Το να είναι κάποιος βλάκας, δεν είναι κακό. Για την εποχή μας μπορεί να είναι και καλό. Το να ξέρει ότι είναι βλάκας (δύσκολο αυτό), είναι πολύ καλό, γιατί απλούστατα δεν πουλάει εξυπνάδα, αφού ξέρει πως δεν διαθέτει.
Αλλά το να είναι βλάκας και να νομίζει πως δεν είναι, αυτό θεωρείται επικίνδυνο. Για τον ίδιο και για τους άλλους που συμπίπτει ή πρέπει (το χειρότερο) να τον παίρνουν στα σοβαρά. Σαν τον ταμία της ΔΕΗ στον οποίο πήγε ένα το πρωί ένα σχεδόν αιωνόβιο γεροντάκι να πληρώσει το ρεύμα και το έβλεπε "ώσπερ μύγα ή κώνωπα ανωφελή".
- Καλημέρα σας, είπε σιγανά ο παππούς.
Απάντηση δεν πήρε.
- Καλή βδομάδα παιδί μου, ξανάπε φοβισμένος.
Μια αμυδρή κίνηση του πάνω χειλιού του ταμία, μαρτύρησε αγανάκτηση, ή βρισιά. Το σίγουρο είναι ότι με γυάλινα μάτια ανέκφραστα, μοχθηρά και με προπληρωμένη διατεταγμένη τυπικότητα, περίμενε σαν κινητήριος δύναμη βοϊδάμαξας.
- Λέγε, του είπε αυστηρά.
Του έδωσε ο γέρος τον λογαριασμό της ΔΕΗ που κρατούσε, μα ο ταμίας περίμενε κοιτάζοντάς τον σαν αμελητέα ποσότητα.
- Τι είναι; του είπε πιο αυστηρά από πριν...
- Να πληρώσω το φως...
Ο άλλος ανέκφραστος περίμενε.
- Έχει λήξει, παιδάκι μου;
Ρώτησε πάλι ο γέρος κι αφού ξετρύπωσε από το χιλιοδιπλωμένο μαντήλι του 28 ευρώ, τρεμάμενος του τα έδωσε. Ο υπάλληλος στήλη άλατος.
- Το κόψανε;
- Περίμενε, ξανάπε με μίσος ο ταμίας αφού τον κοίταξε βλοσυρά...
Περιμένανε και βλέπανε όλοι όσοι ήταν στην ουρά...
Αναθαρρέψανε σαν τον είδανε να παίρνει το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ, να το κοιτάει απ' όλες τις πλευρές, να το βάζει στη μηχανή που μετράει τα λεφτά για να σιγουρευτεί πως ήταν ένα (λόγω τιμής, το έκανε αυτό) να το μυρίζει, ίσως επειδή ήταν ρέστα από το μοναδικό πενηντάρι που είχε ο παππούς σαν αγόρασε τις μαρίδες του Ευριπίδη του ψαρά, κι αφού πήρε ύφος εισαγγελέα, κοίταξε βλοσυρά το γεροντάκο, και του επέστρεψε το εικοσάρικο, μαζί και τα κέρματα.
- Γιάντα το γαέρνεις; Δε περνάνε;
Καμιά απάντηση.
- Πλαστό είναι; Ο Ευριπίδης μου το 'δωκε!...
- Βρωμάει, αποφάνθηκε ο ταμίας...Θα βρωμίσουν και τα άλλα.
- Και που, θέλω να πληρώσω παιδί μου το φως; Δεν έχω άλλα, εξόν αυτά;
Και έδειξε το μαντήλι του με ένα τάλιρο και κάτι δεκάρες μέσα.
Έλα άλλη μέρα, είπε δυνατά και με βαρεμάδα ο ταμίας, για να τον ακούσει ο γέρος.
Όμως τον άκουσε και στο τέλος της ουράς ο Σήφης ο βουνήσιος που έμπηξε φωνή:
- Πάρε ρε του αθρώπου το κοσάρικο μη σου το βάνω στον...
- Και ποιος είσαι εσύ κύριε, αρπάχτηκε ο ταμίας...
Σηκώνει τα μάτια και βλέπει έναν ψηλό άντρακλα ξοπίσω μαυροπουκαμισά με αστραφτερά στιβάνια που μύριζε αίγες και τυρόγαλο με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και μια χούφτα παράδες στο άλλο.
- Αυτό που σου 'πα, ρε. Παιδεύεις το αθρωπάκι λες και δε κατέχω ίντα λογιώ ετρύπωσες έπαε. Ο σύντεκνός μου σε έβανε. Εμένα ρώτηξε αν είσαι δικός μας κι είπα του ναι. Ξυπηρέτησε τον το λοιπόν τον γέρο άνθρωπο...
Κι ο μη γνωρίζων ότι είναι βλάκας, όπως αναλύσαμε στην αρχή, που έτυχε να είναι και δειλός, ξαναπήρε το ψαροοσμίζον εικοσάρικο του γεροντάκου, το ξαναμέτρησε επιδεικτικά στο μηχάνημα, πήρε και τα κέρματα, τα χτύπησε δυνατά να νοιώσουνε πως είναι σπουδαίος με τη βούλα, και με ταχύτατες, να τον θαμάξουμε όλοι και κυρίως ο σύντεκνος του προστάτη του κινήσεις, έδωσε ξοφλημένο το λογαριασμό στον παππού.
Ο γέρος γύρισε με δυσκολία, στάθηκε να δει τον Σήφη που του ερχόταν ως τη μέση, φάνηκε αστείος το ένα τρίτο από δαύτον, όμως ορθώθηκε και του είπε:
- Δε γίνεσαι λεβέντη μου πρωθυπουργός να μα σε βάνεις τάξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου