Επίκαιρο για μεθαύριο που συμπληρώνονται 100 χρόνια: "1 Δεκ. 2013 Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα"
και για πάντα, το κείμενο του Ν. Ποριώτη "Ο νεκρός και η σημαία", που
ήταν για χρόνια στο "Ανθολόγιο" τεύχος Γ' του Δημ. Σχολείου (Ο.Ε.Δ.Β.
1975, σ. 325-6) αλλά στη νέα του έκδοση κάποιοι φωστήρες της παιδείας το
αφαίρεσαν ...
Ένας γέρος Κρητικός εστεκόταν εμπρός στην έπαλξιν του Φιρκά και εκοίταζεν, εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία.
Είχε βγάλει το μαντήλι της κεφαλής του, ο ήλιος τον έψηνε· και αυτός, ακουμπησμένος στο προπέτασμα του μώλου, εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαίαν.Ητο η δευτέρα ημέρα της επάρσεώς της, η τρίτη ημέρα μετά την λήξιν της διεθνούς Κατοχής.
Τον αντελήφθησαν δύο τρεις περαστικοί. Εξαναπέρασαν αργότερα· και αυτός εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία.
- Τί τηνέ θωρείς, καπετάνιε, τη σημαία; Δεν την εχόρτασες να τηνέ θωρής; Δεν την είδες εχτές! τον ερώτησεν ένας.
- Την είδα, παιδί μου· την είδα χτες για τον απατό μου! Σήμερα ... σήμερα τηνέ θωρώ για άλλονε, για ένα σύντεκνό μου, που λαβώθηκε στα 97 και πέθανε από την πληγή. Πριν να ξεψυχήση, όμως, απλώνοντας τη χέρα του κατά τα Χανιά, επρόφτασε και μου είπε:
- «Αν εσύ ζήσης, σύντεκνε, κι αξιωθής να δης τη σημαία μας να στηθή ετσά, στην ντάπια, να πας να τηνε δης, να τηνέ καλοδής, και να 'ρθης στο μνήμα μου να μου φωνάξης δυνατά:
- Την είδα σύντεκνε! Κι εγώ, έννοια σου, και θα σ' ακούσω ...»
Εσώπασεν ο γέρο - Κρητικός, κοιτώντας πάντα την σημαία και αυτοί που τ' άκουσαν εδάκρυσαν. Και τα δάκρυα έσβησαν την περιέργειαν να μάθουν το όνομα του γέρου και το όνομα του συντέκνου του.
- Ποιός ήταν ο γέρο-καπετάνιος; ερώτησα έναν που μου έλεγε το γεγονός, μετά πάροδον δύο εβδομάδων.
- Δεν το κατέχω. Δεν εσυλλογίστηκα να τον ρωτήσω...
Εφύγαμε ...
Εφυγαν - και ο γέρος εκοίταζε, εκοίταζε ...
Νικόλαος Ποριώτης (Από το πανηγυρικό Λεύκωμα της εφημ. Εστία, 1934).
Ένας γέρος Κρητικός εστεκόταν εμπρός στην έπαλξιν του Φιρκά και εκοίταζεν, εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία.
Είχε βγάλει το μαντήλι της κεφαλής του, ο ήλιος τον έψηνε· και αυτός, ακουμπησμένος στο προπέτασμα του μώλου, εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαίαν.Ητο η δευτέρα ημέρα της επάρσεώς της, η τρίτη ημέρα μετά την λήξιν της διεθνούς Κατοχής.
Τον αντελήφθησαν δύο τρεις περαστικοί. Εξαναπέρασαν αργότερα· και αυτός εκοίταζεν, εκοίταζε την σημαία.
- Τί τηνέ θωρείς, καπετάνιε, τη σημαία; Δεν την εχόρτασες να τηνέ θωρής; Δεν την είδες εχτές! τον ερώτησεν ένας.
- Την είδα, παιδί μου· την είδα χτες για τον απατό μου! Σήμερα ... σήμερα τηνέ θωρώ για άλλονε, για ένα σύντεκνό μου, που λαβώθηκε στα 97 και πέθανε από την πληγή. Πριν να ξεψυχήση, όμως, απλώνοντας τη χέρα του κατά τα Χανιά, επρόφτασε και μου είπε:
- «Αν εσύ ζήσης, σύντεκνε, κι αξιωθής να δης τη σημαία μας να στηθή ετσά, στην ντάπια, να πας να τηνε δης, να τηνέ καλοδής, και να 'ρθης στο μνήμα μου να μου φωνάξης δυνατά:
- Την είδα σύντεκνε! Κι εγώ, έννοια σου, και θα σ' ακούσω ...»
Εσώπασεν ο γέρο - Κρητικός, κοιτώντας πάντα την σημαία και αυτοί που τ' άκουσαν εδάκρυσαν. Και τα δάκρυα έσβησαν την περιέργειαν να μάθουν το όνομα του γέρου και το όνομα του συντέκνου του.
- Ποιός ήταν ο γέρο-καπετάνιος; ερώτησα έναν που μου έλεγε το γεγονός, μετά πάροδον δύο εβδομάδων.
- Δεν το κατέχω. Δεν εσυλλογίστηκα να τον ρωτήσω...
Εφύγαμε ...
Εφυγαν - και ο γέρος εκοίταζε, εκοίταζε ...
Νικόλαος Ποριώτης (Από το πανηγυρικό Λεύκωμα της εφημ. Εστία, 1934).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου