Αυτή τη νύχτα που με πνίγει η ξενιτειά
κι η μοναξιά στο θάνατο με φθάνει,
νάταν θε μου να βρισκόμουν ξαφνικά,
μόνο για απόψε στο Χανιώτικο λιμάνι.
Ο Γέρο Φάρος να φωτίζει το Γιαλό
και ένα Ποστάλι νά χει φτάσει απ' το Περαία,
την Μπούντρα να πέρναν τ' αλάνια στο ψιλό.
κι ο Αλή -Γκοκός ο Σαλπιγκτής κάποια μοιραία.
Σαν κομπολόι τα φωτάκια απ' το Γριγρί
που με τις μνήμες στο Λιμάνι θα γυρνάνε
και νάρθει η αγάπη μου, όπως τότε να με βρει
και γύρω μου όλοι αγαπημένοι φίλοι νάναι.
Κωστή, ένα ούζο με χταπόδι και Σαλμί
κι ύστερα φέρε, απ' το βαρέλι το Μοσχάτο,
με το κρασί μπας και πνιγόταν μια Στιγμή,
τόσα φαρμάκια ξενιτειάς να πάνε κάτω,
κι ακόμα φέρε μας Γαλέο με σκορδαλιά
και βρουβοβλάστακα απ' το χέρσο το χωράφι
και τσακιστές απ' τη τσουνάτη την ελιά
κι αν περίσσεψε απ' του Γάμου το πιλάφι.
Να σύρω βόλτα ν' ανταμώσω, στο Στρατί
τον Κονταλέκο και το Ντίνο το Μπαρμπέρη,
στην Αγορά το τροχονόμο το Τωτή
και σε μια βάρκα το Σαλή το Μαουνιέρη.
Τη Βικτωρίτσα να πειράζω στα στενά
και το Μανώλη και το Λούση το χαμάλη.
Μες στα σοκάκια να χαθώ του Τοπανά
στα Μπιτσαχτίδικα και στο Κρυοβρυσάλι,
να πιω στη χούφτα, το νερό του έτσι απλά
και χαρουμπία να πιω, με χιόνι απ' τις Μαδάρες.
Φιλί στο Κάτολα να πάρω απ' την Αμπλά
κι από το Μάραθα βλαστήμιες και κατάρες.
Μες στη Τριμάρτυρη θα μπω μ' ένα κερί,
θ' ανάψω χρόνια τώρα τόκανα το τάμα,
ναρχόταν πίσω ξάφνου οι όμορφοι καιροί,
(αυτό ποτέ δεν θα γενεί το θάμα).
Κι ύστερα νάρθω στ' Ακρωτήρι τη βραδιά,
π' αθίζει ο σκίνος κι η μυρτιά και το θυμάρι
στου Μαστορίδη τη βεράντα τσικουδιά,
με λίγα αμύγδαλα και μέλι και φεγγάρι
και μεθυσμένος όπως θάμαι από χαρά,
θα ξεφαντώσω ώσπου ο Ήλιος ν' ανατείλει.
Να εκδικηθώ κι εγώ τη φτώχεια μια φορά.
Θέ μου ας γινόταν όλα απόψε ξαφνικά,
σώνει ο καημός, κι η μέρα η άλλη πριν να φτάσει,
σύρετο εκεί στα κυπαρίσσια τ' Αη Λουκά
το κουρασμένο μου κορμί να ξαποστάσει.
Το ποίημα αυτό το έχει γράψει ο Χανιώτης δάσκαλος Ιωάννης Γυπάκης και το έχει μελοποιήσει ο Νόλης Παπαδάκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου