Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κοπέλι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα κοπέλι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

ΘΑ ΤΟ ΠΩ ΣΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΣΟΥ...

Δυο μεγάλα κοπέλια (17άρηδες) μαλώσανε μεταξύ τους για ασήμαντη διαφορά, το είπανε στους πατεράδες τους, εκείνοι μονομάχησαν για την τιμή της οικογένειας και κατέληξαν ο ένας νεκρός κι ο άλλος φυλακισμένος. Πραγματικό περιστατικό από το αστυνομικό δελτίο.

Υπερβολική υπερπροστασία από ηλίθιους πατεράδες προς καλομαθημένα κωλόπαιδα, σε σημείο να μην τα αφήνουν ποτέ μόνα τους να κάνουνε οτιδήποτε.

Το πιο φυσικό ήταν να κλείσουν ραντεβού σε ασφαλή τοποθεσία να τα βρούνε μεταξύ τους παλεύοντας και ξεχνώντας το μετά, χωρίς να το μάθει ποτέ κανείς. Μερικές γροθιές και κλωτσιές ξεμπέρδευαν καταστάσεις και παρεξηγήσεις ανέκαθεν...

Ε, δεν γίνεται σήμερα από τα φοβισμένα και πανηλίθια μούλικα. Που θέλουν γονική προστασία για να κάνουν την παραμικρή κίνηση. Η οποία τους παρέχεται αφειδώς από ίδιας πάστας γονείς...

Που είναι τα χρόνια που ο Μπάμπης και ο Λεωνίδας κλείνανε ραντεβού μετά το σχόλασμα στην πίσω αυλή του δημοτικού σχολείου για ν' αποδείξουν μεταξύ τους ποιός είναι ο δυνατότερος κι αφού αρχίζανε με άρση μεγάλων, όλο και μεγαλύτερων πετρών κι επιτόπια άλματα σε ύψος και μήκος, φτάνανε να παλεύουνε μέχρις τελικής πτώσης κυριολεκτικά, ώσπου να μείνει όρθιος ο δυνατότερος κι ανθεκτικότερος.

Αρκετές μέρες το επαναλαμβάνανε, μέχρι που έπεσε στην αντίληψη του δασκάλου και το είπε στους πατεράδες τους, που κατέφθασαν την κατάλληλη στιγμή να τους πιάσουν στα πράσα.

- Κοπέλια είναι, κατέληξαν και τους πήραν τραβώντας τους στο σπίτι να τους καταστέσουν ιδιαιτέρως, χωρίς ποτέ να διανοηθούν να συνεχίσουν οι ίδιοι την μονομαχία των τέκνων τους...

Περιοδικά τολμηρά για την εποχή κλέβανε κάποιοι από περίπτερα, αν τα κατάφερναν τα παίρνανε και φεύγανε, αν όχι τους τσάκωνε ο περιπτεράς και καθάριζε με μερικά αστραφτερά παλαμίδια και το ακαταμάχητο "θα το πω στον πατέρα σου", δεν πήγε κανείς πατέρας ποτέ να του ζητήσει τον λόγο ή να τον σκοτώσει για το τίποτα, ούτε αυτός έκανε τον ρουφιάνο να καλεί τους μπάτσους για το παραμικρό κι ασήμαντο όπως σήμερα γίνεται, σύμφωνα με το αστυνομικό δελτίο γεμάτο ασήμαντες και γελοίες υποθέσεις που δεν έπρεπε ν' απασχολούν κανέναν πάνω από λίγα λεπτά κι όμως φτάνουν μέχρι τα δικαστήρια...

Εκδρομή πηγαίνανε τα σχολεία σε απόμερη ανοιχτή χωράφα στις παρυφές τότε της πόλης και ο Στράτος που έμενε στην περιοχή και ήταν ο τελευταίος μαθητής στο σχολείο της, έβγαινε και προκαλούσε ανοιχτά σε καυγά κάποιους από τα άλλα σχολεία, πρόκληση που γινόταν αποδεκτή ευχαρίστως από τον Μπάμπη, τον Λεωνίδα και τον Γιώργη, που πλακώνονταν με πάθος για την υποτιθέμενη τιμή του σχολείου στην αθέατη από τους δασκάλους πλευρά του λόφου και γύριζαν σπίτι τους γδαρμένοι και ματωμένοι άπαντες, χωρίς να τρέχει τίποτα, σε λίγες μέρες ήταν εντάξει...

Τι να πει δηλαδή ο Στράτος που έκλεβε λεφτά από το πορτοφόλι του γέρου του και πήγαινε στις πουτάνες από τα 12 και κάπνιζε, θα παραδεχότανε "μπαμπά δεν τα κατάφερα, άμε να καθαρίσεις εσύ";

Και ο μπαμπάς που πουλούσε στη λαϊκή τόσο μαλάκας ήταν να ανακατευτεί πρόθυμα σε καυγάδες κοπελιών για το τίποτα, ή θα του γύριζε το παλαμίδι να τον αφήσει ξερό;

Και όλοι αντρώθηκαν σώοι κια αρτιμελείς, χωρίς περιττή γονική προστασία. Έτσι μεγάλωναν τότε τα παιδιά. Δεν ασχολούνταν με τέτοια φυσιολογικά μικροπράγματα οι γονείς.

Αντίθετα επέμβαιναν εκεί όπου χρειαζότανε πραγματικά, όπως όταν κάποιοι αληταράδες που δεν γούσταραν τον γυμνασιάρχη αποφάσισαν να κάνουν κατάληψη το '80 στο γυμνάσιο που πήγαινε ο Γιώργης και οι πατεράδες - επιστήμονες περίμεναν απέξω να δουν τι θα γίνει, ο μπογιατζής - έμπορας πατέρας του Γιώργη με μια κλωτσιά έριξε κάτω την πόρτα και το λουκέτο που της είχανε βάλει, ρίχνει ένα παλαμίδι μπροστά σε όλους στον γιό του και τον πήρε στο σπίτι και να βοηθά στο μαγαζί τις χαμένες μέρες. Άφωνοι οι επαναστάτες - αλητράδες, είχε μια χέρα ο γέρος γερή και πετσωμένη από τη δουλειά, που δε θέλανε να τη δοκιμάσουνε οι χέστες.

[Το μαγαζί που σήμερα έχει κληρονομήσει κι επεκτείνει ο Γιώργης που έγινε νοικοκύρης άνθρωπος με γυναίκα και παιδιά, έχοντας σίγουρη δουλειά κάθε μέρα, χωρίς να πάει σε πανεπιστήμια να μαζεύει άχρηστα χαρτιά].

Το ίδιο ξεθαρέψανε και κάνανε και οι επιστήμονες πατεράδες στα δικά τους παιδιά και η κατάληψη έληξε άδοξα πριν συμπληρώσει δίωρο.

Αυτά προτού μπούνε οι κομματικές "νεολαίες" στα σχολεία και τα διαλύσουν με ιδεολογίες και λοιπές μαλακίες, καπάκι και οι διάφοροι "παιδοψυχολόγοι" που κάνανε τα κοπέλια άβουλα και μουνουχισμένα, να ζητούνε τα πάντα έτοιμα...

Σε εποχές που οι πατεράδες μπορούσαν να ξεχωρίσουν το αληθινά σημαντικό από το ασήμαντο...

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Ο ΝΤΡΟΥΒΑΣ....


Δυο γιους είχε κάποιος και πολύ περιουσία.

Μόλις τελείωσαν το δημοτικό τα κοπέλια, τα πήρε κοντά του και τα ρώτηξε:

- Ε, λέτε εδά ίντα θα γίνετε;

- Εγώ θέλω πατέρα να δουλέψω στα χωράφια μου.., είπε ο ένας, ο πιο δουλευτής.

- Εγώ θέλω σπουδές, είπε ο άλλος ο ντελμπίσης...

Έστειλε λοιπόν τον τελευταίο στο γυμνάσιο, και κράτησε τον άλλο στα χωράφια.
Σαν τελείωσε κάποτε το γυμνάσιο, κι αυτό γιατί έσπρωχνε πιότερο του γέρου το πουγκί παρά το μυαλό του, εζήτησε ο τεμπέλης εξωτερικό, να σπουδάσει λέει ξένες γλώσσες.

- Και από πια μωρέ θα ντακάρεις; Ερώτηξε ο γέρος, που ναι μεν δε λυπότανε τα έξοδα, αλλά και που διαισθανότανε πως δεν ήθελε ξετελέψει πράμα...

- Γαλλικά θέλω πρώτα, πατέρα..

Στη Λυών της Γαλλίας που πήγε, κάθισε γυριστούς τρεις χρόνους στο τοπικό πανεπιστήμιο, και κάποτε επέστρεψε στο χωριό.

- Έμαθες μωρε τη γαλλική; Είπε ο γέρος με χτυποκάρδι.

- Βεβαίως πατέρα!

- Για πες μου μωρέ, του είπε ο πατέρας του, τη μάνα πως τη λένε στα γαλλικά;

- Α! Πολύ εύκολο μπαμπά. Είπε πρόθυμα ο γιος. Μανιέν, τηνε λένε,

- Το ψωμί; Πως μωρέ το λένε αυτοί το ψωμί;

- Ψωμιέν, πατέρα.

- Και τον ντρουβά, μωρε;

- Ντροβιέν πατέρα...

Εσταμάτησε η καρδιά του γέρου να χτυπά. Στσ' ανέμους επέταξα τα λεφτά, εσκέφτηκε.

Η απογοήτευση του εγύρησε γρήγορα σε στεναχώρια, και από εκεί πετάχτηκε στο θυμό για να καταλήξει στην έκρηξη:

- Σήκω πάνω γαϊδούρακα να πάρεις τον ντροβιέν, να βάλεις μέσα λίγο ψωμιέν, και να πας στο χωραφιέν, να μη σου απαφτώσω το μανιέν!

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

ΤΑΡΑΧΕΣ ΤΩΝ ΚΟΠΕΛΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ...


Ο παπα- Σήφης μένει σε ένα μικρό ορεινό χωριό, μα έχει γνώμη για τα τεκταινόμενα στην κοινωνία και με αφορμή τις ταραχές των τελευταίων ημερών την εκφράζει ελεύθερα μέσα από το blog μου, που αν και δεν ξέρει τι ακριβώς είναι ένας τέτοιος χώρος, γνωρίζει καλά πως διαβάζεται από πολλούς και φτάνει παντού στον κόσμο εύκολα και γρήγορα κι αυτός εδώ απόλυτα αντικειμενικά.

Τα παρακάτω είναι όλα δικά του αυτούσια:

"Γράψε τα εσύ όπως ακριβώς στα λέω, γιατί κατέχω πως άμα τα πω σε κανένα δημοσιογράφο θα τα γράψει όπως του πει το αφεντικό του κι όχι όπως πραγματικά είναι...

Είναι λυπηρό να χαθεί ένα σκολιαρόπαιδο σε μια στιγμή κακή και να βρεθεί μπλεγμένος ένας άνθρωπος του νόμου την ώρα που έκανε τη δουλειά ντου.
Μα για τούτονα φταίνε οι γονέοι των κοπελιών που τα αφήνουνε αμολυτά στο δρόμο να κάνουνε και να πηγαίνουνε όπου θέλουνε κι εκείνοι κυνηγούνε ολημερίς τον παρά ξεχωρισμένοι, για νάχουνε άλλος να μεθά και να χαρτοπαίζει κι άλλη για να σουσουδίζει στα κομμωτήρια και να γαμιέται με τον πρώτο άδουλο τεμπελχανά που τσι κάνει τον αγαπητικό...

Κοπέλι που δεν έχει ξεσκολίσει και δεν έχει γυρίσει από στρατιώτης σώο κι αβλαβή, δεν πρέπει να ξεμακραίνει από το σπίτι χωρίς να δούνει λόγο στσι γονέους του. Μα εδά οι ίδιοι απομακρυθήκανε από τα κοπέλια και θένε να τα ξεφορτωθούνε από νωρίς για να δουλεύουνε όξω κι οι δυό, να μπορούνε να πλερώνουνε άχρηστα φροντιστήρια, παιχνίδια κι εξελιξίδια...

Ετσά εδιαλύσανε τσι οικογένειες και αφήκανε τα κοπέλια τωνε ανεξέλεγκτα, να μη τωνε μάθουνε να σέβουνται τίποτα στη κοινωνία, να μην ακούνε τσι μεγάλους μα να νεμπουκίζουνε και να πετροβολούνε τσ' αθρώπους του νόμου και να περιγελούνε τσ' αθρώπους του θεού και να μη ζητούνε την ευλογία και τη χάρη του...

Εβρήκανε αφορμή για να μη κάνουνε μάθημα στα σκολειά και τ' άλλα κοπέλια και βγήκανε εις τσι δρόμους να χοροπηδούνε μέρες εδά, που τέτοια διαμαρτυρία θάχε νόημα νάναι βουβή, με γνήσια θλίψη και συγκίνηση σα σε κηδεία.
Τ' απανωβάνουνε και οι δασκάλοι τωνε, που βρήκανε ευκαιρία να μη διδάσκουνε για καμπόσες μέρες και ταχιά φτάνουνε τα Χριστούγεννα να κάθουνται κι άλλο. Και οι υπόλοιποι που παριστάνουνε τσι αρχηγούς σε υπαλλήλους κι εργάτες βάνουνε τη χέρα τωνε σα θέλουνε ταραχές να βαστούνε τσι θέσεις τωνε.

Από κοντά προβάλλανε και οι περιθωριακοί άχρηστοι τσι κοινωνίας 20ρηδες μέχρις κι 60ρηδες ανεπρόκοποι που σα δεν κάνανε οι ίδιοι κοπέλια και οικογένειες μούδε πετύχανε πουθενά αλλού στη ζωή τωνε σαν ανίκανοι, βαλθήκανε να καταστρέψουνε γη τσι υπηρεσίες του κράτους και τσι τράπεζες που δε τσι λογαριάζουνε, γη τα μαγαζιά και τα αμάξια των νοικοκυραίων και να κλέφτουνε ότι βρούνε, να τα κάνουνε πιοτά και χασίσια να διασκεδάζουνε τη βαρεμάρα τωνε στο ανεύθυνο αραλίκι που μάθανε.

Κάνουνε τάχατες πως πολεμούνε τσι αστυνόμους, μα σα δούνε δύσκολα ούλοι εκειδά προστρέχουνε, σαν και προχθές που ο ανεψιός μου πούχει μαγαζί και έμεινε τη νύχτα αργά να το μαζώξει, θωρεί μια στιγμή να του μαγαρίζουνε τον τοίχο δυό μαλλιάδες αλήτες που γράφανε με μπογιά "κάτω οι μπάτσοι" μα σαν επρόβαλλε και τσι κυνήγησε και έθεσε νιούς ένα παλαμίδι στα μούτρα, είναι κι αναντρανιστός και σα δεν τάγβανε πέρα εγύρευε ο ψευτοαναρχικός το κινητό ντου να του κάνει μήνυση κι έκανε πως έπαιρνε στο τμήμα στην ασφάλεια, που λέει πως δε θέλει να υπάρχουνε...

Εβάλανε τα κοπέλια μπροστά που δεν τα πειράζει η αστυνομία σαν ανήλικα να κλειούνε τσι δρόμους, να καίνε και να σπούνε ότι βρούνε μπροστά τωνε όπως τα καθοδηγούνε κι ακλουθούνε αυτοί μουρωμένοι με κουκούλες και κασκόλια να μαζώνουνε τα πράγματα των αθρώπων. Τσι είδανε και οι αναμαζωξιάρηδες αλητο-αλλοδαποί και αρχινήξανε να κάνουνε τα ίδια να αρπούνε ρούχα και τηλέφωνα και πιοτά να κορέσουνε τη λίμα τωνε τζάμπα. Και να μη τσι βαστά τίποτα μετά αφού θωρούνε τσι δικούς μας, να κάνουνε τα ίδια όποτε τωνε καπνίσει και να μην τιμωρείται κανείς.

Το κράτος δε κάθεται και τα ξανοίγει από μακριά, γιατί ο Καραμαλής τούτοσες είναι λίγος και δεν τα βγάνει πέρα μούτε με τα κοπέλια εδά μούτε με τσι μπακάληδες και τσι βεζινάδες οπροχθές, μόνο κάνει ότι θέλει ο καθένας, ο γέρο - Καραμαλής έπαιζε τον γρόθο στο τράπεζι και στεκότανε σούζα ούλοι γύρω, εκάτεχε να τα νεμαζώξει τα πράματα. Ο πρώτος στην Ελλάδα πρέπει νάχει πυγμή, μιας κι ο Έλληνας δεν παίρνει από λόγια...

Των αλλονών αρχηγών δεν τωνε πέφτει λόγος ας σκούζουνε όσο τσι παίρνει, αυτός βαστά την εξουσία κι ότι πει γίνεται. Ούτε στσι συλλόγους και τσι γονέους που παραμελήσανε τα ίδια ντωνε τα κοπέλια και τα βάνουνε μετά με το νόμο και τσι μπάτσους, άμα βουτήξουνε κανένα τσογλάνι να παρανομεί.

Αυτοί φταίνε, όσοι κυβερνήσανε τον τόπο που εβάλανε πολλούς βρώμους στην αστυνομία με εύκολο διορισμό για ρουσφέτι και εντέλει καβαλικέψανε τσι έντιμους που θέλανε να υπηρετήσουνε το νόμο και τσι αθρώπους και βγήκανε σατράπηδες και δυνάστες με τα μπιστόλια και τα πολυβόλα να παρανομούνε και οι ίδιοι με τσι δικούς τωνε και δε λογαριαζουνε πράμα παρά κυνηγούνε και πιάνουνε μόνο τσι αδύναμους ν' αντισταθούνε.

Φτιάξανε φρουρούς και ΕΙΔΑΣΙΔΕ και αγροφυλάκους ξεχωριστά, να βάλει καθένας τσι δικούς του και μετά συνορίζουνται αναμεταξύ τωνε ποιός θα κάνει περισσότερα να δικαιολογεί την θέση ντου και τη χρησιμότητα ντου. Τως εδώκανε αέρα κι εξουσία και εδά δεν τσι κάνουνε καλά ορισμένες φορές όντε πρέπει να τσι διατάξουνε να βάλουνε τάξη.

Μπορούσε ο υπουργός τωνε να κάνει το σωστό από την αρχή, πριν να ξετροχιάσει η κατάσταση:

Θα συλλάμβανε τα κοπέλια και τσι μεγάλους και θα καλούσε τον πατέρα του καθενούς κοπελιού να πλερώσει τσι ζημιές πούκανε και να το πάρει υπ' ευθύνη του στο σπίτι, οι δε μεγάλοι θα νε πλερώνανε τα καμώματα τωνε κι ας κάνουνε ζάφτι στσι φυλακές με τ' άλλα ρεμάλια και τσι ισοβίτες, να δούνε πόσα απίδια βάνει ο ντορβάς...
Μαζωχτήκανε πολλοί μέσα ετσά που εγκληματούνε εύκολα εδά και θέτουνε στο πάτωμα αφού δεν τσι βάνουνε τα κρεββάτια, να τσι στριμώξουνε ούλους μαζί να δούνε πως η κόλαση δεν είναι αλάργο ούτε να περιμένουνε να ποθάνουνε να πάνε. Να κατένε πως δεν μπορούνε να καταστρέφουνε χωρίς να πλερώνουνε τσι ζημιές που κάνουνε ο καθείς ξεχωριστά κι όχι το κράτος, ούλοι μας...

Σαν δεν θέλουνε γράμματα και σκολειά ορισμένα κοπέλια, να τα βάνουνε να μαζώνουνε ελιές το χειμώνα, να σπέρνουνε φυτά καρποφόρα και να θερίζουνε και να τρυγούνε το καλοκαίρι, να μάθουνε τσι δουλειές τσι Γης πριν τως τσι πάρουνε οι αραπάδες, μα δε βγαίνει ψωμί μόνο με τα γράμματα και τα χαρτιά.
Στα σκολειά να πιένουνε μόνο όσα θέλουνε αβίαστα με τη θέληση ντως, να ξετελέψουνε αύραγα επιστημόνοι γη μηχανικοί να προσφέρουνε κατιτί στην κοινωνία χωρίς να τα εμποδίζουνε οι άλλοι αχαίρευτοι που θα καταλήξουνε να κάνουνε εργάτες.

Εμείς επαδά στα ορεινά χωριουδάκια, μούδε παράδες αποκτήσαμε πολλούς, μούδε ταξιδέψαμε να κατέμε παραόξω, μα δεν αφήκαμε τα κοπέλια μας να γενούνε αλήτες και βανδάλοι, να κρεμάσουνε σκουλαρίκια τα σερνικά και να γενούνε πουτάνες από τα 15 στα καφενεία τα θηλυκά, δεν εδιαλύσαμε τσι οικογένειες μας για τα λούσα και τα γινάτια, μούδε βάλαμε τσι ξένους βρωμιάρηδες στα σπίτια μας να τρώνε το ψωμί μας, μοναχοί παλεύουμε όπως μπορούμε...Δεν αφήκαμε τόσα χρόνια τη ζωή μας να πάει στράφι μούδε ζηλεύουμε και καταστρέφομε το βιος των αλλονών.

Κατέμε πως πάντα στη ζωή ο καπάτσος προκόβει και κονομά και ο μαλάκας αγωνίζεται για ιδεολογίες κι αρχηγούς στον καφά ντου. Μα δεν πέρνει ποτές πράμα, γιατί τονε θένε να τσι υπηρετεί φτωχός και πεινασμένος.

Όποιος ξεστρατίζει από το δρόμο του νόμου και του θεού έτσα λαλεί. Κι εσύ του λόγου σου φαίνεσαι αντίχριστος μιας και δε σε θωρώ ποτέ στην εκκλησία, μα συ μπάρε μου δεν έχεις μούδε θεούς μούδε και διαόλους και δε σε παρασέρνει κανείς. Δεν ακούς κανένα και δεν έχεις αφεντικά.

Για αυτό μιας και μούχες δοσμένη τη κάρτα σου κάποτες, ήρθα και σε περίμενα κάμποση ώρα να γυρίσεις να σε δω να σου τα πω να τα γράψεις ατόφια και ντρέτα. Τα λέω εγώ σε σένα σήμερο, τα κουβεντιάζουμε και στο καφενείο ούλοι οι χωριανοί και συμφωνούμε, το ίδιο και στα γύρω χωριά κι αλλού μακρύτερα, μα δεν έχομε τρόπο να τα δείξομε αλλιώς, τα κανάλια νεμαζόνουνται επαέ μόνο σαν ακούσουνε μπαλωθιές και μόνο για όσο βαστούνε, εσύ είσαι ο δικός μας άθρωπος"...

Έτσι έκανα παπα- Σήφη, όπως είδες όταν σε πήρα δίπλα μου στο γραφείο. Αφού δεν βρέθηκε ποτέ αφεντικό να θέλει να φορτωθεί τη ζωή μου, δεν οφείλω τίποτα σε κανένα τους, όσο για θεούς και διαόλους δεν ένιωσα ούτε είδα την παρουσία τους ή την εύνοια τους ακόμη.

Τώρα που θα πατήσω κείνο το κουμπί, θα δημοσιευτούνε όπως ακριβώς τα έλεγες κι έβλεπες πως τάγραφα ντελόγω.

Δεν κάνω τον κόπο να διορθώσω τίποτα, οι αναγνώστες μου (από 53 χώρες τώρα πια μ' επιλέγουν και με παρακολουθούν τακτικά), θάχουνε μια αυθεντική ιστορία και μια σταράτη γνώμη άντρα αληθινού, μυαλωμένου και μεγάλου στα χρόνια, όπως δεν τους έχουνε συνηθίσει οι υστερικώς κραυγάζοντες υπηρέτες πλούσιων αφεντικών στα media με "διαπλεκόμενα" συμφέροντα, όπως καλά έχεις καταλάβει κι εσύ στο ορεινό χωριό σου...

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

ΛΕΙΞΙ...


Ένας γέρος έλεγε "λείξι" τη μόδα του επιμελημένα γυμνού ντυσίματος που έβλεπε στις κοπέλες όποτε κατέβαινε στην πόλη και ήθελενε να πει πως δείχνουνε οι κοπελιές το μεγαλύτερο μέρος "απού τα κρέατα τωνε στα κοπέλια για να τωνε κάνουνε λείξι"...

Και συμπλήρωνε με μια δική του μαντινάδα:

Η κοπελιά 'χει δύο βυζιά κι από μικρή τα δείχνει

γιατί τα κάνει δόλωμα και τα κοπέλια ρίχνει

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

ΤΑ ΚΟΠΕΛΙΑ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ...


Περιπλανόμενος γύφτος τριγύριζε με το παλιό και ξεπερασμένο Ντάτσουν με τις 2 μόνο πόρτες και τη μια στενή καμπίνα, από χωριό σε χωριό πουλώντας πλαστικές καρέκλες το καλοκαίρι και κάποια ψευτοχαλιά το χειμώνα...

Όλη του η περιουσία, τα υπάρχοντα και η πολυμελής οικογένεια στοιβαγμένη όπως - όπως στο σαράβαλο φορτηγάκι. Μέσα αυτός στη θέση του οδηγού, η γυναίκα του με ένα μωρό στην αγκαλιά και ανάμεσα τους μια γριά, μπορεί η μάνα του.

Στην καρότσα βρίσκονταν τα "εμπορεύματα" του, τα λιγοστά είδη του νοικοκυριού του και στην κορυφή όλων κάθονταν τα υπόλοιπα 5 παιδιά του, βρίσκοντας θέση όπου μπορούσε το καθένα και στηριζόμενο όπου έβρισκε...

Ο δρόμος ανηφορικός, με στροφές απότομες και σε κάποια σημεία χαλασμένος από τον καιρό με λακούβες και φαγώματα. Το παλιό Ντάτσουν χοροπηδούσε σε κάθε ανωμαλία του οδοστρώματος. Σε μια από όλες, το μικρότερο κοπελάκι που βρίσκονταν στην καρότσα πέφτει από το φορτηγάκι και κυλά στο πλάι του δρόμου...

Τα υπόλοιπα κοπέλια μόλις είδαν τον μικρό αδερφό τους να μένει πίσω, άρχισαν να φωνάζουν. Ακούει η μάνα τους τις φωνές, γυρίζει να δει τι συμβαίνει και αντιλαμβάνεται τον μικρό στον δρόμο παράπίσω, να χάνεται στην στροφή η θέα του.

Γυρίζει στον άντρα της:

- Σταμάτα σου λέω, χάσαμε ένα από τα παιδιά μας στον δρόμο...

Και ο γύφτος μεταξύ σοβαρού και αστείου, λέει το αμίμητο:

- Πες μου τι θές να κάνω τώρα, να γυρίσω πίσω να το βρούμε, ή να κάνουμε ένα άλλο;