Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΤΥΧΗΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙ...


Άμα θέλει η πουτάνα η τύχη να σε βρεί, το κάνει ακόμη και την ώρα που κοιμάσαι, ή με άλλα λόγια την ώρα που δεν το περιμένεις ποτέ...Αυτή είναι η ιστορία του Στέλιου, που όταν είχε απελπιστεί γύρισαν τα κάτω πάνω...

Από χωριό του Ηρακλείου καταγότανε, χτισμένο σε τέτοιο τόπο που οι κάτοικοι είχανε μόνο δυο επαγγελματικές - οικονομικές διεξόδους: Ή μένανε και κάνανε τους βοσκούς για όλη τους τη ζωή με πενιχρά αποτελέσματα λόγω ορεινού κι άγονου τόπου, ή φεύγανε και προσπαθούσανε να κάνουνε αλλού την τύχη τους όπως μπορούσανε...

Έτσι και ο Στέλιος που κατάφερε να τελειώσει το λύκειο της περιοχής με αρκετά καλό βαθμό, ώστε να εισαχθεί σε ανωτάτη σχολή καταδώ μεριά. Ερχότανε 5 χρόνια για να σπουδάσει, με ελπίδα να ξετελέψει οτιδήποτε θα του επέτρεπε να μην ξαναγυρίσει στην ζωή που έκανε τα εφηβικά του χρόνια και συνέχιζαν να κάνουν αυτοί που μείνανε πίσω...

Έκανε έξοδα ο γέρος του να του νοικιάζει σπίτι εδώ όλα αυτά τα χρόνια, να έχει να περνά καθημερινά και να έχει τα εισιτήρια να μπορεί νάρχεται τακτικά στο χωριό του, να βλέπει τι γίνονται, να τους βοηθά όποτε χρειαζόταν και να ανεφοδιάζεται πριν επιστρέψει πάλι στα μαθήματα και τα εργαστήρια της σχολής...

Τελικά πήρε πτυχίο, εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις αμέσως μετά κι αυτό ήταν όλο κι όλο η περιπέτεια πέρα από το χωριό του. Ξαναγύρισε με το απολυτήριο του στρατού, τόβαλε πλάι - πλάι με το άλλο χαρτ΄ιτης σχολής και τα κοίταζε, αφού δεν του χρησιμεύανε στην αγορά εργασίας, που όπου κι αν πήγαινε τον διώχνανε, σαν χωριάτης που ήταν σε εμφάνιση και συμπεριφορά.

Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα, όσα χαρτιά κι αν προσθέσει κανείς στην συλλογή του, να γίνει ελκυστικός σε κάποιο αφεντικό, να φορτωθεί τη ζωή του. Άδικα πήγαινε συχνά στη μεγάλη πόλη την κοντύτερη στο χωριό του, όταν έβλεπε καμμιά αγγελία ή άκουγε για προκύρηξη διαγωνισμού...Πάντα γυρνούσε πίσω με τα χαρτιά του στα αζήτητα...

Θέλοντας και μη έκανε τον βοσκό πάλι, όπως και πρώτα σαν παιδί. Τι να βοσκήσει όμως σε τόπο που σπανίζει το χορτάρι και δε νετσουλώνουνε τα οζά, να έχουνε γάλα ή κρέας ικανό να πουληθούνε...Και οι ίδιοι οι χωριανοί για να φάνε κρέας, έπρεπε να πάνε σε άλλο χωριό παραπέρα και χαμηλότερα, πιο ευνοημένο από τη φύση με κάμπο και σπαρτά, όπου βόσκανε περισσότερα οζά και τετράπαχα, ν' αρπάξουνε μερικά για λογαριασμό τους...

Έτσι έκανε κι εκείνο το βράδυ ο Στέλιος με μερικούς ακόμη νέους του χωριού του, που ξεκινήσανε για την τακτική τους ζωοκλοπή με στόχο μια στάνη που είχανε εντοπίσει προ ημερών σε πεδινό τόπο...

Δεν τα καταφέρανε στον σκοπό τους, τους εντοπίσανε εγκαίρως οι νοικοκυραίοι και φύγανε άπραχτοι, μα για τον Στέλιο τότε ήταν η στιγμή που η τύχη του αποφάσισε να τον φλεβαρίσει ευνοικά. Με την μορφή της κόρης του ιδιοκτήτη, που τον είχε δει από το παράθυρο της κάμαρας της όταν μπήκανε στη στάνη να κλέψουνε τα ζώα που ήταν η περιουσία και η προίκα της...

Αυτή ήταν που απέτρεψε τον αρκετά εύπορο στην περιοχή πατέρα της να μην δώσει τους νέους στους μπάτσους, αυτή ήταν που μετά από λίγο συνάντησε τον Στέλιο σε πανηγύρι και γνωριστήκανε λέγοντας του την ιστορία, αυτή που σαν ανύπαντρη που ήταν τότε θέλησε να γίνει αυτός ο άντρας της ζωής της...

Δεν ήταν ούτε λίγη ούτε άσχημη για τα μέτρα του Στέλιου, που μέσα στα 2 επόμενα χρόνια απόκτησε όσα δεν φανταζότανε μέχρι τότε κι έφτιαξε τη ζωή του με πλούτο κι ευτυχία...

Δεν ήταν μόνο η σύντροφος που αναπάντεχα απόκτησε για το υπόλοιπο της ζωής του (εκεί τα διαζύγια απλώς δεν επιτρέπονται από κανόνες άγραφους, έτσι απλά), δεν ήταν το μεγάλο και καλοθρεμμένο κοπάδι που έγινε δικό του, πήρε και κάτι ακόμη σαν bonus: ένα μικρό τότε κρεοπωλείο, ιδιοκτησίας του πεθερού του που πέρασε σ' αυτόν...

Αν και μέχρι τότε ήταν ένα μαγαζάκι για τις ανάγκες κείνου του χωριού και των γύρω σε φρέσκο κρέας, στάθηκε εύκολο για τον σπουδαγμένο Στέλιο να το επεκτείνει, να το εκσυγχρονίσει, να πάρει τις απαραίτητες πιστοποιήσεις ποιότητας κι υγιεινής και να κάνει σοβαρό εμπόριο με σούπερ μάρκετ σε πολλά μέρη...

Λεφτά απόκτησε αρκετά κι επένδυσε κιόλας, σε τομείς που ήξερε βέβαια:
Έφτιαξε και μια ορεινή χασαποταβέρνα όπως ήθελε πάντα την εποχή της φτώχειας τους και διαθέτοντας ζώα δικής του εκτροφής και σφαγής, μπορεί να προσφέρει καλοψημένες μερίδες εκλεκτού κρέατος χωρίς να τσιγκουνεύεται ποιότητα και ποσότητα στα πιάτα...

Στα πιάτα των πολλών επισκεπτών της ορεινής περιοχής που μετά τη βόλτα καταλήγουν πεινασμένοι στην ταβέρνα του και φεύγουν βοσκημένοι πλήρως, έχοντας να λένε για γαλαντομία και περιποίηση.
Έγινε γνωστή η ταβέρνα του στους πάντες, που κάνουν εκεί γάμους, βαφτίσια κι άλλες εκδηλώσεις, με το αζημίωτο για τον Στέλιο. Κι ας κάνει τώρα τρεις δουλειές ταυτόχρονα, που τον απασχολούν μέρα και νύχτα, δε νοιάζεται...

Είναι στα μέρη που γεννήθηκε και μεγάλωσε, μ' αυτήν που τον αγάπησε και τα παιδιά που απόκτησαν στο μεταξύ, κάνει τις δουλειές που ήξερε και πάντα ήθελε να κάνει, προσφέρει εργασία και σε άλλους...

Ο πρώην άνεργος φτωχός βοσκός που για να φάει κρέας έπρεπε να κλέψει ζώα αλλουνού, τώρα καλεί τους πρώην συντρόφους του και συγχωριανούς του να τους κεράσει, προσέχοντας όμως παλιές του συνήθειες λέγοντας τους:

- Νάρχεστε να τρώτε επαέ ότι θέτε, μα μην ξανοίγετε τα κοπάδια μου, σε μένα που ξέρω!

Δεν ξέρω ακόμη αν τους δίνει και συμβουλές τύχης, όπως ένα παιχνίδι και συγκυρία (καλής) τύχης ήταν το ξεκίνημα της νέας, εύπορης κι ενδιαφέρουσας τώρα ζωής του. Με την παρένθεση των άσκοπων σπουδών, που αν τον ευνοούσε εκεί η τύχη, τώρα θα ήταν φουκαράς υπάλληλος ή έστω μικρο-επιχειρηματίας να στελιώνει πρίζες, κινητήρες κι ασανσέρ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: