Ο ιστορικός Γ. Παναγιωτάκης σε παλαιότερο άρθρο
του αναφέρει για την συμβολή των Κρητών στην προσπάθεια σωτηρίας της
Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους κατά την τελευταία πολιορκία της το
1453, που αποδεικνύουν άλλη μια φορά τον ασίγαστο διαχρονικό έρωτα των
Κρητών για την ελευθερία.
Οι ορδές των Οθωμανών ετοιμάζουν την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος απελπισμένος ζητά βοήθεια από τη Δύση, τον αδελφό του Δεσπότη του Μυστρά και τηνΚρήτη που ανταποκρίνεται πρόθυμα.
Η βοήθεια του αδελφού του δεν φτάνει ποτέ, γιατί την προλαβαίνουν οι Τούρκοι στην Κόρινθο και πέφτει στα χέρια τους. Ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής θέλει με κάθε τρόπο και μ' οποιαδήποτε θυσία να καταλάβει την πόλη. Τη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατεί τότε, μας την μεταφέρει ο Φραντζής και γράφει: "... Στενάζων εκ καρδίας, καπνός εκ του στόματος αυτού εξέβαινε. Και ελογίζετο τι έδει ποιήσας, ίνα την πόλιν πλείον θλίψη και στενοχωρήση και δια θαλάσσης και ξηράς την πολιορκίαν δώση..."
Αλλά και ο ποιητής Ι. Κόντος με ποιητικό τρόπο μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής όταν γράφει: "Οι Τούρκοι μοιάζουν μυρμηγκιά! Ολο και νέα φουσάτα στέλνει ο Σουλτάνος να σφαγούν φτάνει να πέσ' η πόλη". Το θλιβερό μαντάτο της επικείμενης πολιορκίας της πόλης, φτάνει στην Κρήτη. Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης. Χίλια παλικάρια απ' όλη την Κρήτη με 5 πλοία αναχωρούν από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453, αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Θάνατος ή νίκη είναι γι' αυτά ζήτημα τιμής. Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απ' αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου.
Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία. Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά: "... Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν... αλλ' όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ' επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τονΣουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν..."
Στους πύργους τελικά βρίσκονται 170 όρθιοι ή λαβωμένοι, οι οποίοι επιβιβάζονται στα καράβια που τους περιμένουν για την επιστροφή τους στην Κρήτη. Είναι οι πρώτοι που μεταδίδουν την είδηση στα νησιά που περνούν, ότι "εάλω" η Πόλη.
Ο καπετάν όμως Πέτρος Κάρχας ή "Γραμματικός" από την Κυδωνία είναι λαβωμένος βαριά και παρακαλεί τον καπετάν Χαρκούτση να τον αφήση στο Άγιο Όρος, γιατί κινδυνεύει να πεθάνει στο τόσο μακρινό για την Κρήτη ταξίδι. Ο ίδιος από ενδιαφέρον φροντίζει και καταγράφει σε χειρόγραφο την ιστορική αυτή συμβολή που ανακαλύπτεται το 1919 στη ΜονήΒατοπεδίου, όπου και φυλάσσεται σήμερα. Το σύντομο αλλά πολύτιμο αυτό χειρόγραφο διασώζεται με τον ακόλουθο τρόπο, όπως ο ίδιος γράφει: "... Οταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν ν' ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει εμένα εκεί στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός δια να περιποιηθή τση πληγές μου. Και αυτό έγινε.
Ένα άλλο σημαντικό επίσης ιστορικό χειρόγραφο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και προέρχεται από την ιστορική μονή της Αγκαράθου γραμμένο από κάποιο μοναχό προφανώς ως "ενθύμιο" αναφέρει σχετικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης τα ακόλουθα:
"Eις αυνγ (1453) Ιουνίου κθ' (29) καθ' ημέρα Σαββάτου, ήλθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρια Κρητικά, του Σγούρου Υαληνά (Διαλυνά) και του Φιλομάτου, λέγοντας ότι εις την κθ' του Μαΐου μηνός της Αγίας Θεοδοσίας ημέρα Τρίτη ώρα Γ' της ημέρας εισέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φωσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεεμέτη και είπον ότι απέκτειναν τον κυρ Κωνσταντίνον τον δραγάσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν. Ό,τι χείρον τούτο ου γέγονεν ού τε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσας ημάς και λυτρώσεται ημάς, της φοβεράς αυτού απειλής.
Κρήτη αιώνια μάνα της λευτεριάς, της πρεπιάς, της αξιοσύνης και της ανδρείας...
Οι ορδές των Οθωμανών ετοιμάζουν την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος απελπισμένος ζητά βοήθεια από τη Δύση, τον αδελφό του Δεσπότη του Μυστρά και τηνΚρήτη που ανταποκρίνεται πρόθυμα.
Η βοήθεια του αδελφού του δεν φτάνει ποτέ, γιατί την προλαβαίνουν οι Τούρκοι στην Κόρινθο και πέφτει στα χέρια τους. Ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής θέλει με κάθε τρόπο και μ' οποιαδήποτε θυσία να καταλάβει την πόλη. Τη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατεί τότε, μας την μεταφέρει ο Φραντζής και γράφει: "... Στενάζων εκ καρδίας, καπνός εκ του στόματος αυτού εξέβαινε. Και ελογίζετο τι έδει ποιήσας, ίνα την πόλιν πλείον θλίψη και στενοχωρήση και δια θαλάσσης και ξηράς την πολιορκίαν δώση..."
Αλλά και ο ποιητής Ι. Κόντος με ποιητικό τρόπο μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής όταν γράφει: "Οι Τούρκοι μοιάζουν μυρμηγκιά! Ολο και νέα φουσάτα στέλνει ο Σουλτάνος να σφαγούν φτάνει να πέσ' η πόλη". Το θλιβερό μαντάτο της επικείμενης πολιορκίας της πόλης, φτάνει στην Κρήτη. Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης. Χίλια παλικάρια απ' όλη την Κρήτη με 5 πλοία αναχωρούν από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453, αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Θάνατος ή νίκη είναι γι' αυτά ζήτημα τιμής. Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απ' αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου.
Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία. Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά: "... Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν... αλλ' όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ' επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τονΣουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν..."
Στους πύργους τελικά βρίσκονται 170 όρθιοι ή λαβωμένοι, οι οποίοι επιβιβάζονται στα καράβια που τους περιμένουν για την επιστροφή τους στην Κρήτη. Είναι οι πρώτοι που μεταδίδουν την είδηση στα νησιά που περνούν, ότι "εάλω" η Πόλη.
Ο καπετάν όμως Πέτρος Κάρχας ή "Γραμματικός" από την Κυδωνία είναι λαβωμένος βαριά και παρακαλεί τον καπετάν Χαρκούτση να τον αφήση στο Άγιο Όρος, γιατί κινδυνεύει να πεθάνει στο τόσο μακρινό για την Κρήτη ταξίδι. Ο ίδιος από ενδιαφέρον φροντίζει και καταγράφει σε χειρόγραφο την ιστορική αυτή συμβολή που ανακαλύπτεται το 1919 στη ΜονήΒατοπεδίου, όπου και φυλάσσεται σήμερα. Το σύντομο αλλά πολύτιμο αυτό χειρόγραφο διασώζεται με τον ακόλουθο τρόπο, όπως ο ίδιος γράφει: "... Οταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν ν' ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει εμένα εκεί στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός δια να περιποιηθή τση πληγές μου. Και αυτό έγινε.
Ένα άλλο σημαντικό επίσης ιστορικό χειρόγραφο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και προέρχεται από την ιστορική μονή της Αγκαράθου γραμμένο από κάποιο μοναχό προφανώς ως "ενθύμιο" αναφέρει σχετικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης τα ακόλουθα:
"Eις αυνγ (1453) Ιουνίου κθ' (29) καθ' ημέρα Σαββάτου, ήλθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρια Κρητικά, του Σγούρου Υαληνά (Διαλυνά) και του Φιλομάτου, λέγοντας ότι εις την κθ' του Μαΐου μηνός της Αγίας Θεοδοσίας ημέρα Τρίτη ώρα Γ' της ημέρας εισέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φωσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεεμέτη και είπον ότι απέκτειναν τον κυρ Κωνσταντίνον τον δραγάσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν. Ό,τι χείρον τούτο ου γέγονεν ού τε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσας ημάς και λυτρώσεται ημάς, της φοβεράς αυτού απειλής.
Κρήτη αιώνια μάνα της λευτεριάς, της πρεπιάς, της αξιοσύνης και της ανδρείας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου