Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Ο ΚΟΠΕΛΟΣ...


Σ' ένα χωριό του ορεινού Μυλοποτάμου είχε γεννηθεί ο Μανούσος. Το σόι του βοσκοί όλοι, από αυτή τη μοίρα δεν γλίτωσε ούτε αυτός.

Από νωρίς - νωρίς, τα πρώτα παιδικά του χρόνια ανέβαινε τον Ψηλορείτη συνοδεύοντας τα αρκετά μεγάλα κοπάδια τους και περνούσε πολύς καιρός να ξανακατεβεί πάλι στο ορεινό χωριό του.
Ζώντας μέσα στη άγρια φύση, τρεφόμενος με ολόπαχο γάλα, στάκα, τυριά φρεσκοπηγμένα, κρέας από τα ζωντανά που έσφαζαν τακτικά, άγριο μέλι που ξετρύπωνε από ξεχασμένες κερήθρες και πίνοντας γάργαρο νερό από τα ρυάκια του βουνού, ενετσούλωσε κι έκανε ένα μπόι και βάρος άλλο πράμα.

Όταν κατέβαινε στο χωριό και τον βλέπανε οι άλλοι να είναι ψηλότερος τουλάχιστον ένα κεφάλι από όλους, αντίκριζαν με δέος (και ζήλια οι αρσενικοί) το υπερφυσικό κοπέλι και γρήγορα του κολλήσανε το παρατσούκλι "ο Κόπελος".
Έπιανε πολύ τόπο μα σουλούπι δεν είχε, θύμιζε σε πολλά τον Πατούχα που έγραψε κάποτε ο Κονδυλάκης, βλέπετε οι συνθήκες δεν είχαν αλλάξει και πολύ για το χωριό του από κείνα τα χρόνια.

Το σχολείο είναι για πολλούς περιττή πολυτέλεια σε τέτοια μέρη, γιατί να πάει ο Μανούσος; αφού βοσκός θα ξετέλεβε στην ζωή του, όχι προφέσορας του βουνού...

Έτσι σε τέτοιες συνθήκες απομόνωσης πέρασε τα παιδικά κι εφηβικά του χρόνια, μέχρι που ήρθε μια μέρα με το ταχυδρομείο ένα χαρτί που τον καλούσε να παρουσιαστεί στο στρατό, να κάνει την θητεία του σαν Έλληνας πολίτης.

Ετοίμασε τα πράγματα του και ξεκίνησε το πρώτο ταξίδι της ζωή του. Ένας χωριανός τον πήγε ως το Ρέθυμνο κι αφού τούβγαλε το πιο φτηνό εισιτήριο, τον έβαλε στο καράβι της γραμμής και τον ξεπροβόδισε με τις ευχές όλων για καλή θητεία.

Φτάνοντας την άλλη μέρα στο Πειραιά απόμεινε στην προβλήτα με τα χέρια στη μέση, να κοιτάζει τα ψηλά κτίρια που υπάρχουν στο μεγάλο λιμάνι. ιδίως αυτό το γυάλινο του Λαιμού που φάνταζε ουρανοξύστης... Μην ξέροντας πως να πάει παραπέρα, αφού δεν είχε ξαναβρεθεί σε άγνωστα μέρη μέχρι τότε, πήρε ένα ταξί να τον πάει στο ΚΤΕΛ στον Κηφισσό, από όπου θα πήγαινε με λεωφορείο στον τελικό προορισμό του την Θήβα.

Ο πονηρός ταξιτζής που είδε το κελεπίρι μοναχό του πρωί - πρωί, τον πήγε όπου ζήτησε αφού πρώτα τον έκανε αρκετές βόλτες στα γύρω στενά, να γράφει το ταξίμετρο...

Στο υπεραστικό ΚΤΕΛ άλλο χάος. Άνθρωποι και λεωφορεία παντού, με ταμπέλες που δεν ήξερε να διαβάσει. Γύριζε γύρω - γύρω, μπας κι ακούσει από τα μεγάφωνα κάτι που να ενδιαφέρει.
Τράβηξε την προσοχή κάποιων συνομήλικων του, που ήταν εκεί για τον ίδιο σκοπό κι αυτοί, να καταταγούν στην Θήβα.

- Τι σου συμβαίνει φίλε; ξέχασες τα γυαλιά στο σπίτι και δεν μπορείς να διαβάσεις που γράφει πως πάει το κάθε λεωφορείο;

- Όι μωρέ κοπέλια, μα άφησα οπίσω την αδελφή μου, την μόνη που ξέρει γράμματα στην οικογένεια μας... πως θα πάω στην Θήβα νωρίς, στον στρατώνα;

- Μην σε νοιάζει μαζί θα το βρούμε, κι εμείς για να καταταγούμε πάμε, πως σε λένε;

Γνωριστήκανε, μαζί περάσανε την βασική εκπαίδευση όπου διέπρεψε ο Μανούσος και ξεχώρισε για την δύναμη κι αντοχή του, αφού στο χωριό του έκανε περί τα 20 χλμ καθημερινά σε κατσικόδρομους με όλους τους καιρούς, όσο για το φαγητό και το κρεβάτι του εδώ, ήταν αρκετά καλύτερα από εκείνα που είχε στο σπίτι του.

Τελειώνοντας την πρώτη τους εκπαίδευση οι φίλοι, ήρθαν και οι μεταθέσεις τους: όλοι προορίζονταν για την Κώ. Ποιοί νομίζετε πως υπηρετούν στα ακριτικά νησιά πέρα από τους χωριάτες που δεν έχουν κανένα βύσμα να την βγάλουν κοντύτερα κι ανετότερα την θητεία; Περιμένετε να δείτε ακρίτα το κωλόπαιδο του Παύλου Γιαννακόπουλου ή τον gay star της TV;
Ή μήπως τον κάποιο Αιβαλιώτη που παίζει τώρα τον πατριώτη στους γύφτους των Σκοπίων, ενώ έκανε τα πάντα ν' αποφύγει την δική του θητεία χωμένος σ' ένα γραφείο και δεν είδα ακόμη να πέφτουνε μπινελίκια και γιαούρτια όπως χρειάζεται...

Και οι "εξόριστοι" στρατευμένοι δεν έμειναν ούτε καν στο νησί, τους πήγαιναν παραπέρα σ' ένα απομακρυσμένο νησάκι με μιά βάρκα, να φρουρούν ένα φυλάκιο που υπήρχε, να νοιώθουν κάποια σιγουριά οι λιγοστοί κάτοικοι που ζούσαν εκεί.

Δημιουργήθηκε άλλο ένα πρόβλημα για τον Μανούσο, που δεν ήξερε την ώρα, στο βουνό όποτε ξημέρωνε σηκωνόταν και δούλευε κι όποτε βράδιαζε και δεν έβλεπε, γύριζε και κοιμόταν. Εδώ χρειαζόταν να ξέρει τι ώρα είναι για να αλλάζει τους άλλους στις σκοπιές και δεν είχε ποτέ του ρολόι.
Το πρόβλημα λύθηκε εύκολα με 2 όμοια ρολόγια με δείκτες, ένα που δούλευε κανονικά κι ένα επίτηδες σταματημένο στην ώρα που ήθελαν: όταν οι δείκτες των 2 ρολογιών ήταν στην ίδια θέση τότε ο Μανούσος που έπρεπε να τα κοιτά συχνά, ήξερε πως ήταν ώρα να φυλλάξει σκοπιά ή να ξυπνήσει αυτόν που θα τον αντικαθιστούσε. Μιά έξυπνη ιδέα που είχε ένας από την παρέα τόσο απλή κι αποτελεσματική, να ορίζουν τον χρόνο στο αφιλόξενο περιβάλλον του ακριτικού νησιού.

Περιβάλλον που θύμιζε πολλά στον Μανούσο, αφού οι περισσότεροι από τους κατοίκους ήταν βοσκοί επίσης. Έβοσκαν γίδες στα αλατισμένα από την θάλασσα χόρτα του νησιού...

Κάποιος ξεχώριζε γιατί είχε μερικούς χοίρους που βόσκανε σε κλειστό χώρο. Ένας χοντρός και καλοθρεμμένος από αυτούς, συχνά περνούσε το συρματόπλεγμα από μια τρύπα που άγνωστο πώς είχε κάνει ο ίδιος κι έψαχνε για καλύτερη τροφή στους χώρους γύρω από το φυλάκιο...

Τον έβλεπαν συχνά οι στρατιώτες που έκαναν σκοπιά ψηλά να περιφέρεται και να τρέφεται αμέριμνος και άρχισαν να αναπτύσουν φαντασιώσεις για ψητό χοιρινό στα κάρβουνα, μυρωδάτα χωριάτικα λουκάνικα και σούπα από χοιροκεφαλή, για όσους ξέρουν... σκοπεύανε μάλιστα μια των ημερών να τον αρπάξουνε, να τον μπάσουνε στο φυλάκιο, να τον σφάξουν και να το γλεντήσουν με την βοήθεια του μάγειρα, που ήταν πρόθυμα μέσα στον σχεδιασμό αυτόν αφού τον ενημέρωσαν...

Περίμεναν την κατάλληλη μέρα, ώσπου από την αναμονή τους έβγαλε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του ζώου, που ήρθε μιά μέρα ως το φυλάκιο λέγοντας στον επικεφαλής:
- Πάλι μου έφυγε το ζωντανό, βοηθάτε με να το πιάσω και να το σφάξω μιας κι είναι η ώρα του, θα σας δώσω ένα καλό μερίδιο από το κρέας του, μα βλέπω να φτάνει για όλους μας, τετράπαχος έγινε πια...

Σχημάτισαν ένα απόσπασμα οι ελεύθεροι υπηρεσίας τότε, ο Μανούσος φύλαγε σκοπιά. Κυνήγησαν τον χοίρο στα ανοιχτά χωράφια μα εκείνος, αντιλαμβανόμενος το τέλος και τον προορισμό του, έτρεχε ολύγυρα κάνοντας ότι μπορούσε να παρατείνει την ζωή του..

Το κυνηγητό συνεχίστηκε για κάμποση ώρα, εξαντλήθηκαν οι στρατιώτες με την επιμονή του βαρύ χοίρου και την ικανότητα του να ελίσσεται και να ξεφεύγει από τα χέρια τους, την ώρα που τον στρίμωχναν κι ήταν έτοιμοι να τον πιάσουν...

- Αφήστε τον μωρέ σε μένα, ακούστηκε ο Μανούσος που μόλις είχε τελειώσει τη σκοπιά, παρέδωσε το όπλο του κι ήρθε να συνδράμει τους άλλους σε κάτι που, ήξερε να κάνει καλά τόσα χρόνια στο χωριό του.

Γύρισαν και τον είδαν να μπαίνει στην κουζίνα του φυλακίου, όταν βγήκε σε λίγα λεπτά κρατούσε ένα καραβανάκι που έψαχνε επιμελώς όλο αυτόν το χρονικό διάστημα, φροντίζοντας οι διαστάσεις του να ταιριάζουν με το ρύγχος του χοίρου.
Πλησίασε άφοβα το ζώο που είχανε στριμώξει για τελευταία τώρα φορά σ' ένα τοίχο, πέφτει πάνω του με όλο του το βάρος, το αγκαλιάζει γερά από τον λαιμό με τη μιά χέρα και με την άλλη του χώνει απότομα όλο το μουστρί στο καραβανάκι, πιέζοντας δυνατά να του φράξει το στόμα και την μύτη να πλαντάξει...Ασφυκτιά σε λίγο ο χοίρος, πέφτει αδύναμος κάτω, σηκώνεται αστραπιαία όρθιος ο Μανούσος και τον αποτελειώνει με δυό - τρείς δυνατές κλωτσιές στο κεφάλι...

Ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα, βοήθησαν τον ιδιοκτήτη να γδάρει και να τεμαχίσει τον χοίρο, έβγαλε 80 κιλά κρέας καθαρό και τους άφησε το μισό ακριβώς. Τις επόμενες βδομάδες είχαν αρκετά εφόδια για φάγωμα, ο μάγειρας έδειξε την τέχνη του μαγειρεύοντας το εκλεκτό από την ελεύθερη βοσκή στο νησί κρέας, με όλους τους τρόπους που γνώριζε...

Και με κάμποσο κρασί που προμηθεύτηκαν από την Κω ανταλλάσοντας ένα καλό κομμάτι χοιρινό, πέρασαν τα πρώτα Χριστούγεννα της θητείας τους απομονωμένοι μεν στο νατιοανατολικό Αιγαίο, μα τουλάχιστον χορτάτοι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: