Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

ΤΗΣ ΚΟΜΜΩΤΡΙΑΣ Ο ΝΟΥΣ...


Κομμώτρια ήθελε να γίνει η Λίτσα από όταν μπήκε στην εφηβεία. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα όπως λένε και η καλύτερη λύση που βρήκανε σε οικογενειακή σύσκεψη που κάνανε ήταν να ξετελέψει έτσι.

Τέλειωσε με χίλια ζόρια το επαγγελματικό λύκειο με παρόμοια ειδικότητα και συνέχισε σε μια ιδιωτική σχολή κομμωτικής εξάμηνης φοίτησης τις σπουδές της στον χώρο. Χαρούμενη η μάνα της και οι θείες της που θα γινότανε κομμώτρια που είναι πάντα της μόδας για κορίτσια κι ακόμη λόγω της ολιγόμηνης διάρκειας φοίτησης "θα έβγαζε από νωρίς λεφτά το κοριτσάκι μας" όπως λέγανε μεταξύ τους την ώρα της σύναξης για καφέ...

Έτσι κι έγινε, η Λίτσα έγινε πτυχιούχος κομμώτρια σε λιγότερο χρόνο από ότι οι συμμαθήτριες της χρειάζονταν σε φροντιστήρια για να συμμετέχουν σε Πανελλαδικές εξετάσεις για να μπουν σε κάποιο πανεπιστήμιο κι αμφίβολο αν έβρισκαν δουλειά στο μέλλον στο αντικείμενο που σπούδαζαν...

Η τύχη της συνεχιζόταν και κατάφερε σχεδόν αμέσως να βρει δουλειά σε κεντρικό κομμωτήριο με συνεχή ωράριο και πελατεία. Όλα καλά για τη Λίτσα που βρήκε με την πρώτη δουλειά, μισθό και παρέα στο πολυπληθή προσωπικό του μεγάλου και μοντέρνου κομμωτηρίου.

Από την μια αυτό κι από την άλλη τα σεσουάρ που χρησιμοποιούσε ολημερίς, πήρε αέρα ο λιγοστός νους που πάντοτε είχε κι άρχισε να ανεβάζει τουπέ. Δεν ήταν όμορφη, ασχημόφατσα είχε, μα με τα ξανθά μαλλιά, τα πράσινα μάτια και το απαλό άσπρο δερματάκι της ποιός δίνει σημασία σε τέτοια όταν είναι μια κοπέλα 20 χρονών...

Παρέα είχε ολημερίς και συνέχιζαν να είναι μαζί και τα βράδια μετά τη δουλειά. Μισθό έπαιρνε καλό, που μαζί με τα φιλοδωρήματα από τα καρακατσουλιά - πελάτισσες που φρόντιζε έφτανε σε επίπεδο πάνω από τις αρχικές προσδοκίες της.
Πήρε κι αυτοκίνητο σύντομα, Πεζώ 206 άσπρο και κουκλίστικο ιδανικό για γυναίκα, που το γέμισε μπρος - πίσω με πλήθος από χρωματιστά κουκλάκια που αντανακλούσαν όπου το πήγαινε το επίπεδο και το πνεύμα της ιδιοκτήτριας του.
Ζούσε τη ζωή που ήθελε, με συχνές βραδυνές εξόδους για καφέ, ποτά και διασκέδαση. Τώρα της έλλειπε μόνο το ταίρι της ζωή της, μα υπήρχαν άντρες κάμποσοι στον δρόμο της.

Από την αρχή σνόμπαρε τον Μάκη που ήταν ασφαλιστής και τον έβλεπε συχνά στον δρόμο να πηγαίνει σε κάποιο ραντεβού μπας και κλείσει συμφωνία με υποψήφιο πελάτη να πάρει την προμήθεια που ήταν η μοναδική αμοιβή του. Μορφωμένος ο Μάκης και καλοντυμένος με κοστούμια από εκπτώσεις λόγω δουλειάς, μα δεν έλεγε τίποτα αυτό στην Λίτσα που τον έβλεπε στο δρόμο όλη μέρα να τρέχει.

Δεν είχε μαγαζί δικό του, να κάθεται μέσα σα νοικοκύρης να κονομά. Τέτοιο είχε ο Σάκης που κληρονόμησε το μαγαζί του πατέρα του, μα νοικοκύρης δεν ήταν.
Έτοιμη δουλειά είχε από τον πατέρα του, θα του άφηνε το μεγάλο μαγαζί με τις ηλεκτρικές συσκευές που πολλά χρόνια τώρα τους έβγαζε καλό εισόδημα και τους είχε φέρει στον αφρό της τοπικής κοινωνίας. Με τέτοια δουλειά στρωμένη ο Σάκης δεν είχε κι αυτός νου για σπουδές, ούτε το δοκίμασε καν, μα ξόδευε τα λεφτά του πατέρα του σε ποτά, γλέντια ολονύχτια με πληρωμένες πουτάνες κι ακόμη σε ναρκωτικά που ήταν το μυστικό του καλοπερασάκια νέου από τον γέρο του, όντως νοικοκύρη και σοβαρό άνθρωπο.

Φτάνοντας ο γέρος 65 χρονών πήρε τη σύνταξη που περίμενε κι αποσύρθηκε από τη δουλειά αφήνοντας το μαγαζί στον γιο του που τα ανάλαβε λίγο πριν τα 30 του κι ανέμελος ακόμη. Τότε ήταν που η Λίτσα έκανε τα πάντα να τον γνωρίσει από τις φίλες της στο κομμωτήριο που ερχόταν ο Σάκης να του φτιάξουν τα μαλλιά και να μοστράρει το καινούριο του αμάξι...

Γνωρίστηκαν και περνούσαν καλά, νέοι κι οι δυο και με λεφτά αρκετά τι ανάγκες είχαν; μόνο χάχανο και χαβαλέ. Μα η μοίρα άλλα τους είχε γραμμένα...

Το μαγαζί του Σάκη ήταν ακμαίο τα χρόνια του πατέρα του όταν μοιράζονταν την τοπική αγορά ηλεκτρικών με λίγα ακόμη του είδους. Αυτό δεν γινόταν και σήμερα που οι μεγάλες αλυσίδες ηλεκτρικών έφτασαν και στην πόλη τους όπως είχαν κάθε δικαίωμα να κάνουν σε μια ελεύθερη αγορά. Διοικούμενες από κορυφαίους managers του χώρου κι έχοντας καταστρώσει marketing plans που είχαν στόχο την κατάκτηση μεγάλου μεριδίου της αγοράς, δεν δυσκολεύτηκαν να βγάλουν από την μέση το άλλοτε κραταιό μαγαζί του Σάκη που το λαλούσε με τις ανεπαρκείς γνώσεις που διέθετε, επαναπαυόμενος στο καλό όνομα του πατέρα του που όμως δεν ενδιέφερε κανέναν πια, μπροστά στις ελκυστικές προσφορές των αλλονών με τα επώνυμα προϊόντα και τις συμφέρουσες τιμές.

Αλίμονο αν μια ολόκληρη κοινωνία συνέχιζε να στηρίζει το μαγαζί με τις δευτεροκλασάτες μάρκες μόνο και μόνο για να συνεχίζει ο διάδοχος τον χαβαλέ και τα ναρκωτικά με τη χαζοκομμώτρια που είχαν στο μεταξύ παντρευτεί και ζούσαν μια ζωή γλέντι και καλοπέραση με μαστούρα.

Οι δανείστριες τράπεζες δεν λογαριάζουν την ατομική ευτυχία του καθενός, έτσι το μαγαζί πέρασε στα χέρια τους κι έκλεισε αφού δεν είχαν διάθεση ν' ανταγωνίζονται οργανωμένες πολυεθνικές με υψηλούς στόχους που επεκτείνονταν διαρκώς.

Ο Σάκης περνούσε τις μέρες του στο κομμωτήριο με την καλή του και τις άλλες που δούλευαν εκεί, με μοναδικό του μέλημα να ικανοποιεί το πάθος του για ναρκωτικά μιας κι έχασε την δουλειά που μπορούσε να κάνει και κανείς δεν επρόκειτο να τον πάρει στη δούλεψη του αφού δεν ήξερε τίποτα άλλο..

Δεν άρεσε στις άλλες εργαζόμενες το παράσιτο που απόκτησαν, άρχισαν οι γκρίνιες με τη Λίτσα, που κι αυτή δεν καλοβλέπει τη ζωή που θα είχε με τον άχρηστο πια άντρα της που του τελείωναν τα λεφτά. Όπου δεν υπάρχουν λεφτά υπάρχουν προβλήματα και για τον Σάκη ήταν πολλά. Οι απαιτήσεις της Λίτσας που είχε όρεξη για ζωή πολλές, να τις ικανοποιεί πια δεν μπορούσε κι αντί για γλύκες κι έρωτες εισέπραττε καθημερινά γκρίνια και περιφρόνηση. Ήθελε άντρα πλούσιο να του τρώει τα λεφτά και τώρα είχε έναν απένταρο να τον συντηρεί με τα δικά της..

Με τις πολλές φωνές που άκουγε ολημερίς, άρχισε να περιφέρεται στους δρόμους ψάχνοντας λεφτά. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει κι έκανε, ήταν ν' αρπάζει τσάντες από γριές συνήθως που ήταν πιο εύκολες. Δεν κινδύνευε μετά να τον πιάσουν αφού δεν έτρεχαν όπως αυτός...

Έτσι σκεφτόταν κι όταν ένα πρωινό ακολουθούσε μια γριά που βγήκε από απόμερο υποκατάστημα τράπεζας με την σύνταξη του ΟΓΑ 350 ευρώ που μόλις είχε εισπράξει, στην τσάντα της. 'Οταν έκρινε πως ήταν ευκαιρία προσπάθησε να την αρπάξει και να φύγει, η γριά αντιστεκόταν για λίγο, τελικά της ξέφυγε ρίχνοντας την κάτω και κλωτσώντας την της έσπασε το χέρι που την κρατούσε.

Στο γύψο η γριά, μα δεν θα το άφηνε έτσι, δεν ήταν από τα φοβισμένα ανθρωπάκια που δείχνουν στις ειδήσεις να κλαψουρίζουν ζητώντας "περισσότερη αστυνομία". Ήταν από την Αση Γωνιά που βγάζει άντρες αληθινούς, αναναντρανιστούς και μουστακαλήδες, όπως ήτανε οι δυο γιοί της που κατέφθασαν να φροντίσουν την χτυπημένη μάνα τους.

Δεν πήγανε καν στο μπατσάδικο να καταγγείλουν τον ρέμαλο, γνώριζαν καλά τις επιδόσεις και τις ικανότητες των μπάτσων. Ζώντας στα ορεινά είχαν γραμμένες εκεί που έπρεπε και τις μπούρδες που λένε οι παλαβογιατροί και οι δικηγόροι περί "άρρωστων που χρήζουν προστασίας και βοήθειας" για τους εξαρτημένους ρεμπεσκέδες, για να έχουν εσαεί πελατεία.
Αυτοί ξέρανε την πραγματική ιστορία του Σάκη με τα πολλά προηγούμενα χρόνια της ανεύθυνης καλοπέρασης που τώρα έφτασαν στο τέρμα κι αυτός στην εξαθλίωση, το μόνο που απόμεινε από το χρόνιο πάθος του για μαστούρα.

Δεν είχαν αυταπάτες, ξέρανε πως μπορούσαν να κάνουν τα πάντα τέτοια άτομα που είχαν μια ιδιότυπη ασυλία από τις αρχές, κάποιοι τέτοιοι είχανε σκοτώσει και ληστέψει πριν 2 χρόνια έναν γέρο παπά που τους τάιζε, αυτός εδώ σακάτεψε την μάνα τους και θα συνέχιζε με αρκετούς άλλους ευάλωτους αν δεν τον απόσυρναν από την κυκλοφορία αθόρυβα..

Με μια βόλτα στα περιορισμένα στέκια του τον συναντήσανε και τον πήραν από πίσω. Στο σημείο που τους βόλευε του την πέφτουνε και του δείχνουνε πόσα απίδια βάνει ο ντορβάς. Τον κάνανε 800 οκάδες και με μια κοπανιά με τη λαβή του πιστολιού στην κεφαλή τον αφήνουνε στο τόπο μια κι όξω.

Δεν θα ξανάβλαπτε ποτέ πια κανέναν ανυπεράσπιστο ηλικιωμένο ο ξεπεσμένος καλοπερασάκιας...Ούτε νοιάστηκε κανείς για το τέλος του, όταν καθαρίζει λίγο η κοινωνία από έναν άχρηστο, οι κλάψες από τους δήθεν "ευαίσθητους" περιττεύουν.
Δεν έκλαψε ούτε καν η Λίτσα. Περίμενε να ξαναπαντρευτεί έλεγε. Μα δεν ήταν πια 20 χρονών και με τσιτωμένο σαν το φρέσκο κεράσι δέρμα να την κοιτά και να τη θέλει ο Μάκης που σνόμπαρε πριν. Είχε την δική του ζωή να φροντίσει κι άξιζε μια γυναίκα για εκείνον, όχι τα κατάλοιπα που άφησε ο πρώην εκλεκτός.

Τα λίγα χρόνια της δικής της καλοπέρασης με τον άλλο της άφησαν κουσούρια με εθισμό στα ποτά και τσιγάρα, ενίοτε και με χασίς. Ζάρωνε το προσωπάκι, γέμιζε από νωρίς ρυτίδες, έσβηναν τα πράσινα μάτια που δεν κοίταζαν άλλο από τον Σάκη, κατέβηκε και η κυτταρίτιδα ως τα γόνατα στα χαλαρωμένα πόδια από αμέτρητες ώρες ορθοστασίας.
Σε συνδυασμό με την ασχημόφατσα που πάντα είχε, έκαναν ένα πλάσμα να σιχαίνεται κανείς να το κοιτά και στον καθρέφτη ακόμη, όχι να το βάλει πια στο κρεββάτι του ή να το έχει δίπλα του σε εξόδους...

Και το χαριστικό χτύπημα ήρθε από την ίδια εκείνη σχολή που αποφοίτησε κομμώτρια η Λίτσα: Μια από τις νεώτερες απόφοιτες της πήρε τη θέση σαν πιο φρέσκια κι ωραία, να ζήσει κι αυτή το δικό της όνειρο...

Τώρα πηγαίνει σε ραντεβού κατ' οίκον με μερικά εργαλεία σε μια τσάντα, να κουρεύει κάποια πελάτισσα συνήθως γειτόνισσα ή συγγενή της, αυτές απόμειναν να τη στηρίζουν για να συνεχίσει να εξασκεί το επάγγελμα ξοφλημένη κι αυτή πια και μόνη...

Καμιά σχέση με τα πρώτα της όνειρα στα 20 που το μέλλον φάνταζε λαμπρό, πλούσιο και πολλά υποσχόμενο μα ξετέλεψε όπως ποτέ δεν θάβαζε της κομμώτριας ο απλός νους, με το πολύ τουπέ ...Για τα σάλια ενός κάποιου Σάκη...

Δεν υπάρχουν σχόλια: