Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ ΜΠΕΛΑΣ...


Συνταξιούχος ο Νίκος, χωρίς όμως να δουλέψει ποτέ του.

Εποχικό φύλακα τον είχανε πάρει στο φαράγγι με ρουσφέτι κάποτε, μα περνούσε τις ώρες της βάρδιας του κοιμώμενος σε μια καρέκλα, τον βλέπανε οι άλλοι να πληρώνεται κανονικά όπως αυτοί χωρίς να προσφέρει τίποτα και είπανε να τον διώξουνε.

Αδικημένος αισθάνθηκε ο εκ γεννετής τεμπελχανάς και κατέφυγε στο άγιο Μαλακογιάννη τον προστάτη του φτωχού πόπολου και των αδικημένων κατά δήλωση του, όπου αποκαταστάθηκε, ύστερα από συνεχή τάματα στην χάρη του, κατά σύμπτωση παραμονές εκλογών. Από το πουθενά εξασφάλισε μια σύνταξη και σαν bonus του έβγαλε άλλη μια αναπηρική τάχα αυτή, με την δικαιολογία που ανέφερε ο Νίκος "πονεί ο κώλος μου από το καθισιό, άρρωστος κι ανάπηρος θα γενώ, να πάρω μια σύνταξη να πορεύομαι ως να ποθάνω"...

Ο άγιος Μαλακογιάννης όσο εξωπραγματικό φαντάζει τα καταφέρνει σε τέτοια θαύματα κι έτσι βρέθηκε ο εν γεννετής τεμπέλης να έχει λυμένο το οικονομικό με τουλάχιστον 2.000 ευρώ μηνιαίως και καμμιά υποχρέωση...
Μια φορά μόνο κάθε 4 χρόνια εκπλήρωνε ένα τάμα στην κάλπη κι αυτό ήταν όλο...

Έχοντας παράδες να ξοδεύει, αγόρασε ένα σκούτερ χαμηλού κυβισμού να μετακινείται και βάλθηκε να λύσει και τα ερωτικά του απωθημένα, καθότι μοναχός του ήταν στη ζωή.

Κάθε πρωί την έστηνε σ' ένα παγκάκι δίπλα στη στάση των αστικών λεωφορείων όπου ήξερε πως από τα 3 λεωφορεία που είχαν αφετηρία και τέρμα εκεί, θα κατέβαιναν νέες κοπέλες που πήγαιναν στη δουλειά εκεί γύρω στις 9.00πμ.
Είχε ξεχωρίσει μάλιστα την Βίκυ για τον ίδιο λόγο που την πρόσεχα κι εγώ, τον τορνευτό κώλο της και τον ξεχωριστό τρόπο που τον κουνούσε, άθελα της βέβαια όπως περπατούσε.

Περίμενε την στιγμή που περνούσε να την παρακολουθεί με το βλέμμα του το πεινασμένο μέχρι να απομακρυνθεί από το οπτικό του πεδίο, λόγω δε θέσης την έβλεπε πιο συχνά από μένα, κάθε μέρα αυτός, τυχαία εγώ αν περνούσα από εκεί την κατάληλλη στιγμή...

Αυτός αρκούνταν σ' αυτό και μόνο, εγώ διεκδικούσα πολύ περισσότερα από το σώμα της και τον εγκέφαλο της, την έβλεπα στην δουλειά της, μα όταν σκέφτηκε ο υπουργός οικονομικών να καταργήσει το αφορολόγητο όριο των εμπόρων, μειώθηκαν τα μαγαζιά του αφεντικού της, έχασε την θέση της και την χάσαμε κι οι δυο αφού δεν έρχεται πια τα πρωινά...

Ο Νίκος που μόνο βλέπει και δε νοιάζεται για την συνέχεια, μετακόμισε λίγο παραπέρα στο καλύτερο παγκάκι που έτυχε ο διάολος να το έχουν βάλει ακριβώς μπροστά στην γυάλινη πόρτα και τζαμαρία μαγαζιού με καλλυντικά, με άπλετη θέα στο φωτεινό εσωτερικό του...

Έπιανε θέση από νωρίς το πρωί να παρακολουθεί την κίνηση του από μόλις άνοιγε, όταν κατέφταναν οι 5 - 6 υπάλληλοι του που σε τέτοια μαγαζιά είναι ωραίες και περιποιημένες...Μετά δε που έρχονταν κι αμέτρητες πελάτισσες αφού τα καλλυντικά δεν γνωρίζουν κρίση, δεν πρόφταινε να μετρά και να βλέπει θηλυκά. Όλων των ηλικιών, των μεγεθών και των γούστων...

Είχε γίνει ο καθημερινός μπελάς για τις γυναίκες, αυτές του μαγαζιού τον συνήθισαν, του πρόσφεραν και θέαμα για να γελούν μαζί του όταν καθάριζαν τη τζαμαρία απέξω, ιδίως στα πολύ ψηλά ή πολύ χαμηλά, οπότε είχε την ευκαιρία να δεί τι χρώμα εσώρουχα φορούσαν, πότε από πάνω και πότε από κάτω κι έκανε αυτός τους συνειρμούς του και χάιδευε την κοιλιά του που φρόντιζε τα καλοκαίρια να αφήνει γυμνή με το τελείως ξεκούμπωτο πουκάμισο...όσο για τα σάλια του...

Οι άλλες, οι πελάτισσες τον έβλεπαν με απορία να κοιτά επίμονα μέσα από την ανοιχτή πόρτα και μόνο μετά από μερικά λεπτά διαπίστωναν το αυτονόητο "εμάς κοιτά αυτός εκεί έξω;"

Δεν κουνούσε από κει παρά μόνο όταν μεσημέριαζε κι έπεφτε ο ήλιος κάθετα στη κεφαλή του. Τότε ήταν η ώρα να αποτραβηχτεί πλήρης με τις εικόνες κι εμπειρίες της μέρας, να πάρει το σκούτερ να φύγει για το σπίτι του, όπου ανενόχλητος θα την έπαιζε...μια...δυο...τρείς...περισσότερες φορές να σιγάσει τον πόθο του για τα γυναικεία κορμιά που έβλεπε από πολύ κοντά...

Αν σας φαίνεται πολύς ο αριθμός των επιδόσεων του, αυτός δεν έχει ν' ασχολείται με τίποτα άλλο, ούτε μεροκάματα κυνηγά, ούτε τράπεζες πληρώνει, ούτε παιδιά έχει να νετάσσει, βολεί του λοιπόν...

Όταν τον βαριούνται ή το παρακάνει με τα σάλια τον διώχνουν, πάει στα παγκάκια άπεναντι από όπου έχει την ίδια θέα μα πιο απομακρυσμένη, λέει πως "είναι κακές", μα σε μερικές μέρες ξανά εκεί μπροστά στην αγαπημένη του θέση.

Ασχολία κι αυτή να περνά τη μισή του μέρα τουλάχιστον, τα απογεύματα δεν φαίνεται στο ίδιο σημείο, τότε υπάρχουν τα φροντιστήρια και τα καφενεία...

Δεν υπάρχουν σχόλια: