ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Παρασκευή 23 Απριλίου 2010
TOY AΪ - ΓΙΩΡΓΗ ΤΟ ΣΦΟΥΓΓΑΤΟ...
Πανηγύρι βοσκών σήμερα του Αϊ - Γιώργη η γιορτή και με την παρέα την όμορφη, όπου ταιριάζουν οι πανηγυριώτες την κουβέντα τους ανάμεσα στο κρασάκι και τον μεζέ, φάγαμε, χαρήκαμε αλλά και μάθαμε πολλά...
Κάποιος βοσκός, είχε να μας πει το παρακάτω ανέκδοτο:
Στη χάρη τ' Αϊ Γιώργη, οξ' απού το χωριό είν' η γι' εκκλησία του, είχε ταμένο ένα σφουγγάτο, ο μπάρμπα Μανώλης.
Σαν το μαγείρεψε το κολατσιό, πιτήδεια - πιτήδεια η νοικοκερά του, το 'βαλε στην πιατέλα και το πήγε στο μοναστήρι. Τ' άφηκε κατ' απού την εικόνα τ' αγίου, σταυροκοπήθηκε κι έφυγε...
Δυο χωριανοί, συντέκνοι, που περνούσανε το μεσημέρι όξ' απού την εκκλησία, μπήκανε μέσα να προσκυνήσουνε.
Θωρούνε το σφουγγάτο, που μοσχομύριζεν ακόμη και το φάγανε.
Φεύγοντας, ευχαριστημένοι, λένε:
- Ν' αφήσουμε, σύντεκνε, ένα κάτι ντις στον άγιο για το σφουγγάτο;
- Ν' αφήσουμε, συμφωνά κι ο σύντεκνός του...
Αφήνουνε είκοσι δραχμές, μα όξω να βγούνε, δεν εφέγγανε...
Αφήνουνε πενήντα, μα πάλι τα ίδια...
Βάνουνε στη χαραμάδα τσ' εικόνας, από ένα κατοστάρικο κάθα εις τους, και... (ω του θαύματος)... φεύγουνε.
Σαν βγήκανε όξω, σταυροκοπιούνται και λένε:
- Άγιε μου Γιώργη, μεγάλη η χάρη Σου! Καλός και καλός και θαματουργός είσαι, μα τα σφουγγάτα σου, είναι ακριβά, θεοψυχά μας!...
******************************************
Ετούτο το πανηγύρι είναι το πλειά καλύτερο πανηγύρι μας, και η εκκλησούλα του Αγίου είναι κοντά στη γειτονιά μου εμένα και κατέω από κάθα χρόνο πως:
Ο παπάς, δύο τρεις ημέρες, πρωτύτερα πλερώνει ένα άνθρωπο και τονέ πέμπει να φράξη τ' Αγιωργιού τη κούρτα. Τη παραμονή παίρνει κοπέλια του Σχολειού και μεταφέρνει ό,τι πράγματα του χρειγιάζουνται για τη λειτουργία, απού τη μεγάλη εκκλησία.
Οι πανηγυριώτες έρχουνται αποβραδύς μα και το πρωί έρχουνται απού τα κοντινά χωριά. Τη φετεινή χρονέ το πανηγύρι μας εγίνηκε με μεγαλύτερη χαρά, για την ολότητα του χωριού μας.
Ηταν η μέρα που για πρώτη φορά ήρθε αυτοκίνητο στο χωριό μας ύστερα από πολλώ χρόνων αγώνα και δουλειά για την κατασκευή, νιούς πρόχειρου αμαξοτόδρομου. Πρίχου να καλοξημερώση ο παπάς παίζει τη καμπάνα, που είναι κρεμασμένη στο κλάδο μιας ελιάς του Αγίου, γιαμιάς από πάνω απού την εκκλησιά. Μπαίνει στην εκκλησία κι αρχινά το «Ευλογητός ο Θεός».
Πολλές φορές όμως, τσι πλειότερες φτάνουνε εις τον Αγιο οι Μητατάρηδες βοσκοί με τα κουράδια τους. Ούλα τα οζά και οι αίγες του χωριού που βγάνουνε γάλα πρέπει νάρθουνε και ν' αρμεχτούνε στον Αϊ Γιώργη.
Διαβάζει λοιπόν ο παπάς τα πρώτα λόγια και μιτσοί και μεγάλοι οι προσκυνητές φτάνουν ακατάπαυστα. Προσκυνούνε την εικόνα του Αγίου που είναι τοποθετημένη απ' όξω δεξιά τση πόρτας άφτουνε το κερί τους, κι ύστερα πιάνουνε θέσεις στην αυλή, τσ' εκκλησίας, γύρω απ' αυτήν, πάνω απού τα περβόλια και γύρου απ' τη κούρτα.
Ο επίτροπος βγάνει ένα μιτσό στρογγυλό τραπεζάκι, στρωμένο μ' ένα κεντητό τραπεζομάντηλο, και το βάνει κοντά δίπλα, απού την ελιά με τη καμπάνα. Βάνει απάνω στο τραπεζάκι μερικά αρτοφόρια κι ένα ποτήρι νερό με μια ροδαρέ αρισμαρίδες. Ερχεται ο παπάς που βαστά το Σταυρό με το θυμιατήρι. Διαβάζει και κάνει τον αγιασμό του νερού, ύστερα παίρνει το ποτήρι με το νερό βουτά μέσα τη ροδαρέ, ραντίζει τα οζά και τ' αγιάζει τη στιγμή που τελειώνει το άρμεμά τους.
Το άρμεμα των οζώ εις τον Αϊ Γιώργη, κιανείς δεν είναι σε θέση να μου πει από πότες έχει επικρατήσει. Εμείς τόχουμε βρωμένο ετσά απού τσι παλιούς μας, κι εκείνοι πάλι απού τσι πλειά παλιούς, κι αυτωνών των το παραδώκανε οι πλειά πάνω, και κιανείς δεν κατέει να πη, πόσες γενεές, έχει περασμένες ετούτο το έθιμο.
Ετούτο τον καιρό τα οζά είναι ούλα μητατεμένα απάνω στα βουνά του χωριού. Οσο αλλάργο κι αν είναι, τα οζά πρέπει να τα φέρουνε στον Αϊ Γιώργη και τα φέρνουνε.
Ο Αγιος κάνει θαυμάτα και δεν αφήνει ατιμώρητο εκείνο που θα σκεφτεί να μη τα φέρει τα αιγοπρόβατά ντου. Λένε πως τσι δέρνει τσι βοσκούς, και ούλοι φοβούνται το ξύλο ντου...
... Ο πατέρας μου λέει πως ο Μπουγιούκαλος πάλι που ήτανε απού το χωριό κοντά στο δικό μας, τον Καλλικράτη και είχε συζευτάδες στο δικό μας χωριό και το μιτάτο τόχανε στα σύνορα των Μαδάρων των δυό χωριών, είπε πώς δεν τάφερνε λέει εκείνος τα οζά ντου στη Γωνιά τόσο αλλάργο κόσμο, να τ' αργμέγει εις τσ' αγίους.
Στην ίδια ώρα εκείνη φεύγουνε τρεις τράοι προβατάρηδες που τσ' είχανε αρχηγούς και οδηγούς στο κουράδι, προβέρνουνε από μια βουνοκορφή του χωριού μας τη Κεφάλα, απ' όπου φαίνεται ούλο το χωριό, θέτουνε χάμες και ψοφούνε. Σαν τσ' ηύρε ύστερα και τσι τρεις ψοφισμένους τσι λυπήθηκε όπως θα ελυπάτο αν εθώριε ψοφισμένα ούλα ντου τα οζά. Εκατάλαβε πως ήταν θαύμα του Αγίου, για την απόφασή ντου να μην αφήσει τους βοσκούς να πάνε τα οζά, κι έκαμε τάξιμο, όπου κι ανέ τάχη, κι ώστε να ζη και νάχει, να τα πηγαίνει. Κι ως τα που πόθανε κιόλας πριν λίγους χρόνους του Μπουγιούκαλου τα οζά δεν εξαναπουσιάσανε απού τον Αϊ Γιώργη....
Ο παπάς μέσα στην εκκλησιά, με τσι ψαλτάδες, σιγοψέλνουν και συνεχίζουν την λειτουργία τους και κάθα που θα απαρμεχτεί το κάθα κουράδι, βγαίνει ο παπάς για τον αγιασμό των οζώ.
Οι πανηγυριώτες εξακολουθούνε να έρχουνται απού τα γυροχώρια κι απ' αλλού βαστώντας και τα τασίματά τους, συνήθως άρτους.
Ο Μπιτσινής είναι ακόμη γεμάτος οζά που ανημένουνε τη σειρά τους για τ' αρμεκτό...
...Αρμέγουνται και τα τελευταία οζά και φεύγουν. Η καμπάνα χτυπά και γυρίζουν τη λιτανεία, ψάλλοντας.
«Ω, των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής...».
Το «Χριστός Ανέστη...».
Αλλη φορά κοντεύει, άλλη φορά περνά το μεσημέρι, όταν τελειώνει η λειτουργία.
Τσ' άρτους τσ' έχουνε κιόλας κομμένους, και ούλοι οι προσκυνητές παίρνουν το αντίδερο από του παπά τα χέρια, ύστερα παίρνουν άρτο και αρτοφόρια.
Πρίχου να φύγομε απού τον περίβολο τσ' εκκλησίας, κάτω από μια ελιά έχουνε μεταφέρει ένα καζάνι γεμάτο γάλα. Στέκουνε εκειά μερικές κοπελιές με ποτήρια, τα γεμίζουνε γάλα και προσφέρουνε σε ούλους. Κιανείς δεν πρέπει να περάσει χωρίς να πιή, όσο γάλα θέλει. Τα άλλα λαβέντζια το γάλα το μοιράζουνε σε ούλα του χωριού τα σπίθια από λίγες οκάδες στο κάθα σπίτι και όποιοι άλλοι θέλουν, μπορούνε να πάρουνε. Ετσά θωρείς κάθα ένα και βαστά το χρειγιασίδι ντου και σιμώνει στο καζάνι...
(Γεωργ. Ν. Ψυχουντάκη: «Αητοφωλιές στην Κρήτη» σ. 116-121).
Ετικέτες
βοσκοί,
γιορτή,
κρήτη,
πανηγύρεις,
παράδοση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου