Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΟΙΚΟΣΙΤΑ ΖΩΑ...


Από τα προϊστορικά χρόνια ο άνθρωπος εξημέρωσε ζώα και τα χρησιμοποιούσε για την εργασία τους, για το γάλα τους, για το μαλλί τους, για το κρέας τους και για το δέρμα τους. Κάθε ζώο είχε αναπτύξει την δική του συμπεριφορά και συνήθειες, που με τον καιρό γινόταν γνωστές στον ιδιοκτήτη...

Όπως ακριβώς τα περιγράφει ένας γέρος Σφακιανός που πέρασε την ζωή του μαζί τους:

- Δε μπορούσαμε να διατηρήσουμε ούτε τα οικόσιτα με κτηνοτροφές εσώκλειστα. Οι κότες, οι χοίροι και τα "χοντρά ζώα" μουλαρογάιδουρα και βόδια, ήτανε ελεύτερα και υποχρεωμένα να αγωνιστούνε και αυτά για την επιβίωσή τους.

Οι κότες σε ακτίνα 100 - 200 μ. από το σπίτι εψάχνανε για κανένα σποράκι, για κανένα σκουλικάκι, για καμιά ακρίδα.

Τους χοίρους τους "δρομιάζαμε" στους κάμπους και στα φαράγγια όπου τον χειμώνα τρώγανε χόρτα ενώ το καλοκαίρι ψάχνανε για χοχλιούς και σκουλήκια, μα σκάβανε και με τη μύτη τους και τρώγανε τις ρίζες των φυτών. Μάλιστα την άνοιξη που σκάβεται εύκολα το χώμα, προκαλούσανε ζημιά στον βοσκότοπο και για να μην προκαλούνε αυτή τη ζημιά τους τρυπούσανε τη μύτη και τους περνούσανε ένα σύρμα, που άμα σκάβανε τους πονούσε και ήτανε αναγκασμένοι να τρώνε τα χόρτα όπως τα πρόβατα.

Δεν είχαμε είπαμε κτηνοτροφές αγοραστές να τους δίνομε, όμως τους μαζεύαμε από το δάσος βελάνια από τους πρίνους και άγρια αχλάδια μα τους δίναμε ακόμα χαρούπια και ελαιοπυρήνα.

Στο πέρασμα των χιλιετηρίδων, περίπου με τον ίδιο τρόπο εκμεταλλεύετο τα ζώα ο άνθρωπος και περίπου με τον ίδιο τρόπο επικοινωνούσε με αυτά.

Επικοινωνούσαμε λοιπόν με ειδικές λέξεις χωριστές για κάθε είδος ζώου. Αυτές οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται τώρα που τα ζώα είναι εσώκλειστα και πρέπει εμείς που τις ζήσαμε να τις καταγράψομε να μη χαθούνε.

1) Στον χοίρο π.χ. όταν του πηγαίναμε τα βελάνια του ή τα άγγουρα φρούτα, που τυχόν τα έριξε ο αέρας και δεν κάνανε για μας, τους φωνάζαμε: "Τσου, τσου, έλα να. Τσου, τσου, τσου". Όταν θέλαμε να τους διώξομε τους λέγαμε: "Ούχι, ούχι, τσο". Τα νηπιάκια τους λέγανε "τσοτσο". Χαρακτηριστικό των χοίρων είναι η μεγάλη τους ικανότητα στο να προσανατολίζονται. Αν βάλομε ένα γουρουνάκι στο σακί να το πάμε σε απόσταση 20χλμ. αυτό, άμα το ελευτερώσομε θα προσανατολιστεί και θα επιστρέψει.

Οι κότες είπαμε ότι επεριφέρονταν γύρω - γύρω από το σπίτι μα είχανε και το "θράσος" να θέλουνε να μπαίνουνε και μέσα, και στα πεταχτά, αφήνανε και την "κουτσουλιά" (τα περιτώματά τους). Άμα θέλαμε να τις διώξομε τους λέγαμε: "ξιό, ξιό". Άμα τους ρίχναμε την ελαιοπυρήνα ή και, αν είχαμε "σκύβαλα" (χοντρά άχυρα, που μπορεί να ήτανε κανένα σπυρί καρπός) τους λέγαμε: "πτρούι, πτρούι, πτρούι" ή "πούλι, πούλι, πούλι". Συχνά τους βράζαμε αγριόχορτα και ειδικά τσουκνίδες που λέγανε ότι άμα τρώγανε τσουκνίδες κάνανε πολλά αυγά. Άμα έσερνε η κλώσσα τα πουλιά της, αν περνούσε κανείς από κοντά, αυτή βαρούσε συναγερμό και έδειχνε διάθεση να επιτεθεί. Τότε για να την καθησυχάσουμε της λέγαμε καλοσυνάτα: "στα καλά σου, στα καλά σου..."

3) Τον σκύλο όλοι τον ξέρουνε. Τον βλέπουνε δεμένο κάπου όπου εκεί δεμένος θα περάσει, πολλές φορές όλη την ζωή του. Ο σκύλος ήτανε ο πιο καλός φίλος μας, ο πιο καλός συνεργάτης και ο πιο πιστός υπηρέτης μας. Κάποιες φορές εξυπνούσε μέσα του το θηρίο και πήγαινε νύχτα πολύ μακριά και εσκότωνε ξένα πρόβατα. Δεν πείραζε τα κοντινά, για να μην τον υποψιαστούνε.

Ως κυνηγός ήτανε απαραίτητο εξάρτημα για τον κυνηγό αφεντικό του, μα και πολλές φορές, τότε που ήτανε πολλά κυνήγια, επήγαινε από μόνος του και, παρόλο ότι μπορούσε να είναι πεινασμένος, όταν έπιανε λαγό τον έφερνε και τον παρέδιδε στο σπίτι του αφεντικού. Ως φύλακας μπορεί να τον άφηνες να βλέπει ένα σφαμένο πρόβατο και όσο και αν πεινούσε δεν το πείραζε. Ως σκοπός είναι άγρυπνος και πιστικός ο σερνικός σκύλος συχνά εγκατέλειπε τη σκοπιά του και κυκλοφορούσε για γαμπρός, γι' αυτό τους ευνουχίζανε, τους σερνικούς σκύλους.. Ως σύντροφος, αν τσακωνότανε το αφεντικό του, συμμετείχε με τα δόντια του.

Ακόμα τότε που ήτανε η ζωοκλοπή, ήταν πάλι ο σκύλος πάρα πολύ χρήσιμος. Θα μπορούσε να κάνουνε λημέρι κρυμένοι κάπου. Αν τύχαινε να περάσει από κοντά κανείς, του έβαζε το χέρι στο σβέρκο ο αφεντικός τους και αυτός ξάπλωνε κάτω και δεν γάβγιζε. Άμα θέλανε να κλέψουνε ξένο πρόβατο το κυνηγούσε ο σκύλος, μα δεν γάβγιζε, ενώ άμα κυνηγούσε δικό τους πρόβατο να το πιάσουνε γάβγιζε παράξενα και λέγαμε πως "μπαχίζει". Ένας άντρας που είχε μεγάλες διαφορές με άλλους και κινδύνευε, ο σκύλος του είχε μπεί στο νόημα και άμα έμπαιναν στο δρόμο νύχτα προχωρούσε ο σκύλος 200 - 300 μέτρα μπροστά και άμα ανακάλυβε την ύπαρξη ανθρώπων εγύριζε πίσω και τριβότανε στα πόδια του αφεντικού του και δε γάβγιζε μα έκανε σιγανά: "Ιφ, Ιφ".

Όταν ένας βοσκός κυνηγούσε αίγες και του έπεσε το μαχαίρι από τη μέση του και δεν το κατάλαβε, το είδε όμως ο σκύλος και κάθισε και το έβλεπε και την άλλη μέρα όταν ξαναπήγε προς το μέρος εκείνο ο βοσκός τον είδε ο σκύλος από μακριά και του γάβγιζε χαρακτηριστικά και πήγε και βρήκε το μαχαίρι του. Είναι και ικανός κλέφτης ο σκύλος. Στο σπίτι του αφεντικού του δεν πειράζει τίποτα, αν όμως θα βρει την ευκαιρία να μπεί σε ξένο σπίτι, αρπά ότι μπορεί και πηγαίνει μακριά και το τρώει.

Τα πιο πολλά ζώα έχουνε απλανές βλέμμα, ο σκύλος όμως μας κοιτάζει μέσα στα μάτια για να μας ψυχολογήσει. Είναι το μόνο ζώο που εκδηλώνει τη χαρά του κινώντας την ουρά του, ενώ άμα τον μαλώνουμε ή και αν τον δέρνουμε δεν αντιδρά, μόνο κλαίει και βάζει την ουρά στα σκέλη του σαν να θέλει να ζητήσει συγγνώμη. Ακόμα είναι το μοναδικό ζώο που ζηλεύει. Όταν έχουμε δύο σκύλους, αν χαϊδέψουμε τον ένα έρχεται και ο άλλος και ζητά και αυτός να τον χαϊδέψουμε και εκείνον. Ακόμα παρατηρούμε όταν τσακώνονται δύο σκύλοι, ο αδύναμος πέφτει ανάσκελα με τα πόδια του πάνω και "παραδίνεται". Ο άλλος δεν τον πειράζει πια.

Δεν μιλά ο σκύλος, μα μας καταλαβαίνει όταν του μιλούμε. "Έλα" του λέμε για να τον ταΐσουμε. "Έξω" του λέμε και βγαίνει έξω. "Ψίτη" του λέμε για να τον διώξουμε. "Πούχιου" του λέμε για να τον βάλουμε να κυνηγήσει κανένα ζώο. "Ούστ" του λέμε για να τον μαλώσουμε. Ακόμα του λέγαμε και "ντο" για να τον μαλώσουμε, τα νηπιάκια τον λέγανε "ντοντό". Τώρα ο σκύλος ζει διαφορετικά, μέσα στα διαμερίσματα...

4) Τα φορτηγά ζώα τα λέγαμε "χτήματα". Ήτανε το γαϊδουράκι και το μουλάρι πολυτιμότατοι συνεργάτες. Ζευγαρίζαμε, αλωνεύαμε, μεταφέραμε τα πράγματά μας και ακόμα τα καβαλούσαμε αυτά τα ζώα για να μην κουραζόμαστε να περπατάμε, ή και όταν είχαμε ανημποριά. Για τα μουλάρια εσπέρναμε ταΐ και τα ταΐζαμε, μα στην κατοχή, που άμα είχαμε ταΐ την αλέθαμε και την κάναμε ψωμί, τα μουλαρογάιδουρα τρώγανε μόνο άχυρα και άμα βλέπαμε στην αρχή του χειμώνα ότι μπορεί να μην φτάσουνε τα άχυρα, βγαίναμε στο βουνό και κόβαμε μάζες και τις κάναμε μικρά κομματάκια με το σκεπάρνι και τα τρώγανε.

Τους δίναμε και χαρούπια. Τα νηπιάκια λέγανε "πρου - πρου" το γάιδαρο και το μουλάρι το λέγανε "μούλε". Στο γάιδαρο για να πηγαίνει πιο γρήγορα του λέγαμε "σε" ενώ στο μουλάρι λέγαμε "μούλε" ή και "μούλε ντε". Για να σταματήσει του λέγαμε "πσρού" και στο γάιδαρο και στο μουλάρι. Για να τα ταΐσουμε δεν χρειαζότανε να τα κράξομε αφού τα είχαμε μαζί μας όταν τους βάζαμε το φαΐ τους στη "ματζιαδούρα" στο μέρος που βάζαμε τα άχυρά τους. Πάνε να ξεγεννηθούνε από τα χωριά μας τα φορτηγά ζώα. Στη δεκαετία του 1970 π.χ. στο χωριό μου είχαμε 26 γαϊδάρους και 13 μουλάρια και τώρα δεν έχουμε κανένα.

5) Βόδια είχαμε στα μέσα του περασμένου αιώνα 30 ζευγάρια, ενώ στην εποχή πιο μεγάλων από μένα, όπως μου λέγανε, είχανε μέχρι και 60 ζευγάρια στο χωριό μου. Τώρα δεν έχουμε κανένα. Εγώ όμως τα έζησα και εζευγάριζα στα νεανικά μου χρόνια. Τα βόδια τα είχαμε αποκλειστικά για το ζευγάρι και το αλώνισμα. Τότε δεν είχαμε αλωνιστικές μηχανές και δέναμε 5-6 "βουιδογάιδουρα" κοντά - κοντά και τα γυρίζαμε γύρω - γύρω μέχρι να αλωνιστούνε τα στάχυα με τα πόδια τους.

Το μουσκαράκι το λέγαμε και "μουσκί". Το χρονιάρικο θηλυκό βόδι το λέγαμε "ματζέτα". Το συνηθισμένο στο αλέτρι το λέγαμε "καματερό βούι". Τα βόδια τα λέγαμε και "ζευτικά". Άμα θέλαμε να εμπνεύσουμε την εμπιστοσύνη τους τους λέγαμε χαϊδευτικά "μέω να να". Άμα θέλαμε να τα γυρίσουμε στο αλέτρι πίσω τους λέγαμε "έσω", "έσω" τους λέγαμε όταν τα γυρίζαμε και στο αλώνι που τα γυρίζαμε συχνά, διότι αυτά που ήτανε προς τα έξω κάνουνε μεγαλύτερους κύκλους. Άμα θέλαμε να τα διώξουμε ή και για να πηγαίνουνε πιο γρήγορα τους λέγαμε "ίω". Μάλιστα στο αλώνι, αυτός που τα λαλούσε (και που κρατούσε ένα δοχείο για να πιάνει στον αέρα τα περιττώματά τους, για να μην ανακατευτούνε με τα στάχυα) του έλεγε "ιω για σας, ιω για σας και ούλα τ' άχερα δικά σας".

Τα νηπιάκια τα λέγανε "μέο" τα βόδια. Το αρσενικό βόδι το λέγαμε και "ντανά". Όταν δένανε ένα νεαρό βόδι για πρώτη φορά στο αλέτρι μαζί με ένα παλιότερο για να συνηθίσει, λέγανε πως το καματερεύουνε" και του λέγανε: "Ως αγαπά ο διάολος του στιμαδόρου (εκτιμητή) το σπίτι, να αγαπάς το αλέτρι". Για τα βόδια σπέρναμε ρόβι, ένα ψυχανθές. Κόβαμε όμως και συκόφυλλα και τα ξεραίναμε και τους τα δίναμε το χειμώνα.

6) Η επαρχία Σφακίων, στην οποία ζω, είναι κτηνοτροφική, μα προ πάντων μέχρι πριν 50 - 60 χρόνια ήτανε κατ' εξοχήν κτηνοτροφική. Και οι πιο πολλές οικογένειες αποζούσανε από την κτηνοτροφία. Ασχολήθηκα κι εγώ, ειδικά σε "μιτάτα" (ορεινά τυροκομεία" και έχω εμπειρία. Τα κοπάδια στα Σφακιά τον πολύ καιρό ήτανε στους θερινούς βοσκότοπους που τους λέγαμε "μαδάρες". Ενώ το χειμώνα πηγαίνανε στα χειμαδιά.

Τα ζώα είχανε προσαρμοστεί στις μετακινήσεις αυτές και άμα αργούσανε να τα μετακινήσουνε, φεύγανε κάποιες φορές, από μόνα τους. Μια φορά π.χ. φύγανε 80 τράγοι από την Μεσαρά μόνοι τους, και ήρθανε στο Καλλικρατιανό δάσος, αφού αργούσανε οι βοσκοί τους να τους φέρουνε. Οι Σφακιανοί είχανε ιδιόκτητα χειμαδιά εκτός Σφακίων. Ακόμα τα δύο παξιμάδια στον κόλπο της Μεσαράς και η Γαυδοπούλα ήταν σφακιανές ιδιοκτησίες. Δεν μπορούσανε τότε να διαθέτουνε κτηνοτροφές και, ειδικά στα Σφακιά, που και λίγα χόρτα βγάζει εκεί η πεδινή παραλιακή λωρίδα, μα και τη σπέρνανε. Τα λίγα ζώα που ξεχειμωνιάζανε στα Σφακιά, τα αφήνανε στις κορφές και το χειμώνα που βγάζει περισσότερα χόρτα, και το διακινδυνεύανε και δεν ήτανε λίγες οι φορές που εσκότωσε το χιόνι δεκάδες πρόβατα ή και πάνω από 100. Οι αίγες είναι πιο πονηρό ζώο και άμα βλέπανε ότι αρχίζει να χιονίζει φεύγανε για τα χαμηλά που δεν πιάνει χιόνι.

Έχουνε προσαρμοστεί και τα ζώα στον τρόπο ζωής που τους επιβάλλει ο άνθρωπος. Τα κουδούνια π.χ. τα βάζουνε στους "μουνουχότραους" και στους "μουνουχοκριγιούς" (ευνούχους) για να καθοδηγούνε το κοπάδι και όταν τα πηγαίνανε στα χειμαδιά ή και όταν θέλανε να τους δώσουνε δρόμο γενικά, πάντα είναι μπροστά αυτοί με τα κουδούνια και ακολουθεί το κοπάδι. Τους λένε και "μπροστάρηδες". Το κουδούνι του ο τράγος το θεωρεί ιδιοκτησία του. Κάποτε ένας βοσκός έβγαλε το κουδούνι από έναν τράγο και το έβαλε σε έναν άλλο, αυτός όμως που το ήξερε δικό του εκουτουλούσε τον άλλο τράο που φορούσε το κουδούνι του και, αφού ο βοσκός σκέφτηκε ότι μπορεί και να σκοτωθούνε, ξαναγύρισε το κουδούνι στον "ιδιοκτήτη του". Στους επιβήτορες δεν βάζουνε κουδούνια γιατί τον καιρό που ερωτεύονται, αν εφορούσαν κουδούνα θα προκαλούσαν συναγερμό όταν κυνηγούνε τις "δύσκολες".

Καμιά φορά που θέλει ο προβατοβοσκός να έχει και τράγους στο κοπάδι του παίρνει ένα αρσενικό ριφάκι και το "φλουμίζει" (το βάζει και βυζαίνει προβατίνες) και άμα μεγαλώσει ακολουθεί στα πρόβατα και δεν πηγαίνει με τις αίγες. Αυτούς τους τράγους τους λέμε "προβατάρους". Άλλο χαρακτηριστικό στα γιδοπρόβατα είναι που αγαπούνε την "παγανέ" τους (το μέρος που έχουνε συνηθίσει να ζούνε και αν τα πάμε σε άλλο μέρος φεύγουνε και γυρίζουνε στον τόπο τους.

Για να τα ποτίσουμε τους φωνάζουμε "πτρούσω, έλα να πτρούσω" και στα πρόβατα και στις αίγες. Για να τα "κουρτίσουμε" (να τα βάλουμε στην μάντρα που εμείς την λέμε κούρτα) τους λέγαμε στα πρόβατα "στη σω" (στα έσω) ενώ στις αίγες λέγαμε: "λάσω" (έλα έσω). Για να διώξουμε τις κατσίκες τους λέγαμε "ξήκω".

Εμπροσδιορίσαμε το στάδιο της μέρας, τότε που δεν είχαμε ρολόγια, την ώρα που πηγαίνανε στον ίσκιο που το λέγαμε "σταλιστό" τον καιρό που κάνει ζέστες, ενώ όταν φεύγανε από τον ίσκιο το λέγαμε "ξεσταλιστό".

Είπαμε πως δεν τα ταΐζανε πιο παλιά τα κοπαδιάρικα ζώα, τώρα που άρχισαν να τα ταΐζουνε τους φωνάζουνε "έλα, να, να, να" και έρχονται στο φαΐ μα πολλά κοπάδια που πηγαίνει ο βοσκός με το αυτοκίνητο να τα ταΐσει, τους χτυπά την κόρνα του αυτοκινήτου του και πηγαίνουνε, γιατί γνωρίζουνε την κόρνα.

Αυτά που ζήσαμε εμείς, οι σημερινοί υπέργηροι, δεν θα τα ξαναζήσουνε άλλοι, ας τα καταγράφομε λοιπόν και μην τα πάρομε μαζί μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια: