ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Δευτέρα 11 Μαΐου 2009
ΚΑΤΙΓΚΩ ΚΑΙ ΤΖΩΡΤΖΗΣ...
Βίοι παράλληλοι για τα δυο αυτά πλάσματα, ένα θηλυκό κι ένα αρσενικό, που το μόνο που λειτουργούσε κανονικά πάνω τους ήταν τα γεννητικά τους όργανα και το σεξουαλικό τους ένστικτο.
Μα με τόσο διαφορετική κατάληξη στη ζωή τους...
Φτωχή και κακομοίρα απο την αρχή γεννήθηκε η Κατίγκω, εκεί στα '60'ς. Θηλυκό ήταν το γένος της είπε η μαμή τότε που τη γέννησε, μα ελάχιστα θύμιζε γυναίκα. Κοντή, καμπούρα, με άσχημο πρόσωπο γεμάτο σπυριά και φακίδες. Κι όσο μεγάλωνε γινόταν ατίθαση και γλωσσοκοπάνα.
Τα γράμματα δεν τάπαιρνε, τέλειωσε το δημοτικό σε αρκετά μεγαλύτερη ηλικία από τα άλλα παιδιά κι αυτό επειδή τότε απορρρίπτανε τους κουμπούρες μαθητές με εξετάσεις από την πέμπτη στην έκτη τάξη και για ν'αποφοιτήσει μετά, άλλαξε και 3 σχολεία λόγω διαγωγής όλα αυτά τα χρόνια...
Τίποτα δε λειτουργούσε καλά πάνω της από ένα καπρίτσιο του Δημιουργού της που δεν θάταν σε καλή διάθεση τη μέρα που την έπλαθε, εκτός από το νινί της. Που το ανακάλυψε από νωρίς και φρόντισε να το βάλει να δουλεύει εντατικά, ορμούμενη από ένα αχαλίνωτο ερωτικό ένστικτο, περίεργο για ένα τόσο άτσαλο κι άσχημο πλάσμα...
Όμως αυτό το άχαρο πλάσμα διέθετε από τα πρώτα εφηβικά του χρόνια πολλούς εραστές και δινόταν πρόθυμα σε όλους. Δεν αρνιότανε τίποτα σε κανέναν αρσενικό που γνώριζε. Τώρα βέβαια δεν γνώριζε αρσενικούς της προκοπής, ξεπεσμένους σαβουρογάμηδες κι αλητο-φτωχόπαιδα της περιοχής της συναναστρεφόταν, που πηγαίνανε μαζί της να πηδήξουνε τσάμπα, ας ήταν κι έτσι όπως ήταν. Και κάποιους θαμώνες στο σφαιριστήριο που σύχναζε, χαριεντιζόταν, κάπνιζε και μεθούσε, την εποχή που τ' άλλα κορίτσια δεν περνούσαν ούτε απ' έξω, που την παίρνανε για τον ίδιο λόγο...
Αφού έδωσε ότι είχε να δώσει η Κατίγκω και πέρασε τα 25 για τα καλά γερνώντας πρόωρα και πάντα φτωχή, αγράμματη, γλωσσοκοπάνα και τσαπατσούλα νοικοκυρά, θα περίμενε κανείς ν' απομείνει ανύπαντρη κι ότι θελε ν' απογίνει, όπως λέγανε κάποιες γριές στην γειτονιά της, αμ δε...
Που να το περιμένανε οι γριές πως θα βρισκότανε άντρας να ερωτευτεί ένα τέτοιο πλάσμα, όμως έγινε...
Εργάτης του μεροκάματου ήταν κι αυτός βέβαια, δεν ήταν και διανοούμενος. Την γνώρισε μετά, όταν πια είχε τα χάλια της, δεν ήταν από αυτούς που επωφελούνταν τότε που ήταν νέα...Τώρα πως ερωτεύτηκε γυναίκα ρυτιδιασμένη, άσχημη, μεταχειρισμένη, γλωσσού, ατίθαση και πάμφτωχη, δεν καταλαβαίνεται εύκολα, ούτε θ' ασχοληθώ περισσότερο μιας και δε την φορτώθηκα εγώ.
Το θέμα είναι πως σήμερα η Κατίγκω θεωρείται εϋυπόληπτη νοικοκυρά, με σύζυγο και 2 παιδιά, κακομοιριασμένα κι ασουλούπωτα κι αυτά μα τόσο μπορούσε, την φωνάζουνε "κυρία" οι γειτόνισσες που κάποιες ξέρουν το παρελθόν της, ψωνίζει στην αγορά και ζει μια καθόλα φυσιολογική ζωή, πάντα μέτρια και φτωχή βέβαια, αφού τέτοια πλάσματα με μόνο προσόν την εργατική τους δύναμη δεν πλουτίζουν ποτέ...
Από την άλλη ο Τζώρτζης φτωχός γεννήθηκε κι αυτός και γρήγορα η μιζέρια τον έδιωξε μετανάστη στον Καναδά. Έμαθε εκεί μερικά πράγματα για μηχανές και δούλεψε σ' εργοστάσιο συναρμολόγησης. Όταν κατάλβε πως στα ξένα δεν επρόκειτο ποτέ να πλουτίσει μιας και ο Καναδάς δεν ήταν ΗΠΑ να ισχύει το αμερικάνικο όνειρο, ούτε κι αυτός Τομ Πάπας, επέστρεψε στον τόπο του.
Φέρνοντας μαζί του κάποια καναδέζικα δολλάρια, άνοιξε ένα μαγαζί όπου επισκεύαζε και νοίκιαζε κιόλας μοτοσυκλέτες και ποδήλατα. Τότε στα '70'ς και μετέπειτα, τότε γύρισε, υπήρχανε κάμποσα παρόμοια μαγαζιά και βγάζανε κι αρκετά κέρδη, αφού οι πατεράδες δεν αγόραζαν εύκολα μηχανές στα παιδιά τους, ούτε αυτά τολμούσανε να ζητήσουνε τέτοια...
Η μόνη ελπίδα για παρέα εφήβων για βόλτα με δίτροχο ήταν να ξέρει ένας να οδηγεί και να νοικιάσουνε από κοινού μια μικρή μηχανή συνήθως, με την ώρα για ένα απόγευμα. Υπήρχανε και τουρίστες που παίρνανε μια μεγάλη μηχανή για τουρισμό, με την βδομάδα αυτοί. Κέρδιζε αρκετά ο Τζώρτζης για κάμποσα χρόνια, με τα ενοίκια και με τις επισκευές που έκανε...
Όλα όμως τα λεφτά του τα ξόδευε για να ικανοποιήσει το δικό του αχαλίνωτο σεξουαλικό του ένστικτο, μιας κι αυτουνού μόνο η φτόνη του δούλευε υποδειγματικά μα όχι ο εγκέφαλος του. Το μόνο που τον απασχολούσε τα παραγωγικά του χρόνια ήταν που θα τη χώσει...
Εύκολη η λύση στο ερώτημα, μιας και το μαγαζί του ήταν στην άκρη του λιμανιού, πρώτο στη σειρά στον δρόμο με τα πονηρά μπάρ της εποχής που διέθεταν και γυναίκες. Ψηλός, εμφανίσημος κι άνετος ο Τζώρτζης, είχε μάθει τα Αγγλικά τα χρόνια κείνα στον Καναδά, διέθετε και το ολοκαίνουριο κίτρινο και μαύρο Kawasaki 900, την μεγαλύτερη και καλύτερη μηχανή που κυκλοφορούσε τότε στην πόλη και τη ζήλευαν όλοι οι νεαροί που περνούσαν συχνά και τη χάζευαν παρκαρισμένη απέξω από το μαγαζί...
Εύκολα εύρισκε γυναίκες στα γειτονικά του μπάρ. Ντόπιες ή ξένες, δεν υπήρχαν τότε τριτοκοσμικές αλλοδαπές, μα κάποιες τουρίστριες Ευρωπαίες ή Αμερικάνες που ξέμεναν από λεφτά δούλευαν για κάποιο διάστημα στα μπάρ και πρόθυμα τον συνόδευαν τα βράδια. Μα όσο κι αν τους άρεσε ο Τζώρτζης καθότι άντρακλας, πάντα μα πάντα ζητούσαν και την αμοιβή τους! Εκτός από το φαγητό και το ξενοδοχείο τους, που γενναιόδωρα πλήρωνε ο καβαλιέρος...
Πέρασαν τα χρόνια, το γλεντούσε ο Τζώρτζης κάθε βράδυ, περνούσε καλά μιας και οι γυναίκες "του" δεν ήταν σαβούρες μα ξανθές κουκλάρες του βορρά, πέρασαν και η εποχή που μπορούσε..
Άλλαξαν και τα πράγματα στα '80'ς, οι πατεράδες αγόραζαν πιο εύκολα μηχανές στα παιδιά τους, οι τουρίστες είχανε λεφτά και κουβαλούσανε τα δικά τους οχήματα, τελείωσε το μαγαζί "rent a moto".
Ίσα που πρόλαβε να εξασφαλίσει μια πενιχρή σύνταξη ο Τζώρτζης. Ελεύθερος πάντα, αφού δεν παντρεύτηκε ποτέ, μ' ένα εξώγαμο παιδί από κάποια τυχαία του σχέση κάποτε που δεν γυρίζει ούτε να τον κοιτάξει, πήρανε και το σπίτι που έμενε όλα του τα χρόνια μ' ενοίκιο για να γίνει πολυκατοικία...
Τώρα ζει σε μια παράγκα με μοναδική παρέα 4 - 5 ψωριασμένους σκύλους - αλήτες σαν κι αυτόν που μάζεψε από τους δρόμους και μια Βίβλο των Πεντηκοστιανών που του δώσανε κάποτε για παρηγοριά, αντί λίγων χρημάτων που αυτός πλησίασε και τους ζήτησε.
Την ξέρει απέξω κι ανακατωτά τώρα, την διαβάζει για ατελείωτες ώρες ελπίζοντας να ενδιαφερθεί ο Δημιουργός για αυτόν, μιας και κανείς άλλος δεν ενδιαφέρεται. Μα δε φαίνεται να νοιάζεται ούτε ο Δημιουργός του, ούτε κάνει κάτι να του δείξει την παρουσία ή την εύνοια του και ο Τζώρτζης συνεχίζει να ζει την άθλια ζωή του...
Οι άνθρωποι τον σιχαίνονται και τον αποφεύγουν, οι γυναίκες τον απεχθάνονται και δεν του μιλούν καθόλου οι ίδιες που λένε κυρία την Κατίγκω, βρωμερός κι απεριποίητος τριγυρνά σαν φάντασμα πότε - πότε που πορίζει έξω από την παράγκα του, τα λίγα ευρώ που παίρνει ίσα που επαρκούν για φαί αυτουνού και των σκύλων...
Η μόνες του κουβέντες με ανθρώπους είναι όταν προσπαθεί με όσα διαβάζει στην Βίβλο του να σώσει κάποιον άλλο ξεπεσμένο περιθωριακό, ή να πείσει κάποιον μοναχικό που συναντά στα παγκάκια να "ακολουθήσει τον δρόμο του θεού, να μην γίνει όπως αυτός και του δώσει ένα καλό μάθημα ο Κύριος" και περνά τις μέρες του μέχρι να τελειώσει τρεφόμενος τώρα πια με "άρτον, οίνον και λόγον" πράγματα που δεν σκεφτότανε καν, όταν καβαλούσε το Kawasaki 900 στα νιάτα του...
Κι ένα ερώτημα για το τέλος, που πολύ θέλω να μάθω την απάντηση:
Αφού η Κατίγκω και ο Τζώρτζης ζήσανε πάνω κάτω την ίδια ζωή, με μόνη έγνοια τους την ικανοποίηση των σεξουαλικών τους ορμών, πως τα έφερε εντέλει η ζωή κι η μια είναι σήμερα αποκατεστημένη νοικοκυρά και ο άλλος περιθωριακός αλήτης;
Πως βρέθηκε σύντροφος για το στραπατσαρισμένο θηλυκό καρακατσουλιό να μοιραστούν τη ζωή τους ενώ δεν υπάρχει καμμιά πρόθυμη γυναίκα, ούτε τα βρωμόρουχα να πλύνει μια φορά του αρσενικού απόβλητου;
Άλλη μοίρα ο άντρας, άλλη η γυναίκα...
Φταίει η κοινωνία ή η τύχη;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου