ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΣΤΟ ΔΝΤ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΑΡΑ-ΕΛΛΗΝΑ...
Ένα κείμενο που βρήκα και το αναδημοσιεύω, επειδή διαβάζοντας το πέρασε από μπροστά μου όλη η 20ετία 1980 - 2000 και κάτι...
Μια γλαφυρή ακτινογραφία του κομματικού λαμόγιου. Του παρά(σιτου)- Έλληνα.
Ένα οδοιπορικό στην σύγχρονη Ελλάδα! Αγνώστου Συγγραφέως:
Στα μέσα του 1970, μετά την επαναδημοκράτιση είδα τον Φώντα να σουλατσάρει από καφενείο σε καφενείο με δυο τρεις εφημερίδες στη μασχάλη. Όλες στο πρωτοσέλιδο είχαν τη φωτογραφία του ««εθνάρχη» με τα ατάσθαλα φρύδια. Κοτλέ καμπάνα παντελόνι, πουκαμισάκι ξεκούμπωτο με την τρίχα βιτρίνα και τον παχύ σταυρό από τα βαφτίσια του.
Έλεγε ιστορίες στους θαμώνες για την εξορία που τον έστειλε η χούντα. «Αυτοεξορισμένος» κι αυτός στη Σουηδία. Δεν ήταν κι άσχημα τελικά. Έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία για τα κορόιδα τους σουηδούς που του αγοράσανε αμάξι επειδή είχε κάνε δήλωση πως το δικό του κάηκε. Κρατική ασφάλεια, κοινωνικό κράτος εκεί. Ένα πλαστό χαρτί απώλειας και να ο δικός σου με το καινούριο volvo.
Mε το volvo ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και με την ιδιότητα του αντιστασιακού, αυτοεξόριστου, κατατρεγμένου αντιφρονούντα, κι αμέσως έπιασε δουλειά. Ένας κολλητός του δούλευε στη νομαρχία. τμήμα πολεοδομίας. Κάτι μαγειρέψανε με ένα οικόπεδο, κάτι άδειες πλαστογραφήσανε και με μια αντιπαροχή βρέθηκε με δυο τρία διαμερίσματα στην κατοχή του. Νοίκιασε τα τρία σε φοιτητές της σχολής που άνοιξε στην πόλη και κάαααθονταν. Τώρα είχε χρόνο να σώσει τους συμπολίτες του από την κατάρα της αντιπαροχής που τσιμέντωσε τα πάντα. Στις αρχές του 1980 το σχέδιο των κυβερνόντων πήγαινε καλά. Μαζέψανε όλο τον πληθυσμό στις πόλεις, τον ένα πάνω στον άλλο. Φθηνά εργατικά χέρια.
Το Φώντα τον συνάντησα τότε πάλι στην Αθήνα. Δεν κρατούσε πια «δεξιές» εφημερίδες αλλά κάτι αφίσες με τον πράσινο ήλιο. Μόλις είχε κερδίσει τις εκλογές ο μεσιέ με το ζιβάγκο και η χώρα έμπαινε στη νέα εποχή. Ο Φώντας ήταν πια πρόεδρος πολιτιστικού συλλόγου στα Πατήσια, αλλά και παράγοντας σε ποδοσφαιρική ομάδα. Έδωσε το volvo και πήρε μια 318, Μπεμβέ με καθίσματα από δερματίνη, χαμηλωμένη.
Τα λεφτά έρχονταν μόνα τους από τότε που οργανώθηκε στο κόμμα. Τον χώσανε οι κολλητοί σε κάτι επιτροπές, και ρούφαγε το μερίδιό του από τα πακέτα που έρχονταν από την Ευρώπη. Ο «μεγάλος», ο Ανδρέας, δεν γούσταρε την Ευρώπη, αλλά μια χαρά τα πήγε μαζί τους τελικά. Το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο» ήταν καλή ατάκα για τα αντανακλαστικά του λαού, αλλά μέχρι εκεί. Ο Ανδρέας ήταν όσο Ευρωπαίος ήταν κι ο Κωνσταντίνος. Όσο ο λαός στην Ελλάδα είχε χούντα, αυτοί και οι κουστωδία τους ήταν «εξορία». Όχι, όχι Μακρόνησο. Πιο δύσκολη, στην ξενιτειά. Παρίσια, Στοκχόλμες, Τορόντα, Μανχάταν. Όπου υπήρχαν αμερικάνικες και αγγλικές πρεσβείες, ακριβώς δίπλα κάνανε τα σπίτια τους.
Ο Ανδρέας λοιπόν έφερε λεφτά από την Ευρώπη με το σύνθημα «αλλαγή». Πακέτα Ντελόρ. Λεφτά, πολλά λεφτά. Από αυτά τα λεφτά ο Φώντας ζούσε καλά. Συνδικαλίζονταν στα πράσινα στέκια μαζεύοντας ψήφους για το κόμμα. Με το πακέτο μάλμπορο να εξέχει απ την κωλοτσέπη, τα κλειδιά της μπέμπας σε ρόλο κομπολογιού, το μαλλί μπούκλα μπριγιαντομένο, έτρεχε από σύναξη σε σύναξη πρασινίζοντας τον τόπο. Τα βράδια συνήθως άφηνε στο σπίτι την κυρά, και πήγαινε να «σηκώσει» το κοινωνικό του προφίλ με κολλητούς από κάτι υπουργεία.
Παραλιακή, σκυλάδικο, πρώτο τραπέζι, άσπρη κάλτσα, καφέ λουστρίνι εισαγωγής. ΛεΠά, Χριστοδουλόπουλος, ουίσκι και σαμπάνια μαζί, πιάτα και γαρίφαλα, γκόμενες να κωλοτρίβονται στις γραβάτες, τσιφτετέλια στην πίστα με το χέρι στον αέρα να μοστράρει το μακρύ νύχι του μικρού δακτύλου με το δαχτυλίδι. Παχύς χρυσός με πράσινη πέτρα πάνω. Ξημερώματα για πατσά στη Συγγρού, δίπλα στις πουτάνες.
Αρχές δεκαετίας του 1990.
Ο γιος του Φώντα μεγάλωσε και ήταν πια στο Λύκειο. Από το Γυμνάσιο όμως ήταν «ενεργός» πολίτης. Πρόεδρος του 15μελούς που «κατέβαινε» στις σχολικές εκλογές με το κόμμα. Το κόμμα ήταν παντού. Όχι στα νηπιαγωγεία ακόμα, αλλά από το γυμνάσιο μπορούσες να διαλέξεις το κοπάδι σου. Ο γιος ήταν άξιο τέκνο του Φώντα. Είχε μάθει τα κόλπα πως να βγάζει λεφτά από τις μίζες στις εκδρομές στήνοντας την κατάσταση ανάμεσα στους λεωφορειατζήδες και τους καθηγητές. Όλοι κάτι βάζανε στην τσεπούλα κι όλοι μια χαρά.
Ο γιος είχε εξαντλήσει το όριο των απουσιών αλλά κανένα πρόβλημα, όλα με λίγο λάδωμα από τον μπαμπά κυλάνε καλύτερα. Ο διευθυντής του σχολείου άλλωστε είχε βλέψεις για προϊστάμενος δευτεροβάθμιας και χρειαζόταν πλάτες στο κόμμα. Ο Φώντας είχε καημό ο γιος του να πάει στο Κολέγιο Αθηνών, αλλά δεν του κάτσε. Ήταν σημαντικό να είσαι συμμαθητής με τον γόνο του εφοπλιστή, του εφημεριδά και του μεγαλέμπορου. Αργότερα οι μπίζνες με ποιους θα γίνονταν άλλωστε. με άγνωστους; Με τους συμμαθητές φυσικά! Αλλά κι έτσι όλα τακτοποιήθηκαν.
Στις αρχές του 1990 ο γιος του Φώντα αφού πήγε δυο χρόνια διακοπές στην Αμερική και γύρισε με πτυχίο μάρκετινγκ. Έμαθε απ΄ έξω όλα τα καφέ του Γιέιλ και τις μαζορέτες των αδελφάτων, αλλά τα αγγλικούλια του ήταν επιπέδου lower, ίδια με αυτά του Καραμανλή του νεωτέρου που κι αυτός στο Αμέρικα έφαγε τα νιάτα του σπουδάζοντας πρωθυπουργός.
Γύρισε στην Ελλάδα λοιπόν πτυχιούχος κι άνοιξε με κάτι μαγειρεμένες επιδοτήσεις διαφημιστική εταιρία, ξήγα του μπαμπά. Το μαγαζί πήγε καλά από την αρχή καθώς έπαιρνε «αβέρτα» δημόσια έργα. Τουριστική προβολή Νομού τάδε 150.000, οργάνωση εκθέσεως Υπ. Τουρισμού 900.000, έντυπα Περιφέρειας 1.200.000 κονκάρδες για το Δήμο 500.000 και πάει λέγοντας.
Πουλούσε και μίντια στα κανάλια που γέμισαν τον τόπο, ελεύθερη τηλεόραση γαρ. Είχε κάνει κολλητούς μερικούς Νομάρχες και Δημάρχους και έπαιρνε τη δουλειά.
Με διαγωνισμό πάντα. Διαφανέστατα. Ήξερε καλά πως αν δεν χώσεις μαύρα, δεν θα πάρεις τη δουλειά. Έτσι, ένας δούλευε, δέκα πληρώνονταν. Ένας έσκαβε (κι αυτός με stage επιδοτήσεις) και δέκα κονομάγανε. Η πιο κερδοφόρα δουλειά στην Ελλάδα έγινε ο αέρας.
Χρυσοπληρωμένοι αεριτζήδες, πετυχημένοι και κονομημένοι.
Έτσι κι ο γιος του Φώντα, άλλαξε το φοιτητικό κόκκινο celica με το μπουρί από πίσω και πήρε μια καγιέν μαύρη. Την τούρμπο με φιμέ τζάμια επίσης. Δεν ήθελε όμως να φαίνεται στην εφορία, γι αυτό και το καγιέν το «έβαλε» στην οφ-σορ του που είχε έδρα την Κύπρο. Εταιρικό το αμάξι, όπως και η γκαρσονιέρα που αγόρασε για γαμηστρώνα στο Κολωνάκι κοντά στου Σημίτη για να τον χαιρετάνε οι μπάτσοι της φρουράς.
Στις γκόμενες που ξεμονάχιαζε εκεί έλεγε πως ήταν σύμβουλος του ΥΠ.ΠΟ, έτσι για φιγούρα. Ψέματα βεβαίως, δεν ήταν σύμβουλος, πελάτη τον είχε. Ο μπάρμπα Φώντας ήταν περήφανος για το βλαστάρι του. Είχε βγει στη σύνταξη από τα πενήντα του «δουλεύοντας» το ΤΕΒΕ με πλαστά παραστατικά εργασίας από τη Σουηδία, αλλά έβγαζε χοντρά φράγκα από τότε που το κόμμα τον έβαλε σύμβουλο στο κρατικό κανάλι. Πολλά λεφτά! Και δεν πατούσε και το πόδι του εκεί. Από τη Μύκονο τηλεφωνικώς οι πολύτιμες συμβουλές του μέσα από την πισίνα ή το τζακούζι που φερε απ΄ τη Σουηδία να του θυμίζει την ξενιτειά.
Έφερε και μια σάουνα αλλά την πήγε στο άλλο εξοχικό στην Αράχοβα. Από τη Μύκονο ερχόταν στην Αθήνα μόνο για τα συμβούλια με Υπουργούς, για να ζεσταθεί το κονέ. Έτσι κι αλλιώς με το σκάφος μια ώρα ήταν η Γλυφάδα από τη Μύκονο και τρως και καμιά αστακομακαρονάδα στο διάμεσο να διαπιστευτεί το στάτους. Και τα σκυλάδικα κοντά, λίγο άλλαξαν από το ηρωικό 80.
Το κόλπο του χρηματιστηρίου τους άφησε πολλλλλλλά κέρδη. Ήταν μέσα στις κομπίνες που φούσκωναν ανύπαρκτες εταιρίες. Πιο γρήγορα κι από φαρίνα Γιώτης. Όταν δόθηκε το σύνθημα, τα φράγκα μεταφέρθηκαν στην Ελβετία με τσουβάλια και είναι εκεί για τα γεράματα. Ο μπάρμπα Φώντας έμαθε πως ο καλύτερος φίλος του στο πατρικό του δίπλα αυτοκτόνησε από την απόγνωση. Έχασε τα πάντα. Ο Σημίτης που είχε ψηφίσει τον είχε διαβεβαιώσει πως το χρηματιστήριο θα τον κάνει πλούσιο και εκσυγχρονισμένο. Ο Φώντας έστειλε στεφάνι μια που δεν μπόρεσε να πάει στην κηδεία, είχε επιτροπή.
Στα μέσα του 2000 μπήκε πατέρας και γιος στο μεγαλύτερο φαγοπότι όλων των εποχών. Αρμέγανε από παντού, ήταν πια κολλητοί με τους πάντες και διαχειρίζονταν μίζες και λάδια. Σι Φορ Άι, Αντίρια, Ολυμπιακά Έργα, κατασκευές. ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Η Ολυμπιακή φλόγα έφερε πολύ χρήμα. Ο Φώντας έχει ακόμα τη δάδα της φλόγας, την μετέφερε κι αυτός για 50 μέτρα. αλλά οι φωτογραφίες βγήκαν «καμένες» επειδή γυάλισε στον ήλιο το ολόχρυσο ρόλεξ και το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα στο μικρό δάχτυλο με το μακρύ νύχι.
Κάπου σ΄ αυτή την εποχή έχασα τα ίχνη του Φώνταυ και του γιου του. Είχα κι εγώ τα δικά μου προβλήματα επιβίωσης. Έμαθα πως αγόρασαν σπίτια στο Σαν Φραντζίσκο και στο Λονδίνο για τις δύσκολες ώρες. Μάλλον είχαν την πληροφορία πως η Ελλάδα θα γίνει επικίνδυνος τόπος για την κάστα τους αι έφυγαν νωρίς. Οι κολλητοί τους όμως είναι ακόμα εδώ, άπληστοι, αδίστακτοι, ψεύτες απέναντι σε εκατομμύρια φτωχών πια Ελλήνων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου