Δουλειά γύρευε ο μαύρος φτωχοδιάβολος, μα εκτός το τομάρι του και τα
άδεια χέρια του δεν είχε τίποτα άλλο που να δικαιολογεί τι δουλειά θα
μπορούσε να κάνει...
Εκτός από μια πρόχειρη αγγαρεία άρπα κόλα βέβαια, όπως η μεταφορά ελαφρών αντικειμένων ή σκουπιδιών, ή το ξεπάτωμα χόρτων με τα χέρια, αφού δεν διέθετε εργαλεία για οτιδήποτε άλλο...
Χωρίς το παραμικρό εφόδιο περίμενε ο μαύρος να βρει δουλειά λέει, να ξεπεινάσει κι αυτός εδώ στον τόπο μας, που κουβαλήθηκε ακάλεστος...
Αγνοώντας την χρήση και των πιο απλών εργαλείων ή περιμένοντας από κάποιο ευκαιριακό αφεντικό να του προμηθεύσει ότι χρειαζόταν και να μάθει τότε ότι προλάβαινε μέχρι να τον καταλάβει και να τον διώξει.
Αν τα είχε και κείνος βέβαια, που μπορεί να μην ήταν εργολάβος μα μια γυναίκα με μια αλτάνα με λίγες τριανταφυλλιές, ένας γέρος με δυο μικρά κτηματάκια που δεν μπορούσε να φροντίζει ο ίδιος, ένας άσχετος δάσκαλος που κληρονόμησε ένα μεγάλο χωράφι με ελιές στο χωριό του, ένας νοικοκύρης που ήθελε κάποια μερεμέτια στο σπίτι ή το μαγαζί του, ένας πλούσιος που έλειπε συνεχώς στην Αθήνα και ήθελε να καλλιεργεί κάποιος το κηπαλάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού του μην ξεραθεί, ή ένας επιστήμονας δημόσιος υπάλληλος που είχε μια αυλή με κρεβατίνα για σκιά και δεν μπορούσε να την κλαδέψει και να τη περιποιηθεί αφού δεν έπιαναν τα χέρια του και δεν ήταν άξιος για το παραμικρό που θέλει μόχθο και κάποια ικανότητα.
'Οπως ο Ζαχάρης που για να τον πάρουν να κάνει ένα κοπιαστικό μεροκάματο έπρεπε να είχε όλα τα απαραίτητα εργαλεία και τα είχε παρμένα ένα ένα, για να μπορεί να χρησιμεύσει στο αφεντικό που θα τον ζητούσε...
Έτσι έβαζε την δική του τσάπα στο νερό 2 μέρες πριν τον πάρει ο κτηματίας στο αμπέλι ή το χωράφι του να το σκάψει ολημερίς, τον άφηνε το πρωί εκεί και πήγαινε αργά το βράδυ να τον πάρει, βέβαιος πως είχε τελειώσει τη δουλειά που του είχε αναθέσει. Όπως κι έκανε καλά, φροντίζοντας επίσης για το φαγητό του και το άφθονο νερό που χρειαζόταν με τα δικά του τάπερ και παγούρι που έφερνε μαζί του, τα τσιγάρα που θα κάπνιζε στα σύντομα διαλείμματα του και την απαραίτητη αλλαξιά ρούχα που θα έβαζε μετά όταν τα πρώτα θα είχαν μουσκέψει από τον υπερβολικό σε ποσότητα τίμιο ιδρώτα για το μεροκάματο.
Όταν τον καλούσαν στις ελιές είχε έτοιμο το δικό του ραβδί που τον βόλευε να δουλεύει πάνω στα δέντρα, είχε καλάθι και τσουβάλι προνοητικά για να ξεδιαλέξει μερικές για παστές ή του ξυδιού για το σπίτι, είχε κοφίνι έτοιμο στην αποθήκη και βάζα να τις βάλει να γίνουν...
Όταν έκανε κανένα μπασοδούλι (κι έκανε πολλά και διάφορα στην ζωή του), είχε το σκεπάρνι με τις μπρόκες και την τανάλια του, το σφυρί και τη σμίλη του, τον μαλά και τη σκάφη του, τσιμέντο, χαλίκια και και ασβέστη σε μικρές ποσότητες που μάζευε από οικοδομές κρυφά, τον κασμά και το φτυάρι του, σύρματα και σκοινιά πολλών ειδών, την πένσα και τον κόφτη του, τον κάβουρα μαζί με λαστιχάκια και λινάρι για τις βρύσες, τον σάρακα, το τσεκούρι του, το μέτρο, το αρίδι, το νήμα της στάθμης, τη σκαλίδα του, τα κλαδευτήρια του, τις λίμες του, τα πινέλα για βάψιμο, έναν μαγνήτη όταν ξεδιάλεγε παλιοσίδερα από μπρούτζους που τα πουλούσε με το κιλό σε διαφορετικά μέρη, το χοντρό γυαλόχαρτο που έτριβε τοίχους ή το λεπτό που καθάριζε στελιάρια από παλιές σκούπες και τα πουλούσε ξανά...
Την ξύλινη σκάλα που μόνος έφτιαξε και που κουβαλούσε στον ώμο του αν χρειαζόταν σε ψηλά σημεία, τον γκαζοτενεκέ και τον μεταλλικό μαστραπά όταν άδειαζε οικιακούς βόθρους, οργιές και σουβλιά και το εικό σίδερο και σφυρί των τσαγκάρηδων όταν επιδιόρθωνε μόνος τα υποδήματα της οικογένειας, ως και ψαλίδι του κουρέα και τα απαραίτητα για κούρεμα - ξύρισμα δικό του και των παιδιών ή γνωστών που του εμπιστεύονταν το κεφάλι τους, σε εποχή που δεν είχανε κυκλοφορήσει τα bic.
Από ηλεκτρολογικά και μηχανές δεν σκάμπαζε, γιαυτό δεν διέθετε συλλογή από κατσαβίδια και κλειδιά. Ούτε ηλεκτρικά εργαλεία υπήρχανε τότε διαθέσιμα στους πολλούς εργάτες.
Και πάντα το κοφτερό μαχαίρι του στην τσέπη, έτοιμο να βοηθήσει σε πολλές περιστάσεις....
Έτσι δουλεύανε τότε και ήταν έτοιμοι κι εφοδιασμένοι όσοι έψαχναν μεροκάματο κάποτε, τα καλά χρόνια που δεν υπήρχε ανεργία...
Εκτός από μια πρόχειρη αγγαρεία άρπα κόλα βέβαια, όπως η μεταφορά ελαφρών αντικειμένων ή σκουπιδιών, ή το ξεπάτωμα χόρτων με τα χέρια, αφού δεν διέθετε εργαλεία για οτιδήποτε άλλο...
Χωρίς το παραμικρό εφόδιο περίμενε ο μαύρος να βρει δουλειά λέει, να ξεπεινάσει κι αυτός εδώ στον τόπο μας, που κουβαλήθηκε ακάλεστος...
Αγνοώντας την χρήση και των πιο απλών εργαλείων ή περιμένοντας από κάποιο ευκαιριακό αφεντικό να του προμηθεύσει ότι χρειαζόταν και να μάθει τότε ότι προλάβαινε μέχρι να τον καταλάβει και να τον διώξει.
Αν τα είχε και κείνος βέβαια, που μπορεί να μην ήταν εργολάβος μα μια γυναίκα με μια αλτάνα με λίγες τριανταφυλλιές, ένας γέρος με δυο μικρά κτηματάκια που δεν μπορούσε να φροντίζει ο ίδιος, ένας άσχετος δάσκαλος που κληρονόμησε ένα μεγάλο χωράφι με ελιές στο χωριό του, ένας νοικοκύρης που ήθελε κάποια μερεμέτια στο σπίτι ή το μαγαζί του, ένας πλούσιος που έλειπε συνεχώς στην Αθήνα και ήθελε να καλλιεργεί κάποιος το κηπαλάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού του μην ξεραθεί, ή ένας επιστήμονας δημόσιος υπάλληλος που είχε μια αυλή με κρεβατίνα για σκιά και δεν μπορούσε να την κλαδέψει και να τη περιποιηθεί αφού δεν έπιαναν τα χέρια του και δεν ήταν άξιος για το παραμικρό που θέλει μόχθο και κάποια ικανότητα.
'Οπως ο Ζαχάρης που για να τον πάρουν να κάνει ένα κοπιαστικό μεροκάματο έπρεπε να είχε όλα τα απαραίτητα εργαλεία και τα είχε παρμένα ένα ένα, για να μπορεί να χρησιμεύσει στο αφεντικό που θα τον ζητούσε...
Έτσι έβαζε την δική του τσάπα στο νερό 2 μέρες πριν τον πάρει ο κτηματίας στο αμπέλι ή το χωράφι του να το σκάψει ολημερίς, τον άφηνε το πρωί εκεί και πήγαινε αργά το βράδυ να τον πάρει, βέβαιος πως είχε τελειώσει τη δουλειά που του είχε αναθέσει. Όπως κι έκανε καλά, φροντίζοντας επίσης για το φαγητό του και το άφθονο νερό που χρειαζόταν με τα δικά του τάπερ και παγούρι που έφερνε μαζί του, τα τσιγάρα που θα κάπνιζε στα σύντομα διαλείμματα του και την απαραίτητη αλλαξιά ρούχα που θα έβαζε μετά όταν τα πρώτα θα είχαν μουσκέψει από τον υπερβολικό σε ποσότητα τίμιο ιδρώτα για το μεροκάματο.
Όταν τον καλούσαν στις ελιές είχε έτοιμο το δικό του ραβδί που τον βόλευε να δουλεύει πάνω στα δέντρα, είχε καλάθι και τσουβάλι προνοητικά για να ξεδιαλέξει μερικές για παστές ή του ξυδιού για το σπίτι, είχε κοφίνι έτοιμο στην αποθήκη και βάζα να τις βάλει να γίνουν...
Όταν έκανε κανένα μπασοδούλι (κι έκανε πολλά και διάφορα στην ζωή του), είχε το σκεπάρνι με τις μπρόκες και την τανάλια του, το σφυρί και τη σμίλη του, τον μαλά και τη σκάφη του, τσιμέντο, χαλίκια και και ασβέστη σε μικρές ποσότητες που μάζευε από οικοδομές κρυφά, τον κασμά και το φτυάρι του, σύρματα και σκοινιά πολλών ειδών, την πένσα και τον κόφτη του, τον κάβουρα μαζί με λαστιχάκια και λινάρι για τις βρύσες, τον σάρακα, το τσεκούρι του, το μέτρο, το αρίδι, το νήμα της στάθμης, τη σκαλίδα του, τα κλαδευτήρια του, τις λίμες του, τα πινέλα για βάψιμο, έναν μαγνήτη όταν ξεδιάλεγε παλιοσίδερα από μπρούτζους που τα πουλούσε με το κιλό σε διαφορετικά μέρη, το χοντρό γυαλόχαρτο που έτριβε τοίχους ή το λεπτό που καθάριζε στελιάρια από παλιές σκούπες και τα πουλούσε ξανά...
Την ξύλινη σκάλα που μόνος έφτιαξε και που κουβαλούσε στον ώμο του αν χρειαζόταν σε ψηλά σημεία, τον γκαζοτενεκέ και τον μεταλλικό μαστραπά όταν άδειαζε οικιακούς βόθρους, οργιές και σουβλιά και το εικό σίδερο και σφυρί των τσαγκάρηδων όταν επιδιόρθωνε μόνος τα υποδήματα της οικογένειας, ως και ψαλίδι του κουρέα και τα απαραίτητα για κούρεμα - ξύρισμα δικό του και των παιδιών ή γνωστών που του εμπιστεύονταν το κεφάλι τους, σε εποχή που δεν είχανε κυκλοφορήσει τα bic.
Από ηλεκτρολογικά και μηχανές δεν σκάμπαζε, γιαυτό δεν διέθετε συλλογή από κατσαβίδια και κλειδιά. Ούτε ηλεκτρικά εργαλεία υπήρχανε τότε διαθέσιμα στους πολλούς εργάτες.
Και πάντα το κοφτερό μαχαίρι του στην τσέπη, έτοιμο να βοηθήσει σε πολλές περιστάσεις....
Έτσι δουλεύανε τότε και ήταν έτοιμοι κι εφοδιασμένοι όσοι έψαχναν μεροκάματο κάποτε, τα καλά χρόνια που δεν υπήρχε ανεργία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου