα 2 επόμενα χρόνια θα φορούσα την στολή της Πολεμικής Αεροπορίας. 1η ΜΕΝ, πλήρης εκπαίδευση. Δεν λούφαξα στα μαγειρεία ή σε κάποιο γραφείο. Ασκήσεις, όπλα, πορείες, βολές, διδακτήριο, στίβος μάχης, οι πρώτες σκοπιές (εθελοντικά τις Κυριακές, στα επισκεπτήρια των άλλων, να κοιμάμαι τα βράδια, να μην χάνω εκπαίδευση), ορκωμοσία, αξιολόγηση, ΑΡΙΣΤΑ..
Έφυγα παραμονές Χριστουγέννων, 115ΠΜ, Ακρωτήρι, Χανιά. Οπλουργός Αεροσκαφών, 345ΜΒ. Την πρώτη στιγμή που εισήλθαμε στο θάλαμο έπρεπε να προσκυνήσομε ένα μαλακισμένο που καθόταν σε μια καρέκλα - θρόνο πάνω σε ένα τραπέζι που είχε βάλει στη είσοδο. Ήταν λέει «παλιός», με μόνο προσόν ότι ήρθε μερικούς μήνες πριν από μας. [Μου πήρε 3 μήνες να τον τακτοποιήσω. Πέρασε το υπόλοιπο της θητείας του από τότε μέσα στην μονάδα, γιατί κάθε φορά που έβγαινε έξω τον περίμεναν μερικοί άντρες αληθινοί, μαυροποκαμισάδες από ορεινά χωριά και τον τσαλαπατούσαν με τα στιβάνια, γνωστοί, τους άφηνα να διασκεδάσουν].
Είχαμε και μια απώλεια, ένας (φίλος για μερικά χρόνια) δυστυχώς αποτρελάθηκε και αποχώρησε νωρίς, όταν έκλεινε το πρώτο 8μηνο.
Εγώ είχα να φροντίσω πολλά. Να μάθω τα αεροπλάνα, τον οπλισμό, τους κανόνες ασφαλείας, την καθημερινή λειτουργία της μονάδας, τα κατατόπια, το προσωπικό, να περάσω ΣΟΣΜΕ, να γίνω σύντομα Έφεδρος Σμηνίας.
Έκανα επίσης και πολλά: 850 ώρες σκοπιά προσωπικά, με όλους τους καιρούς, αμέτρητες φορές σαν «Υπ. Αλλαγής», 1 μήνα δεσμοφύλακας, 1 μήνα στα μαγειρεία (το τίμημα για το προηγούμενο), χιλιάδες ώρες στην πίστα να φορτώνω βόμβες, ρουκέτες και πυραύλους, chaffs, flairs, πυροβόλα, καλύπτρες κι εκτινασσόμενα καθίσματα, FOD, Reαdiness σε αναχαιτίσεις, final check, αποψίλωση το καλοκαίρι, 2 "Παρμενίωνες", 2 ετήσιες Επιθεωρήσεις κι Αξιολογήσεις. [Στις πολεμικές μοίρες το προσωπικό δουλεύει πολύ, όλο το 24ωρο σχεδόν. Αν ψάχνετε κοπρίτες στην ΠΑ, αναζητήστε τους στα γραφεία, στα διοικητήρια, στις αποθήκες εφοδιασμού, στις μοίρες υποστήριξης, ΠΟΤΕ σε μάχιμες μοίρες].
Και περίπολο, ΥΥΜ, ΑΚΕΦ, ΑΥΠ, ΕΑΠ, άγημα σημαίας σαν χάρες σε άλλους. Μόνο πιλότος και διοικητής δεν ανέλαβα!
Με την γρήγορη αντίληψη και λήψη αποφάσεων υπό πίεση που πάντα είχα, διακρίθηκα σύντομα. Υπήρχε και η φράση «Καλώς τον φίλο μου τον Κωστή, κάτσε κι ανέλαβε τα πάντα, εγώ πάω στην Λέσχη να παίξω χαρτιά και να μεθύσω, μην με ενοχλήσεις κι αν γκρεμιστεί η Μονάδα» που άκουγα συχνά από μόνιμους, με χρήσιμα ανταλλάγματα από μέρους τους (όχι πάντως άδειες, πήρα ΜΟΝΟ την κανονική μου + 6 μέρες τιμητική συνολικά τα 2 χρόνια, χωρίς ποτέ να βγω «ελεύθερος ιατρού»).
Υπάρχου δυό μεγάλες κατηγορίες μόνιμοι καραβανάδες: Αυτοί που το πήραν σοβαρά να υπηρετήσουν την πατρίδα τους (και να θυσιαστούν αν χρειαστεί) και αυτοί που έγιναν ένστολοι για να φάνε ένα κομμάτι ψωμί που δεν θα εύρισκαν εύκολα αλλού με τα ανύπαρκτα προσόντα τους. Πλειοψηφία βέβαια οι δεύτεροι.
Είχα κάποιες προστριβές με κατώτερους μόνιμους, άξεστους μπουρτζόβλαχους από τα Τρίκαλα, Λάρισα, Καρδίτσα, κλπ, που είδαν πρώτη φορά θάλασσα όταν μετατέθηκαν εδώ. Κι εγώ συνηθίζω να βρίζω συχνά κι ελεύθερα.Μόνο ένας τους τόλμησε κάποτε να μου κάνει αναφορά να φάω φυλακή. Επί τούτου πήγε στον Διοικητή εν αγνοία μου και του ανέφερε: «Ο Κωστής είπε να πάω να γαμηθώ, τι λέτε να κάνω;» κι ο Διοικητής (που με πήγαινε πολύ) αποκρίνεται στο χαϊβάνι που τον ενοχλούσε ενώ σχεδίαζε άσκηση: «Αφού στο λέει ο Κωστής, μπορείς να πηγαίνεις ελεύθερα...μην με ρωτάς κάθε φορά! Άντε εξαφανίσου τώρα»
ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ: Για να περάσετε καλά την θητεία σας, να συμμετέχετε στην καθημερινότητα της μονάδας, και στις καλές στιγμές και τις κακές, και φροντίστε να ξέρουν όλοι ποιος είστε, μην κρύβεστε, μην μένετε ανώνυμα ανδρείκελα στο πλήθος, μην λουφάζετε. Ήμουν πάντα εκεί όποτε χρειαζόμουν! Με όσα είχα κάνει, αν εφαρμόζονταν επί λέξη οι κανονισμοί θα έπρεπε να είχα 500 μέρες φυλακή, αντί για αυτό έχω μια εύφημη μνεία ως «...συμβάλλων ενεργώς στην εύρυθμη λειτουργία της μονάδος...». Κανείς δεν συμπαθεί έναν ανώνυμο κι άβουλο ένστολο, γιατί άλλωστε;
Έκανα την διαδρομή Αεροδρόμιο - Χανιά, 14 χλμ, 3 φορές με τα πόδια σε ισάριθμες κοπάνες, όταν οι άλλοι που φεύγαμε μαζί και πιαστήκαμε στην πύλη έμειναν πίσω, εγώ έφευγα κανονικά, όπως είχα προαποφασίσει. Δεν είναι και τόσο φοβερή απόσταση, χρειαζόμουν 2 ώρες και κάτι. Φτάνοντας στο σπίτι, ήμουν έτοιμος για βόλτα. Το μόνο κακό ήταν το επόμενο πρωί που έπρεπε να σηκωθώ νωρίτερα από όλους και να επιστρέψω στην μονάδα κι όταν ξυπνούν οι άλλοι να είμαι παρών.
Το παράβλεπαν οι διοικούντες, μόνο ο διευθυντής προσωπικού της μονάδας δεν με γούσταρε καθόλου (προτιμούσε τα «βύσματα», αυτή ήταν η ειδικότητα του), μα πού να τολμήσει να αντιμιλήσει ο χέστης & γλείφτης όταν οι άλλοι ανώτεροι του με υποστήριζαν, γιατί απλά..ήμουν ο Κωστής!!
Σε μια επιθεώρηση που ήμουν μπροστά - μπροστά όπως πάντα, εντόπισε ένα καρφί στον τοίχο (το κάρφωσε ένας και κρεμούσε ένα σεντόνι - κουρτίνα, να μην φαίνεται όταν την έπαιζε τα βράδια) που «δεν προβλεπόταν από τον κανονισμό» και πήγε να το σημειώσει σε ένα τετράδιο που κρατούσε για τέτοια δήθεν παραπτώματα, πριν το δει ο διοικητής και οι άλλοι το άρπαξα, με δυο γερές κινήσεις το ξεκάρφωσα και το πέταξα από το ανοιχτό παράθυρο αστραπιαία, «ποιο καρφί, δεν βλέπουμε κανένα». Κι έμεινε να κοιτάζει ένα μικρό σημαδάκι που έμεινε στον τοίχο, με ανοιχτό στόμα για 2΄ τουλάχιστον...
Πάσχα του ''92, πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης, που θα ερχόταν επίσκεψη στον τόπο του κι αυτός. Με όλο του το σόι, τοπικούς επίσημους κι αξιωματικούς και το σύνηθες κηφηναριό που πάει κάθε Λαμπρή στα στρατόπεδα να βοσκηθεί τζάμπα. Εγώ ανήμερα το Πάσχα και νέος ακόμη στην μονάδα, έπρεπε να κουβαλήσω τραπέζια και καρέκλες, να τα παρατάξω σε σειρές, να τα στρώσω, να τεντώσω μια τέντα πάνω από αυτό του πρωθυπουργού, να βοηθήσω στα μαγειρεία και τα ψητά σούβλας για αυτούς (εμείς θα τρώγαμε ψητό φούρνου), και να φυλάξω σκοπιά 2.00 - 5.00 μμ την ώρα που θα τρώγανε. Αν περίμενα να φάω όταν γύριζα, δεν θάβρισκα ούτε κόκαλο, όχι μερίδα.. Έπρεπε να μεριμνήσω εγώ...
Μπαίνω στα μαγειρεία μια κατάλληλη στιγμή που ο μάγειρας έτρεχε να φροντίσει πολλά, ανίχνευσα τον χώρο, κι εντόπισα ένα μεγάλο κομμάτι αρνί σουβλιστό, όλο ψαχνό, που ο μάγειρας με περισσή προσοχή είχε διαλέξει με άνωθεν εντολές για τον Μητσοτάκη, και το είχε σε περίοπτη θέση να το βλέπει ως το μεσημέρι, ενώ ετοίμαζε κι άλλα πιάτα.
Μόνος μέσα στον χώρο, αντικατέστησα το εκλεκτό κομμάτι με ένα άλλο μεγάλο από αυτά των αξιωματικών, το τύλιξα σε αλουμινόχαρτο και το έβαλα στην τσάντα που είχα, με το νερό μου κλπ για την σκοπιά. Φρόντισα και για πατάτες, λίγη σαλάτα, κρασί, καλιτσούνια, γλυκά, (με την συναίνεση του μάγειρα αυτά, που ποτέ δεν αντιλήφτηκε την ταχυδακτυλουργική κι άψογη αλλαγή μου, «να φάω και εγώ κανονικά, αφού έπρεπε να φυλάξω κιόλας»).
Πέρασα το μεσημέρι το Πάσχα εκείνο στη σκοπιά την υπερυψωμένη, μόνος, τρώγοντας όμως βασιλικά, με απαραίτητη συντροφιά το ραδιοφωνάκι που πάντα είχα στην τσέπη.
Κι ο Μητσοτάκης έφαγε καλά, το κομμάτι που του άφησα [όσο ισχυρός κι αν είναι κάποιος, όταν συγκρίνεται μαζί μου έρχεται δεύτερος, βασική αρχή μου και τότε και σήμερα και για πάντα, αν βρισκόμασταν την ίδια στιγμή μέσα μαζί με στόχο το ίδιο κομμάτι, βέβαια δεν θα το στερούμουν για χάρη του οικειοθελώς το εκλεκτό κομμάτι, μα θα το μοιραζόμασταν σαν ίσοι].
Στο βραδινό, που πήρα ένα από τα εναπομείναντα κομμάτια ψητού φούρνου, το έφαγα με το ζόρι, για να μην πεινώ, καμιά σύγκριση με το προηγούμενο. Κι έπρεπε να φυλάξω πάλι 12.00 - 2.00πμ!
Την επόμενη Δευτέρα, αφού κοιμήθηκα καλά, την κοπάνησα και δεν με αναζήτησε κανείς, έχοντας δηλώσει θαλαμοφύλακας.
Και πολλές ακόμη ιστορίες, θάφτιαχνα ταινία ολόκληρη με αυτές.
Πήρα το απολυτήριο την σωτήριο ημέρα 6 Αυγούστου ''93.
Αυτές είναι μερικές από τις αναμνήσεις μου από την στρατιωτική μου θητεία, με την σειρά ΣΤ΄ "91. Διασκεδάσατε, μάθατε κάτι παραπάνω για μένα, μα πρέπει να αναζητάτε και κάτι ακόμη: Τις δικές σας αναμνήσεις κι εμπειρίες.
Όσοι πήγατε κι υπηρετήσατε κανονικά, οπουδήποτε, σίγουρα θάχετε.
Οι υπόλοιποι πάλι σίγουρα, θα αναζητάτε τις δικές σας.
Γιατί την θητεία μας την κάνουμε (και αρσενικοί και θηλυκοί, γιατί όχι; δεν χρειάζονται εκπαίδευση και πειθαρχία οι κοπέλες; ούτε ο ρασοφόροι;), δεν την αποφεύγουμε, αν δεν υπάρχουν σοβαροί ιατρικοί λόγοι υπηρετούμε, μην ακούω μαλακίες, αστείες δικαιολογίες και πουστιές, είναι απαραίτητο κομμάτι στην ζωή μας.
Γι αυτό την βάλανε εκεί γύρω στα 20 χρόνια μετά το σχολείο, να γίνεται ένα πρώτο ξεκαθάρισμα πριν βγει ένας νέος στην ζωή. Κι ας αυτοκτονούν κάποιοι μαλάκες υπερευαίσθητοι, αφού δεν μπορούν να ζήσουν για λίγο σε κάπως σκληρές συνθήκες τι θα κάνουν αργότερα;
Η θητεία περνάει απλά: μία - μία μέρα, ζώντας την ως έχει.
Είναι ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΖΩΗΣ. Άξιζε 2 χρόνια τότε, 1; τώρα
Να μην βλέπω πια φυγόστρατους, δειλούς και ξεφτιλισμένους μα να έχουν καλές θέσεις στην κοινωνία και να παριστάνουν από πάνω τους τιμητές των πάντων ή τους πατριώτες.
Έχουμε να λέμε πολλά όποτε συναντιόμαστε καμιά φορά, με κάποιους γνωστούς από κείνα τα χρόνια (και με ικανοποίηση βλέπω ότι με θυμούνται ΟΛΟΙ με το όνομα μου, εγώ θυμάμαι μόνο φάτσες από τους περισσότερους).