Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

20 ΧΡΟΝΙΑ...


Σημαδιακός ο αριθμός 20 στην ζωή του Ζαχάρη. Η μοίρα του τον είχε ορίσει να παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή του, διολική σύμπτωση του είχε χωρίσει τη ζωή σε 20ετίες, μα όχι για καλό.

Τραγική ιστορία η ζωή του Ζαχάρη.

Την πρώτη του 20ετία την πέρασε στο χωριό του, ένα φτωχικό κι ορεινό χωριουδάκι κάπου στην ανατολική άκρη της Κρήτης. Εννιά κοπέλια έκανε η μάνα του, τα δυό πεθάνανε νωρίς και γλιτώσανε τη φτώχεια, τ' άλλα μεγαλώνανε όπως μπορούσανε.

Προτελευταίος ο Ζαχάρης, τραβούσε τις αγγαρείες του σπιτιού με τα πολλά στόματα που θέλανε τροφή να επιβιώσουνε. Η παρασιά δεν έσβηνε ποτέ, ολημερίς μαγείρευε η μάνα, ο πατέρας στα σκόρπια κι όχι και τόσο εύφορα χωράφια τους, ο Ζαχάρης από κοντά σαν αγόρι, γιατί τα περισσότερα από τα υπόλοιπα παιδιά ήταν θηλυκά.

Οι γραμματικές του γνώσεις σταμάτησαν στην τετάρτη του δημοτικού, προείχε η καλλιέργεια της γης να βγάλει καρπό, να τραφούν όλοι και να μείνει και κατιτίς να πουληθεί, να έχουν και κάποια λεφτά αν παραστεί ανάγκη.

Ξεπονήρεψε ο Ζαχάρης εντέλει, άρχισε να κάνει και πλανώδιο εμπόριο με ένα γάιδαρο γυρνώντας τα γύρω χωριά, πουλώντας ή ανταλλάσοντας πράγματα, κυρίως αγροτικά προϊόντα. Έπιασε και κατοχή όταν έφτανε να ενηλικιωθεί, στα μέρη του ήρθαν Ιταλοί, μεγάλωσαν οι ανάγκες για τροφή κι άρχισε τα κόλπα.

Ο καρπός για την οικογένεια όλο και λιγόστευε, υποψιάστηκε ο πατέρας κι έψαξε τα χωράφια. Σε μιά κρυψώνα βρήκε αποθέματα καλά φυλαγμένα και κατάλαβε:

- Τον άτιμο τον Ζαχάρη, κρύβει τον καρπό να τον πουλήσει στη μαύρη αγορά!

Κι έτσι ήταν, το εμπορικό δαιμόνιο του Ζαχάρη είχε ξυπνήσει για τα καλά εκείνες τις μαύρες μέρες κι άρχισε να σχηματίζει ένα σεβαστό κομπόδεμα εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες.

Αυτό διακόπηκε απότομα όταν πάτησε τα 20 του χρόνια. Στυγερός δράστης τριπλής ανθρωποκτονίας για προσωπικούς του λόγους, ο Ζαχάρης θα περνούσε την δεύτερη 20ετία της ζωής του σε φυλακές σαν "ιδιαιτέρως επικίνδυνος" κατάδικος.

Στο φρούριο Ιντζεδίν πέρασε πολλά χρόνια σε συνθήκες κράτησης του μεσαίωνα, τα τελευταία του μεταφέρθηκε στις αγροτικές φυλακές της Αγιάς από όπου κι αφέθηκε ελεύθερος αφότου εξέτισε την ποινή του. Πλήρη ποινή, αφού ο Βενιζέλος (ο Σοφοκλής) δεν τον συμπεριέλαβε σε χάρη που έδωσε κάποτε στους κατάδικους, λόγω φιλοβασιλικών φρονημάτων κάποιων συγγενών του...

Σαραντάρης πια ο Ζαχάρης, βρέθηκε ένα μεσημέρι στην αγορά των Χανίων να κοιτάζει τους ανθρώπους, προσπαθώντας να ξεκινήσει από κάπου τη νέα του ζωή. Ένας ανηψιός του που ήταν παντρεμένος εδώ, τον πήρε στο σπίτι του αρχικά, άρχισε να δουλεύει εντατικά να ξαναφτιάξει κομπόδεμα και ν' αποκτήσει ανθρώπινη οντότητα.

Δούλεψε βοηθός σε περίπτερο με βάρδιες με τον ιδιοκτήτη, μετά πουλούσε κουλούρια.
Το εμπορικό του δαιμόνιο λειτουργούσε πάλι, πήγαινε στις πολλές οικοδομές που ανεγείρονταν εκείνη την εποχή, κατά τις 10.00 πμ που άρχιζαν να πεινούν οι εργάτες και ξεπουλούσε κάμποσες μεγάλες σακούλες ζεστά κουλούρια στο πι και φι.

Αργότερα με τις γνωριμίες που έκανε εκεί, τον πήραν στις οικοδομές εργάτη, το μεροκάματο ήταν καλύτερο, είχε κι ασφάλιση στο ΙΚΑ. Μπορούσε να μάθει την δουλειά και να εξελιχτεί σε καλό εργαλάβο και εμπειροτέχνη κατασκευαστή ίσως, μα προτιμούσε να κάνει οικογένεια. Κατάφερε να παντρευτεί με προξενιό γνωστού του από ένα κοντινό χωριό, έκανε και 3 παιδιά.

Με την μεταπολίτευση προσελήφθη στον δήμο, σαν μόνιμος εργάτης καθαριότητας. Του ανταπόδωσε την χάρη νεοεκλεγής δήμαρχος με αντιστασιακή δράση, που κάποια νύχτα ζητούσε καταφύγιο και ο Ζαχάρης μη φοβούμενος φυλακές ύστερα από 20 χρόνια παραμονής σε αυτές, τον έκρυψε στο σπίτι που έμεναν με τη γυναίκα και το μικρό παιδί του, απειλώντας να ξυλοκοπήσει τον φοβισμένο γείτονα που τους είδε και θα έκανε πρόθυμα τον ρουφιάνο αν τολμούσε, συμμορφούμενος "με τας υποδείξεις" των συνταγματαρχών...

Παράλληλα με τον μισθό του εργάτη που έπαιρνε ο Ζαχάρης, έκανε κι άλλες δουλειές που έμαθε τότε πως είχαν ψωμί:
Μαζευε μπουκάλια και τα πουλούσε σε ποτοποιούς, άδειες φιάλες από χλωρίνες στα ψαράδικα καίκια για σημαδούρες, στελιάρια από παλιές σκούπες σ' έναν κατασκευαστή που αφού τα καθάριζε με το γυαλόχαρτο τα ξανάβαζε σε καινούριες, παλιοσίδερα, αλουμίνια και μπρούντζο σε μάντρες, παλιές εφημερίδες και περιοδικά σε μπακάληδες να τυλίγουν χορταρικά, νάυλον σακούλες σε άλλους, τα γερά χαρτοτσούβαλα από τσιμέντα σε κάποια ασβεστάδικα που υπήρχαν τότε, χαρτόκουτες σε τσαγκάρηδες που έφτιαχναν σαντάλια για εξαγωγή κι οτιδήποτε άλλο μπορούσε να μαζέψει και να κουβαλήσει με το καρότσι του δήμου...

Ακόμη έσκαβε, κλάδευε και περιποιόταν κήπους, άδειαζε υπόγεια από τα παλιοπράγματα των ιδιοκτητών, βοηθούσε τακτικά έναν τσαγκάρη που έφτιαχνε χειροποίητα υποδήματα κάνοντας αγγαρείες με τα δέρματα, ξαναθυμήθηκε τα οικοδομικά κι έκανε μερεμέτια, μάζευαν ελιές το χειμώνα με την σύζυγο, βοηθούσε και στην λαϊκή αγορά κάποιους αργότερα όταν δεν φτουρούσαν πια τα προηγούμενα.

Δεν έγινε ποτέ πλούσιος παρόλες αυτές του τις δραστηριότητες, πενταροδεκάρες έβγαζε μα με πολλές - πολλές οικονομίες και λιτή ζωή, στερούμενος κυριολεκτικά κάθε μικρή χαρά από την ίδια τη ζωή του και των δικών του, πήρε κι ένα δικό του παλιό σπίτι πέρα από αυτό που έμεναν, που ήταν προίκα την γυναίκας του και τον στένευε.

Μετά 20 συνολικά χρόνια δουλειάς πήρε κανονική σύνταξη στα εξήντα του, όσα του βγήκαν να πάρει με τα μεροκάματα που είχε κάνει. Απομονώθηκε από την γυναίκα του στα γεράματα και ζεί μοναχός όπως ήταν πάντα στην ουσία, στο παλιό του ετοιμόροπο σπίτι. Από ινάτι και μόνο, ήθελαν να μένει ο καθένας στο δικό του σπίτι.

Τώρα στα 80 τόσα του, έκανε και την πρώτη υπέρβαση της κακής κι άδικης μοίρας του, λαμβάνει την σύνταξη του για περισσότερα από 20 χρόνια και συνεχίζει, ξεχασμένος από πολλούς να βιώνει την άθλια μοναχική ζωή του, αφού κι ο όποιος δημιουργός του δεν βιάζεται όπως φαίνεται να τον απαλλάξει από τη μιζέρια του, παίρνοντας τον κοντά του, αν ισχύουν τα λεγόμενα των παπάδων.

Συνεχίζει να ζεί την πέμπτη πια 20ετία του μέρα με την μέρα, μισώντας τους ανθρώπους και ζηλεύοντας τα λεφτά τους, συντροφιά με τις αρρώστιες του και τους ρευματισμούς από την παλιά υγρασία της φυλακής, αναπολώντας το ανεκπλήρωτο εντέλει δικό του όνειρο να πλουτίσει με την δουλειά του, επιβεβαιώνοντας πικρά για μια ακόμη φορά αυτό που έγραψα για τα λεφτά:

Αν δεν τα βρείς μαζεμένα από νωρίς.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: