Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2009

ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ...


Ήταν αρχές της δεκαετίας του '80, η αρχή του τέλους του Ελληνικού πολιτισμού της υπαίθρου, τότε που ο κάθε πολιτικάντης, εκμεταλλευόμενος την αυξανόμενη αστυφιλία, ψηφοθήριζε στα χωριά έναντι αδιάκριτων διορισμών στις δημόσιες υπηρεσίες.

Ίσως όχι και τόσο τυχαία είχαν υποβαθμισθεί γλώσσα και παιδεία για τα χωριατόπουλα που θα εισέρρεαν στις πόλεις, καθώς οι γονείς τους συνδικαλιζόταν κομματικά για να διορισθούν σε κάποια υπηρεσία.

Και ενώ στα τότε ακόμα ζωντανά χωριά τους τα παιδιά αυτά θα δρούσαν σε έναν κόσμο αληθινό, όπου θα συναναστρεφόταν με όλες τις ηλικίες, μαθαίνοντας πως να παράγουν τροφή, πως να φτιάχνουν ένα σπίτι, κ.λπ. τώρα θα εντασσόταν ολομερής με συνομήλικούς τους σε ένα σύστημα που θα επιμήκυνε την ανωριμότητα και την εξάρτηση.

Αυτό, βέβαια, μακρόχρονα θα ωφελούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις και το δημόσιο: Ο ανώριμος άνθρωπος είναι καταναλωτικός. Ο εξαρτημένος ζει με τον φόβο, κι αυτός είναι ο ιδανικός εργαζόμενος.

Στα πέριξ των πόλεων φύτρωσαν τσιμεντοκούτια, ενώ νεοκλασικά κτήρια κατεδαφίσθηκαν για τις αντιπαροχές. Πολλά τότε τα Ελληνικά εργατικά χέρια.
Πολλά και τα λεφτά από τις επιδοτήσεις. Αυτά όμως μετουσιώθηκαν σε τσιμεντένια παραπήγματα, όπου ο νεόφερτος στην πόλη χωρικός, με όλα τα συμπλέγματα που του επέφερε η προσπάθειά του να μοιάσει με τους υπόλοιπους, θα γινότανε "αστοχωριάτης".

Ανυπόφορη η ατμόσφαιρα στις δημόσιες υπηρεσίες. Άνθρωποι συνηθισμένοι να δρουν υπαίθρια, τώρα ασφυκτιούσαν σε στενάχωρα γραφεία όπου με τεντωμένα νεύρα κολλούσαν ένσημα. Για τον «αστοχωριάτη» όμως, τα σκυλάδικα είχαν τον πρώτο λόγο. Εκεί θα εύρισκε την καλλιτεχνική εκδήλωση του νεοπλουτισμού του με σπονδές από σαμπάνια και γαρύφαλλα. Κι αν η ύπαιθρος κάποτε έδενε τα χέρια των χορευτών σε κύκλους, η τσιμεντούπολη τα έλυσε δια της επιδεικτικής ζεϊμπεκιάς ή του ξενόφερτου πιθηκισμού. Και πως αλλιώς, σε κοινωνίες όπου οι φιλίες είχαν γίνει χρησιμοθηρικές και όπου οι "πετυχημένοι" θα εισέπρατταν τον φθόνο αυτών που οι πόλεις είχαν απορρίψει ή χειρότερα, τσακίσει;

Ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει ότι χωρίς πλήρη συμμετοχή στον κοινωνικό βίο δεν υπήρχε ελπίδα για κάποιον να αναπτυχθεί ως υγιής άνθρωπος. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο υπήρχαν μόνον όσο στην ύπαιθρο υπήρχαν ζωντανά χωριά και στις πόλεις γειτονιές που τώρα πια είχαν πνιγεί από πολυόροφα αυθαίρετα.

Το αντίκτυπο του "θέλω να μοιάσω" είχε τραγικές δημογραφικές και πολιτισμικές συνέπειες στον τόπο. Ο αστοχωριάτης τραγελαφικά διχασμένος μεταξύ της χωρικής και αστικής του ταυτότητας, πολλά παιδιά δεν έκανε. Κι αυτά που έκανε έκαναν ακόμη λιγότερα, επειδή δεν είχαν όραμα πέρα από το να μοιάσουν κι αυτά με τους τηλεοπτικούς ήρωες του ife style...

Ξεκομμένος από τις ρίζες του, ο Έλληνας ρίχθηκε στην κατανάλωση του ότιδήποτε θα τον συνταίριαζε με την ξενόφερτη τηλεοπτική φαντασιοπληξία που θα ανέβαλε τον γάμο, θα αύξανε τις εφήμερες σχέσεις, τις εκτρώσεις, ή αλλιώς, θα κατέστρεφε το δομικό υλικό μίας υγιούς κοινωνίας, την οικογένεια.

Προφητική και η δήλωση του ιστορικού Arnold J. Toynbee: "Εάν θέλεις να καταστρέψεις ένα έθνος, να επιμηκύνεις τα παραγωγικά χρόνια της νεολαίας του πίσω από τα θρανία". Τα τέκνα αυτών των ολιγομελών οικογενειών γέμισαν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας και του εξωτερικού με αιώνιους φοιτητές που έπρεπε να εκπληρώσουν τα απωθημένα των γονέων τους.

Όμως η τώρα πια δημοσιο-υπαλληλίστικη παιδεία, αντί να παράγει ενάρετους Έλληνες πολίτες, θα παρήγαγε μισέλληνες αναρχικούς: Αναδυόμενοι από μια μνημοκτόνο παιδεία του "πολιτικά ορθού" και της καφετέριας, το μόνο μέλλον προς το οποίο θα μπορούσαν να αποβλέπουν ήταν αυτό για το οποίο τους προετοίμαζε το σύστημα: το πώς να είναι ένας καλός υπήκοος, που ξέρει τη θέση του στη κοινωνική πυραμίδα.

Αυτό που φοβίζει είναι ότι η διανόηση της εποχής ανέδειξε τους πιο χαρακτηριστικούς της τύπους: τον δημόσιο υπάλληλο... τον φαφλατά δικηγόρο... τον πολιτικάντη...

Πάντως, το σίγουρο είναι ότι η μόρφωση δεν κατάφερε να αποτινάξει τη χωριατίλα του "θέλω να μοιάσω". Ο πιθηκισμός ακόμα καλά κρατεί στο πανελλήνιο. Ελλείψει αυτόχθονων σημείων αναφοράς, καθώς πολλοί γονείς είναι τώρα πια γεροροκάδες, γεροντισκόβιοι και γερομπλουζάδες, η σημερινή γεννιά φοράει ρούχα μερικά μεγέθη μεγαλύτερα από το κορμί τους και μαθαίνει χιπ χοπ.

Οι πολιτισμικές αντιστάσεις στην απόλυτη αποχαύνωση πλέον καθιστούνται ανύπαρκτες. Κάποια στιγμή, τα οικονομικά πακέτα στέρεψαν. Κι όσοι δεν είχαν διορισθεί στο δημόσιο ή διαπρέψει στον ιδιωτικό τομέα, τώρα θα ξεπουλούσαν τα πατρογονικά τους χωράφια για να στηρίξουν την αστυφιλία τους....

Βλέποντας τα ρημαγμένα μας χωριά, όπου πλέον αλλοδαπός ιδρώτας ποτίζει τους αγρούς, οι κατέχοντες μνήμη άνω των σαράντα συχνά κυριεύονται από νοσταλγία για έναν πολιτισμό νεκρό πλέον. Κι όπως το φυσικό επακόλουθο του θανάτου είναι η αποσύνθεση, συνεπικουρούμενη από τα σκουλήκια, έτσι και η γόνιμη γη της υπαίθρου διαμελίζεται με την αδηφάγο δράση κατασκευαστών, τραπεζών και κτηματομεσιτών, οι μόνοι οργανισμοί που ευδοκιμούν σε περίοδο πολιτισμικής σήψης. Αλλά κι αυτοί είναι καταδικασμένοι να αλληλοσπαραχθούν όταν δεν έχει μείνει πλέον τίποτα στο κουφάρι.

Ως τα υβριδικά πλέον απομεινάρια ενός φθίνοντος πολιτισμού, οι κυβερνώντες τότε έχουν την ευθύνη για την υποβάθμιση όλων των θεσμών με έναν ατέρμονο καταιγισμό νεωτερισμών, μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που τσάκισαν την ραχοκοκαλιά του τόπου, την παραγωγική χωρική οικογένεια και αφαίμαξαν την ύπαιθρο από τα Ελληνικά της νιάτα...

Οι συνέπειες είναι πια ορατές. Οι αποσυνθετικοί οργανισμοί είναι ξένοι πλέον, καθώς οι αλλοδαποί εργάτες, των οποίων τα κάποτε χαμηλόμισθα χέρια πλούτιζαν τους Έλληνες αστοχωριάτες, τώρα γίνονται τα αφεντικά με τις ευλογίες ενός συστήματος που δεν αναγνωρίζει έθνος πια, αλλά μόνο ψηφοφόρους που θα του εξασφαλίσει την εξουσία πάνω στο κουφάρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: