ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΟΥ ΒΗΜΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. ΟΤΙ ΜΕ ΑΦΟΡΑ / ΣΥΓΚΙΝΕΙ /ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ / ΑΡΕΣΕΙ / ΠΕΙΡΑΖΕΙ. ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΟ
Πέμπτη 24 Απριλίου 2008
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗΣ...
Πίσω στις αρχές του '70, στα δικά μου παιδικά χρόνια, που συνέπεσαν με μια έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην γειτονιά που μεγάλωνα...
Τότε που κυριολεκτικά άλλαζε ριζικά μορφή, αφού παλιά διώροφα συνήθως σπιτάκια κατεδαφίζονταν τακτικά και στην θέση τους ανεγείρονταν μεγαλύτερες οικοδομές, κυρίως με την μέθοδο της αντιπαροχής, λόγω και των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των ανθρώπων, που όμως ήθελαν να μπουν στο νεόχτιστο "σπίτι τους"...
Μέσα σ' αυτόν τον οικοδομικό οργασμό εμείς τα τότε παιδιά είχαμε αρκετά μέρη - καταφύγια για τα παιχνίδια μας. Παιχνίδια φαντασίας με τα χώματα, τα τούβλα και τα υπόλοιπα υλικά, μα κυρίως πολεμικά παιχνίδια πραγματικές συμπλοκές με παιδιά από παραπέρα γειτονιές, με αυτοσχέδια όπλα που μοναχοί μας φτιάχναμε με ξύλα, λάστιχα και μανταλάκια...
- Θα βγάλετε τα μάτια σας με αυτά και θα τσακιστείτε στα γιαπιά που ποδαριάζετε, φώναζαν οι μανάδες ολονών, μα ποτέ κανείς μας δεν έπαθε τίποτα σοβαρό, πέρα από συχνά γδαρμένα γόνατα κι αγκώνες κι έναν που λάμπαξε πηδώντας από 4 μέτρα ύψος για να πάρει μια χαμένη μπάλα, όλοι μεγάλωσαν κι αντρώθηκαν σώοι κι αρτιμελείς, άλλο αν δεν πρόκοψαν μετά όλοι το ίδιο...
Μεγαλώσαμε τρεφόμενοι με την φέτα το ψωμί με λάδι και ζάχαρη, την μερέντα πότε -πότε και τα πολλά μαύρα μούρνα από τις δυό τεράστιες μουρνιές που δέσποζαν τότε αριστερά - δεξιά από το παλιό μας σπίτι, προσφέροντας και φυσικό κλιματισμό με την παχιά σκιά τους, θύματα μετά κι αυτές κάποιας "ανάπλασης"...
Το παλιό μας ιδιόκτητο σπίτι, με την μεγάλη αυλή που άπλωνε η μάνα μου τα σεντόνια πλυμένα με τα χέρια στη σκάφη και ξεβγαλμένα με λουλάκι, που ήθελε 2 μέρες να το ασπρίσει μέσα - έξω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, πριν ασχοληθεί με το ζύμωμα των σπιτικών χριστόψωμων και λαμπριάτικων κουλούρων που μοσχομύριζαν φρέσκιες...
Παρατηρούσαμε τα πρωϊνά με ενδιαφέρον τις οικοδομικές εργασίες βήμα - βήμα την περάτωση της κάθε οικοδομής. Ιδίως όταν ήταν να ρίξουν ταράτσα, σωστή εκστρατεία τότε χωρίς τα σημερινά φορτηγά - μηχανήματα που το κάνουν σε 3 ώρες.
Οι προετοιμασίες άρχιζαν μερικές μέρες πριν με το κουβάλημα των τσιμέντων και λοιπών υλικών σε σωρούς, το φέρσιμο και στήσιμο της μηχανής που θα έκανε τη λάσπη, το στέλιωμα του αναβατόριου που θα την ανέβαζε όπου απαιτούνταν...Την μεγάλη μέρα από πολύ πρωί δεκάδες εργάτες άρχιζαν να δουλεύουν συντονισμένα κι ασταμάτητα ολημερίς, να προλάβει να τελειώσει όλη η ταράτσα, διαδικασία που στις μεγαλύτερες κρατούσε ως αργά το βράδυ, δουλεύοντας με κάποια φώτα από τα γύρω σπίτια...
Διασκεδάζαμε με τον γέρο - Αλέκο που έχτισε 4 σπίτια σχεδόν μόνος του λόγω τσιγκουνιάς... Τον βλέπαμε να έρχεται ξημερώματα, ν' ανεβαίνει μια σκάλα με 20 σκαλιά περίπου, να δένει ένα σκοινί σε ένα αυτοσχέδιο ικρίωμα ψηλά, να κατεβαίνει μετά να γεμίσει υλικά ένα ζεμπίλι δεμένο στην κάτω άκρη του σκοινιού, ν' ανεβαίνει να το τραβήξει πάνω να το αδειάζει, να το ρίχνει κάτω, να κατεβαίνει κι αυτός να το ξαναγεμίζει, να ξαναβγαίνει να το τραβά και να συνεχίζει αμέτρητες φορές το ίδιο, με πρωτοφανή αντοχή για συνταξιούχο 70χρονο, μα με ανίκητο πείσμα να γλιτώσει τα μεροκάματα 2 εργατών (Ελλήνων κείνα τα χρόνια, όχι αλητο-αλλοδαπών όπως σήμερα) να τον βοηθήσουν....Να χτίζει μετά κομμάτι - κομμάτι μόνος του, με το πάσο του, όπως μπορούσε...Μόνο κάποιους εξιδεικευμένους τεχνίτες έφερνε όταν χρειαζόταν στα δύσκολα...
Με πολλά χρόνια προσπάθειας και προσωπικής εργασίας τα κατάφερε, μα δεν πρόλαβε να τ' απολαύσει για πολύ, πέθανε λίγα χρόνια αφότου τα νοίκιασε προς χαρά κάποιων κληρονόμων που βρήκαν τακτικά εισοδήματα από τα ακίνητα του.
Χρόνια που κύλισαν με την ανάγνωση δεκάδων βιβλίων, περιοδικών κι ακόμη μίκυ - μάους, ποπάυ, τιραμόλα, μπλέκ, αγόρι, ζαγκόρ, ταρζάν, μάσκα, όμπραξ και τον αγαπημένο μου μικρό σερίφη, που ανακυκλώναμε κι ανταλλάσαμε μεταξύ μας, να διαβάζουμε όλοι κι όσα δεν είχαμε...
Με το κολύμπι στην παραλία του "Κουμ - Καπί" και τις βουτιές από το "βουλγαρί" πριν αυτή μετατραπεί σε στέκι τεμπελχανάδων, γεμίζοντας άχρηστες καφετέριες. Σήμερα από την μια οι κόπροι του φραπέ και από την άλλη οι άθλιοι αλκοολικοί βρωμομετανάστες που μας κουβάλησαν για να μαγαρίσουν τον τόπο, δεν μπορώ να περάσω από τα παλιά γνωστά μου μέρη χωρίς να σιχαθώ το ανθρώπινο είδος.
Με το παλιό ποδήλατο που βρήκαμε και φέραμε με τον γέρο μου από τη νέα χώρα, το φτιάξαμε, το βάψαμε και μου έμαθε να ισορροπώ σ' αυτό, στο μεγάλο ανοιχτό χωράφι μπροστά από την παλιά "Ρεγγίνα". Εκεί που πήγαινα τακτικά να βλέπω το λούνα - πάρκ, να περνά η ώρα και να μαζεύω τα τολμηρά περιοδικά της εποχής που πετούσαν σε ένα σωρό άφθονα οι υπάλληλοι, ιδίως όταν έφευγαν...
Εξαφανιζόμουν πολλές ώρες με το ποδήλατο, 11χρονος και δεν μ' αναζητούσε κανείς, δεν υπήρχαν τότε κινητά, δεν χάθηκα δα και ποτέ...Ούτε video games, ούτε play station, psp κλπ σημερινές παιδικές συνήθειες. Τηλεόραση είδα στο σπίτι όταν ήμουν 15 χρονών πια, πρωτύτερα μόνο αν πηγαίναμε κάπου επίσκεψη και τύχαινε νάχαν εκείνοι...
Υπήρχαν όμως σουβλάκια που τότε φαίνονταν μεγαλύτερα και χορταστικότερα, τα γευόμουν μετά την μεγάλη ποδηλατική βόλτα αν διέθετα το αντίτιμο των 10 δραχμών που κόστιζαν τότε.
Και οι τυρόπιτες και τα παγωτά του "Κλάρα" πριν γίνουν μεγάλες και γνωστές οι Δέλτα και Έβγα, το σάμαλι στον δρόμο των σχολείων, ο ξερακιανός φυστικάς με το καλάθι στον δημοτικό κήπο, όπου έβρισκα και κρύο νερό μετά...
Η μεγαλύτερη μου σπατάλη: 60 δραχμές σε μια μέρα, αμοιβή που κέρδισα (μισο)αδειάζοντας τον γεμάτο βόθρο κάποιας γριάς γειτόνισσας με ένα κύπελο κι έναν γκαζοτενεκέ...
Χρόνια που δεν επαναλαμβάνονται, μα ευτυχώς πρόλαβα να τα ζήσω σαν (φτωχό) παιδί..
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου